iporta.gr

Οι δυσκολίες της αντιπολίτευσης, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Γιάννης Καραχισαρίδης

Λάθος εκτίμηση. Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να έχει σαφές προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, αλλά δυσκολεύεται να συγκεντρώσει τους απογοητευμένους ψηφοφόρους. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μικρότερα φιλοευρωπαϊκά κόμματα. Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση της αριστεράς δείχνει μια αξιοθαύμαστη αντοχή. Παρ’ όλο που τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης της είναι δυσμενή, σχεδόν για το σύνολο των πολιτών. Σ’ αυτό όμως βοηθάει και η ανέμπνευστη τακτική της αντιπολίτευσης, που πορεύεται με τη βεβαιότητα ότι η κυβέρνηση αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει, από τα δικά της λάθη. Μια βεβαιότητα που όφειλε να την είχε εγκαταλείψει μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Τότε που το εκλογικό σώμα επιβράβευσε τον ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ όλα τα κραυγαλέα λάθη της πρώτης οκτάμηνης διακυβέρνησης. Η αξιολόγηση της αντιπολίτευσης για εκείνο το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν βιαστική και επιφανειακή. Το συμπέρασμα της ήταν ότι η κυβέρνηση δε θα αντέξει το βάρος του νέου μνημονίου. Γι’ αυτό και δεν αφιέρωσε ούτε μία σκέψη για να απαντήσει σε ένα απλό ερώτημα. Πώς δηλαδή ένα κόμμα που ως κυβέρνηση επιβάρυνε την οικονομία, επέβαλε capital controls, αντέστρεψε ένα νικηφόρο δημοψήφισμα και στη συνέχεια διασπάστηκε, κατάφερε στο τέλος να αυξήσει θεαματικά την εκλογική του δύναμη. Το ερώτημα αυτό η αντιπολίτευση όχι μόνο δεν το απάντησε, αλλά δεν το έθεσε καν. Και αιχμαλωτισμένη από τη γενική σύγχυση που επικρατούσε στη χώρα, ακολούθησε μια τακτική με πολλά λάθη. Μια τακτική που δεν της επέτρεψε να δημιουργήσει ένα σοβαρό κύμα αλλαγής.

Λάθος πρώτο. Στήριξε τον κύριο όγκο της πολεμικής στα ψέματα και τις παλινωδίες της κυβέρνησης. Αλλά στη πολιτική μας σκηνή οι κατηγορίες για υποσχέσεις που δεν κρατήθηκαν είναι μια πολύ συνηθισμένη ιστορία. Δεκαετίες τώρα η αντιπολίτευση υπόσχεται κι όταν λαμβάνει το κυβερνητικό χρίσμα τα ξεχνάει όλα και βρίσκει ένα σωρό δικαιολογίες για να αθωωθεί στα μάτια των ψηφοφόρων. Και οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις ήρθαν στην εξουσία με υποσχέσεις που δεν κράτησαν. Και στη συνείδηση της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος όλοι έχουν δώσει ψεύτικες εξαγγελίες. Οπότε ένας, που έχει βεβαρημένο παρελθόν και θεωρείται αναξιόπιστος, δεν πείθει αν αποκαλεί «ψεύτη» τον αντίπαλο του.

Λάθος δεύτερο. Επίσης παλιά είναι και η τακτική να αποκαλούμε το δικό μας μνημόνιο καλύτερο απ’ τα μνημόνια των άλλων. Στα μάτια των πολιτών κανένα μνημόνιο από τα τρία που υπέγραψε η χώρα δεν ήταν καλύτερο. Και γενικά κανείς δε θέλει να ακούει για μνημόνια. Οπότε δε πείθει το επιχείρημα της αντιπολίτευσης ότι θα διαπραγματευόταν καλύτερα και ότι το δικό της μνημόνιο θα είχε λιγότερα βάρη. Ο κόσμος δε προσδοκά ένα καλύτερο μνημόνιο. Θέλει μόνο να τελειώνει με αυτό το βραχνά. Και βέβαια δεν ξεχνάει ότι και η σημερινή αντιπολίτευση, όταν είχε κυβερνητική ευθύνη, σε μνημόνια υποχρεώθηκε.

