iporta.gr

Οι δικοί μου οι φίλοι, του Δημήτρη Κατσούλα

 

 

 

 

 

 

 

Δημήτρης Κατσούλας

 

 

 

 

 

 

Οι φίλοι μου δεν είναι υπαρκτά πρόσωπα. Τους έχω φτιάξει στο μυαλό μου. Δεν είναι κραυγές στη σιωπή,είναι γέλια. Χαρωπά και μελωδικά.

Δεν ξέρουν πού να σταματήσουν, ούτε ξέρουν πάντοτε πώς να ξεκινήσουν. Μα πιο πολύ απ’ όλα, δεν έχουν ιδέα πώς τα καταφέρνουν και ξεχωρίζουν τόσο ποιητικά ανάμεσα σε ρωγμές και χαλάσματα, ανάμεσα σε διαλυμένες ανθρώπινες υπάρξεις που προτίμησαν τη μοναξιά.

Οι φίλοι μου δεν συμπαθούν τα φώτα κινδύνου.Τους αρέσουν τ’ αναμμένα κεριά στα τραπέζια τον χειμώνα,τους αρέσει να βάζουν τα δάχτυλά τους στο λιωμένο κερί και να το αφήνουν να παγώσει πάνω τους.Τους αρέσουν τα φώτα στα μισοάδεια μπαρ που ξεμένουν για να πουν τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες όπου πάντα μοιάζουν διαφορετικές.Τους αρέσουν τα στενά δρομάκια που τα περπατάνε για να δημιουργήσουν αναμνήσεις.

Είναι φορές που αντιστέκονται να χαζέψουν μια μελανιά στους τοίχους, κάποιες άλλες φορές για να τραβήξουν μια φωτογραφία. Ξέρουν πως μερικές φωτογραφίες ανήκουν μόνο σε έναν.

Οι φίλοι μου είναι στίχοι από επαναστατικά τραγούδια. Τραγούδια που μιλάνε για πόλεμο και έρωτα και δύναμη και αγάπη. Κοιτάζουν γύρω τους τα σκυθρωπά πρόσωπα και σμίγουν τα φρύδια τους από τον πόνο. Χλευάζουν το θάνατο, γιατί είναι η ζωή.Η ζωή εκεί έξω, χύμα.

Μερικές φορές πεισμώνουν σαν παιδιά, αφοσιώνονται σαν παιδιά, ερωτεύονται σαν παιδιά, ονειρεύονται σαν παιδιά.

Οι φίλοι μου δίνουν έναν πόλεμο. Έχουν φτιάξει εστίες ανθρωπιάς, ζεστασιάς, έναν κόσμο παράλογα θερμό και πυροβολούν να σκοτώσουν την αγριότητα, την απάθεια, τα μεγάλα ”Εγώ”.

 

Όταν ήταν μικροί, δεν ήξεραν τι ήθελαν να γίνουν. Δεν πίστευαν ότι θα μεγαλώσουν, κι ευτυχώς, ακόμα δεν έχουν μεγαλώσει.

Σπάνια μιλούν για τον εαυτό τους, κι αν τύχει και μιλήσουν, αυτός αποτελείται από πολλά χαμογελαστά πρόσωπα. Το γέλιο τους το λένε όπλο, με αυτό πορεύονται.

Πιάνονται χέρι-χέρι, σφιχτά, σφιχτά μέχρι που σχηματίζονται ανάμεσα στα δάχτυλα σημεία πιο έντονα και ζωηρά, εκεί που συγκεντρώνεται το αίμα. Τα σημεία αυτά είναι οι φίλοι μου.

 

Είναι ένα μέρος στον κόσμο, που χωράει στη βαλίτσα σου και την κάνει πάντα βαλίτσα επιστροφής.

Είναι τα μεθυσμένα βράδια που μετράς κέρματα για ένα ακόμη ποτό, είναι η σκέψη πως μοιραζόμαστε την ίδια ανάγκη να μην χωρίζουμε τίποτα.

Να πίνουμε μέχρι να κλείνουν τα μάτια μας.

Να σκεφτόμαστε όλους εκείνους τους φίλους που έφυγαν μακριά.

Να περιμένουμε να γυρίσουν.

Να κάνουν γροθιές ο ένας τα χέρια του άλλου, όταν πρέπει να γκρεμιστούν τοίχοι.

Οι φίλοι μου είναι εκείνοι που περπατούν αργά στους δρόμους. Είναι αυτοί που εκνευρίζουν τους βιαστικούς περαστικούς και τους στραβοκοιτούν. Μα εκείνοι δεν πτοούνται. Με το βηματισμό τους αυτό, ξεφορτώνονται την κούραση και δεν υπολογίζουν το ψιλόβροχο που κάθεται στα βλέφαρά τους επάνω.

 

* Το άρθρο απηχεί στις απόψεις του συντάκτη του.

  iPorta.gr