iporta.gr

Οι Όλιβερ Τουΐστ της Αθήνας, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

 

 

 

 

 

 

  

 

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

Το τελευταίο βιβλίο της αρθρογράφου “Από ξύλο και Ασήμι” κυκλοφορεί από την Διόπτρα 

 

 

 

Στις αρχές του 20ού αιώνα, στην πλατεία Ομονοίας στάθμευαν τα μεταφορικά μέσα της εποχής, δηλαδή τα ιππήλατα αμάξια, τα μόνιππα και τα βιζαβί. Δίπλα, η παρουσία των μικρών λούστρων ήταν χαρακτηριστική.

Οι νεαροί λούστροι, καταγόμενοι οι περισσότεροι από τη Μεγαλόπολη, είχαν την υποχρέωση να καταθέτουν όλες τους τις εισπράξεις στον «αρχηγό», έναν άρπαγα συμπατριώτη τους, που τους είχε νοικιάσει από τον ίδιο τον πατέρα ή τη χήρα μητέρα τους. Οι περισσότεροι ζούσαν ο ένας πάνω στον άλλο, σε συνθήκες ανήκουστα θλιβερές, ανήμπορα θύματα όλοι τους της σκληρής και ανάλγητης εκμετάλλευσης και κακοποίησής τους, από αυτά τα ανθρωπόμορφα τέρατα, τους αρχηγούς ή μαστόρους.

Ο Ιωάννης Κονδυλάκης σημειώνει: «Η εποχή της σωματεμπορίας δεν απείχε πολύ. Είναι έθιμον του τόπου των. Αυτή ήτον και η δικαιολογία της γενικής αδιαφορίας. Και ανεγνωρίζετο επίσης θεμιτόν και φυσικόν να πωλή κανείς τον γάϊδαρόν του και το παιδί του. Το περίεργον δε είναι ότι ένας γάϊδαρος επωλείτο πολλάκις ακριβότερα από ένα παιδί, ώστε να καταντά να αισθάνεται ο λαμπρός πατήρ μείζονα αγαλλίασιν όταν εγέννα η γαϊδούρα του, παρά όταν εγέννα η σύζυγός του».

 

Τα παιδιά αυτά, ποτέ πάνω από δεκάξι ετών, δεν είχαν φορέσει ποτέ παπούτσια, τα ρούχα τους ήταν μονίμως βρώμικα, όχι μόνο από τις βαφές των υποδημάτων των πελατών τους, και το χοντρό βαμβακερό πουκάμισο που φορούσαν πάνω από το κοντό, τριμμένο και ξεφτισμένο τους παντελόνι, χρησίμευε και για κουβέρτα και , πολλές φορές, για στέγη.

Συνήθως, ο μάστορας πήγαινε να τα συναντήσει για να εισπράξει το βράδυ όσα ήθελε ή χρειαζόταν(δηλαδή όλα), στο ανήλιαγο δωμάτιο που έμεναν και να τους δώσει το λιγοστό φαγητό τους: κουραμάνα και λίγες ελιές, ή λίγη ρέγγα, ή τουλουμοτύρι ή ταραμά. Δηλαδή, ως επί το πλείστον αλμυρές τροφές, ώστε τα παιδιά να διψούν και να πίνουν πολύ νερό, γεμίζοντας το στομάχι τους «τεχνητά».

Αυτό, βέβαια, αν έμενε ευχαριστημένος από τις εισπράξεις. Στην αντίθετη περίπτωση κακοποιούσε το παιδί- το χτυπούσε με ένα λουρί μέχρι να καταλαγιάσει η μανία του- και, ή το άφηνε τελείως νηστικό ή τού έδινε λιγότερη τροφή.

Η επόμενη μέρα για τον τιμωρημένο ξημέρωνε χειρότερη, αφού έπρεπε να παραδώσει και τη διαφορά που έλειψε την προηγούμενη, κάτω από την πραγματική απειλή χειρότερης και σκληρότερης τιμωρίας.

 

Τη σκληρή άνοιξη του 1911, ωστόσο, παρουσιάστηκε ένα κρύο πρωί ένα κορίτσι-λούστρος στην Ομόνοια και κάθισε μπροστά στο κασελάκι της μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αγοριών και των ανδρών λούστρων. Το κορίτσι δεν ήταν θύμα εκμετάλλευσης, όπως τα μικρά αγόρια, αλλά είχε πάρει αυτή τη γενναία απόφαση, βλέποντας την οικογένειά της να πεινά- η ανεργία και τότε ήταν τεράστια. Μετά από κάποια ώρα έφτασε εκεί αγριεμένος ο μεγαλύτερος αδελφός της και της άστραψε δυο χαστούκια, φωνάζοντας και βρίζοντας για την ακαταλαβίστικη πράξη της αδελφής του. Και τότε, οι άνδρες λούστροι σηκώθηκαν, τον σταμάτησαν και τον έδιωξαν, λέγοντας ότι η δουλειά δεν είναι ντροπή. Ή έκθαμβη Αθήνα, μετά το πρώτο σόκ, αποδέχτηκε και επιβράβευσε την τόλμη της νεαρής.

 

Φίλες και φίλοι, η εκμετάλλευση των ανήλικων παιδιών δεν έχει σταματήσει. Σήμερα τα βλέπουμε να ζητιανεύουν, να στέκονται στα «φανάρια», να πωλούν ευτελούς αξίας πράγματα, να τραγουδούν στα μέσα συγκοινωνίας. Είναι και πάλι ντυμένα άθλια, βρώμικα και φοβισμένα, γιατί το μάτι του σημερινού μάστορα τα παρακολουθεί από κάποια απόσταση. Και όσο η οικονομική κατάσταση θα παραμένει κακή ή θα χειροτερεύει, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, το χειρότερο έγκλημα, θα γίνεται όλο και χειρότερη, όλο και σκληρότερη.