Λάθος τρίτο. Η αντιπολίτευση στα χρόνια της δικής της διακυβέρνησης καλλιέργησε την αντίληψη ότι οι δανειστές είναι εχθροί κι ότι θα πρέπει να αμυνθούμε για να περισώσουμε ότι μπορούμε ή να δώσουμε μάχη για την αξιοπρέπεια μας ή άλλα παρεμφερή μεγαλόστομα. Αυτό ήταν ένα μεγάλο σφάλμα στρατηγικής που ταύτισε τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα με το αντιμνημονιακό πνεύμα. Πώς περιμένεις να σε σεβαστούν οι πολίτες όταν λες ότι εξαναγκάζεσαι να κάνεις πράγματα που δε θέλεις και δε συμφωνείς. Κι ας υποθέσουμε ότι τα πρώτα χρόνια της κρίσης τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα ήταν ανέτοιμα και αιφνιδιάστηκαν από τις εξελίξεις. Τώρα όμως; Το να συνεχίζεις σήμερα να υποστηρίζεις την αντίληψη ότι οι δανειστές είναι κακόβουλοι, δε πετυχαίνεις τίποτα άλλο από το να έρχεσαι στα λόγια της αριστεράς. Και πλέον κανείς δε σε πιστεύει όταν ισχυρίζεσαι ότι αύριο θα νικήσεις τους δανειστές. Και φυσικά είναι μεγάλη ανακολουθία από τη μια να προβάλλεις τα φιλοευρωπαϊκά σου αισθήματα, αλλά από την άλλη να δηλώνεις ότι οι ευρωπαίοι θέλουν το κακό σου.

Λάθος τέταρτο. Η αντιπολίτευση δε πείθει όταν κατηγορεί τη κυβέρνηση πως επιδιώκει την άλωση του κράτους με αθρόους διορισμούς των δικών της παιδιών. Αυτό δεν έκανε και η ίδια στα χρόνια που κυβερνούσε; Το ίδιο ευάλωτες είναι και οι κατηγορίες για διαπλοκή της κυβέρνησης. Φυσικά έχει δίκιο, αλλά το δίκιο της αδυνατίζει από την δική της πρακτική τα προηγούμενα χρόνια. Μια πρακτική που ποτέ δεν την αποκήρυξε. Χάνεις την αξιοπιστία σου όταν κατηγορείς κάποιον για πράξεις που κι εσύ ο ίδιος έχεις κατ’ επανάληψη διαπράξει.

Λάθος πέμπτο. Δεν μπορείς να κατηγορείς τη κυβέρνηση της αριστεράς για υπερφορολόγηση και οριζόντιες περικοπές, όταν εσύ πρώτος έδωσες το σύνθημα, την εποχή των δικών σου μνημονιακών κυβερνήσεων. Όταν ο δικός σου οδικός χάρτης για την έξοδο από τη κρίση ήταν οριζόντιες περικοπές και αύξηση της φορολογίας, δε είσαι αξιόπιστος όταν κατηγορείς τη τωρινή κυβέρνηση επειδή ακολουθεί την ίδια διαδρομή. Με τέτοιο παρελθόν οι εξαγγελίες για περικοπή φόρων μοιάζουν με μελλοντικά ψέματα.

Λάθος έκτο. Μοιάζει αστείο η αντιπολίτευση να κατηγορεί τη κυβέρνηση ότι κάνει τα πάντα για να παραμείνει στην εξουσία. Η κατηγορία είναι έωλη, τη στιγμή που κάθε κυβέρνηση του παρελθόντος έκανε ακριβώς το ίδιο. Στο πολιτικό ιστορικό μας δεν υπάρχει ούτε μια κυβέρνηση που να παραιτήθηκε για το καλό της χώρας. Και οι πρόωρες εκλογές πάντα είχαν ως κίνητρο το κομματικό συμφέρον.

Λάθος έβδομο. Όλα τα χρόνια αυτής της παρατεταμένης κρίσης, οι αξιολογήσεις ήταν πάντα το μεγάλο βάσανο των κυβερνήσεων. Με τη σημερινή κυβέρνηση οι χρόνοι επιμηκύνθηκαν κι άλλο. Από πουθενά όμως δε προκύπτει ότι αν η αξιολόγηση τελείωνε γρηγορότερα τα βάρη θα ήταν μικρότερα. Δηλαδή είναι σα να μας λέει η αντιπολίτευση ότι αν τελείωνε η αξιολόγηση στο άψε σβήσε τότε όλα θα ήταν καλά. Είναι σα να μας λέει ότι η κυβέρνηση είχε υπογράψει ένα τέλειο μνημόνιο και το μόνο πρόβλημα ήταν ότι καθυστερούσε την εφαρμογή και την αξιολόγηση. Ενώ είναι σαφές ότι το πρόβλημα δεν είναι η καθυστέρηση, αλλά το ίδιο το περιεχόμενο του συγκεκριμένου μνημονίου, που δε περιέχει καμιά λύση που να οδηγεί σε ανάπτυξη και σε έξοδο από την κρίση.

