Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν και κάνα κτήριο της προκοπής.Μια άχαρη πολυκατοικία ήταν με κάτι παράθυρα κουτιά σαν πολεμίστρες παλιών ενδόξων εποχών. Πιο πολύ σε παρέπεμπε σε κτήρια γραφείων ή σε εργατικές κατοικίες σαν αυτές που χτίστηκαν μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Για μένα όμως ήταν το καμάρι μου. Μια ζωή πέρασα μαζί της ξεδιπλώνοντας τα όνειρα μου στο σαρακοφαγωμένο πάτωμα του πέμπτου ορόφου της.
Σήμερα είδα μπροστά της μια μπουλντόζα να έχει ανοίξει τις δαγκάνες της έτοιμη να την καταπιεί. Σταύρωσα τα χέρια. Δεν πρόλαβα λέξη να αρθρώσω και μονομιάς μαζί με τις πόρτες, τα παράθυρα, τα κάγκελα και το ασανσέρ, βλέπω να ανεμίζουν στον αέρα σαν κεραίες ραδιοφώνου που προσπαθούν να πιάσουν σήμα, κάτι σίδερα να ξεπετάγονται από τις μισοφαγωμένες κολώνες. Αυτό ήταν! Πάει, τελείωσε! Μπάζα και όνειρα καλά φυλαγμένα σε μια στιγμούλα μέσα έγιναν σκόνη.
Στη μνήμη μου ανακάλεσα εικόνες άλλης εποχής,σαν αυτές με τον Χάρη και τη γυναίκα του τη Δώρα όπου για κάμποσα χρόνια ήμασταν κολλητοί. Τρώγαμε στο σπίτι τους (στον αποκάτω από μένα όροφο έμεναν), και ειδικά σε γιορτές και σκόλες το πάτωμα ανεβοκατέβαινε σαν πλήκτρα πιάνου ατάκτως χτυπημένα. Ωραία πράγματα, ζωντανοί άνθρωποι, ασεκλέτητοι καιροί.
Μετά χώρισαν, έφυγε η Δώρα για την Αμερική και ο Χάρης μετακόμισε στο Λονδίνο. Τον βοήθησα στη μετακόμιση. Έκλαιγε και ήθελε να μου χαρίσει όλα τα πράγματα της Δώρας.
Κράτησα μόνο μια πορσελάνινη φλυτζάνα με ζωγραφιστές πασχαλίτσες που είχε φέρει από κάποιο ταξίδι του στην Ινδία και ένα τεράστιο καλάθι μπαμπού.
Ποτέ δεν έμαθα τι απέγινε με αυτό το ζευγάρι.
Η φλυτζάνα με τις πασχαλίτσες έσπασε, το καλάθι στο οποίο βάζω μόνο τα άπλυτα μου, το κρατώ σε περίοπτη θέση.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author