Λάθος όγδοο. Η αντιπολίτευση ήταν πάντα μπερδεμένη με το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων. Και συνεχίζει να είναι. Στο βάθος δεν τις επιθυμεί και η ίδια. Γι’ αυτό και στη δική της διακυβέρνηση οι ιδιωτικοποιήσεις προχωρούσαν σα τον κάβουρα. Γι’ αυτό και τώρα – σχήμα οξύμωρο – κατηγορεί τη κυβέρνηση της αριστεράς για ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Ήταν ευθύνη της αντιπολίτευσης και τότε και τώρα να εξηγήσει ότι οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι ξεπούλημα, αλλά στόχο έχουν ένα κερδοφόρο μάνατζμεντ. Μια αποδέσμευση από το κομματικό κράτος. Και μη ξεχνάμε ότι η επένδυση του Ελληνικού, παρέμενε σε εκκρεμότητα πάνω από δέκα χρόνια στα χέρια του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας.

Λάθος ένατο. Η αντιπολίτευση δεν έχει αποφασίσει ακόμα τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Άλλες φορές τον αντιμετωπίζει σαν ένα αστικό κόμμα, που προσαρμόστηκε στα μνημόνια κι άλλες φορές τον αντιμετωπίζει σαν ένα κόμμα της αριστεράς, σοβιετικού τύπου. Αυτός ο διχασμός αδυνατίζει την επιχειρηματολογία και μπερδεύει τους ψηφοφόρους. Τελικά η αντιπολίτευση πρέπει να αποφασίσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε κωλοτούμπα ή παραμένει ένα αριστερό κόμμα που ακολουθεί τα χνάρια της σοσιαλιστικής παράδοσης του 20ου αιώνα.

Λάθος δέκατο. Τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα έχουν άγνοια της τακτικής επιδεξιότητας της αριστεράς. Έτσι χωρίς να το καταλάβουν άφησαν να αλωθεί το λεξιλόγιο τους. Τώρα η αριστερά μιλάει με την ίδια ευκολία για μεταρρυθμίσεις, ανάπτυξη, και επενδύσεις. Αυτή είναι η τιμωρία της γενικολογίας. Όταν δε δίνεις στις λέξεις ένα απτό και αναγνωρίσιμο περιεχόμενο, τις αφήνεις στη διάθεση του καθενός να τις χρησιμοποιεί όπως θέλει.

Συνοψίζοντας. Μέχρι τη χρεοκοπία του 2010 τα πράγματα ήταν απλούστερα. Οι κυβερνήσεις και οι αντιπολιτεύσεις πορεύονταν με τον τυφλοσούρτη και οι εναλλαγές στην εξουσία ήταν χαρωπές. Τα τελευταία επτά χρόνια όμως οι εξελίξεις μας φωνάζουν απελπισμένα να σοβαρευτούμε. Τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα είχαν τη μεγάλη ευκαιρία να συμμορφωθούν όταν το 2015 κατέρρευσε το fake δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Είχαν την ευκαιρία να αλλάξουν ρότα, να εγκαταλείψουν τις παλιές συνήθειες και να χαράξουν έναν καινούριο δρόμο. Δυστυχώς αυτό δε συνέβη. Η αντιπολίτευση επί δυόμιση χρόνια αντιδράει ανάλογα με τα καμώματα της κυβέρνησης. Και σε καμιά στιγμή δεν είχε το θάρρος να αφήσει πίσω της τα πολλά και αναγνωρίσιμα λάθη που έκανε στα χρόνια της δικής της διακυβέρνησης. Κι έτσι φτάσαμε στο σήμερα χωρίς να έχει δικό της ισχυρό και πειστικό αφήγημα. Δεν κατάφερε να διατυπώσει ένα δικό της σχέδιο που να εκπλήξει θετικά τους ψηφοφόρους, οι οποίοι έχουν βαρεθεί να ακούνε τα ίδια και τα ίδια και να παρακολουθούν κοκορομαχίες. Η αριστερά ξέρει τι κάνει. Κτίζει μεγάλα κρατικά πλεονάσματα, θρυμματίζοντας τη μεσαία τάξη. Γιατί το κράτος είναι πάνω απ’ όλα. Ιδιωτικοποιεί για να κρατικοποιήσει αργότερα. Προσλαμβάνει με απώτερο σκοπό όλοι να δουλεύουν για το κράτος. Κάπως έτσι αντιλαμβάνεται τη δίκαιη ανάπτυξη. Όλοι – εκτός απ’ τη νέα νομενκλατούρα – να δίνουν τα κέρδη τους στο κράτος και να κρατάνε μόνο τα προς το ζην. Είναι σαφές ότι πρόκειται για έναν αδιέξοδο δρόμο. Αλλά η αντιπολίτευση, χαμένη στις δικές της αυταπάτες, στρώνει το χαλί. Γι’ αυτό κι ο δρόμος είναι μακρύς και αβέβαιος.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr