iporta.gr

Οι αγορές ξέρουν…, του Γιώργη Χαγιά

 

 

 

 

* Ο Γιώργης Χαγιάς είναι υποψήφιος Διδάκτωρ Εξ.Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας 

 

 

 

 

 

Η πρόταση «οι αγορές ξέρουν καλύτερα», είναι λογικά ψευδής, είναι αντιφατική. Χρησιμοποιείται αφειδώς από τις ελίτ ως μόνιμη επωδός σε λογύδρια και κυρίως κατά το δοκούν. Ίσως όμως να είναι ένα πειστικό επιχείρημα απέναντι σε όλους όσοι θέλουν να βλέπουν τη χώρα τους ως το νέο Ελντοράντο των αγορών.

Όταν η χώρα βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα πριν τέσσερα χρόνια, οι αγορές ήταν «ασύδοτες» και «ανεξέλεγκτα κερδοσκοπικές». Πρόσφατα όμως, το Μαξίμου και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αποθέωσαν την επιστημοσύνη των ελεύθερων αγορών που άνοιξαν πάλι τις αγκάλες τους για τη χώρα μας. Ο πανηγυρικός του αντιπροέδρου ξεκίνησε με το «Η Ελλάδα επανέρχεται στην ομαλότητα, γίνεται πάλι αυτεξούσια». Αυτεξούσια βέβαια δεν είναι εξ ορισμού, αφού θα συνεχίσει να δανείζεται, έχει επαχθές δημόσιο χρέος, έχει έσοδα από υπέρμετρη φορολόγηση, εξαρτάται από ευρωπαϊκά πακέτα για την ανάπτυξη της οικονομίας της, και δεν παράγει πλούτο πέρα από το τουριστικό κεκτημένο λόγω γεωγραφίας και περιφερειακών κρίσεων. Κυρίως, όμως, γιατί δεν αποφασίζει αυτόνομα για το μέλλον της οικονομίας της. «Οι αγορές ξέρουν» είπε ο κ. Βενιζέλος, «γιατί έχουν την οσμή του κέρδους» (10/4/2014) για να τον σιγοντάρει πηγή στο Μαξίμου «Η ψυχολογία της αγοράς είναι ενδεικτική του κλίματος για την Ελλάδα» και «όσοι κάνουν κριτική δεν ξέρουν ούτε από αριθμητική». Ο πρωθυπουργός δε, σε τηλεοπτική συνέντευξή του (6/5/2014), υπερθεμάτισε σε ηρωικό τόνο: «…οι εχθροί της Ελλάδας έκαναν υπόκλιση στις θυσίες του ελληνικού λαού», και συμπλήρωσε με έμφαση «…ο μόνος αντικειμενικός παρατηρητής που δε λέει ποτέ ψέματα είναι οι αγορές».

Οι δηλώσεις αυτές συνοδεύονταν από το μειδίαμα αυταρέσκειας για τη συμβατική πλέον σοφία στους κύκλους των «ειδικών» περί της ειδημοσύνης των αγορών, που τόσο εύκολα λησμονούν οι θνητοί ψηφοφόροι. Ο αντίλογος, ωστόσο, δεν έχει να κάνει ούτε με την επιδιαιτησία της θεωρητικής αντιπαράθεσης μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού, ούτε με τη συγκυρία της μνημονιακής σύμβασης, ούτε με την ανάγκη τόνωσης της πραγματικής οικονομίας και της προσέλκυσης επενδύσεων. Έχει να κάνει με σφάλματα κανόνων της λογικής, της ηθικοπρακτικής, και της ιστορίας.

Όλες οι παραπάνω δηλώσεις είναι λογικά ψευδείς, θεωρητικά και πρακτικά. Δεν είναι κατά λόγον αλλά παρά λόγον. Ο ορθολογισμός είναι κανονιστικού χαρακτήρα, υπόκειται σε τυπικούς κανόνες λογικής, στα πράγματα όπως θα έπρεπε να είναι, σε μία ιδεατότητα, όπου όλοι βγαίνουν κερδισμένοι, οι αγορές λειτουργούν με μέτρο και οι κοινωνίες θάλλουν. Ο Λόγος είναι μία αναλαμπή της ανθρώπινης περατότητας. Η πραγματική ανθρώπινη συμπεριφορά εντός και δια της αγοράς, είναι αυτό ακριβώς, ανθρώπινη, δηλαδή ατελής και ανορθολογική. Υπόκειται στη ροπή προς τη σφαλερότητα.

Θεωρητικά, με τον ανθρωπομορφισμό των αγορών δεν επιτυγχάνεται ορθολογισμός. Γιατί; Διότι ούτε οι άνθρωποι των αγορών—και δη των απορυθμισμένων—ούτε ο άνθρωπος ως είδος—Homo sapiens sapiens, ξέρουν πάντοτε. «Ξέρω» σημαίνει ότι γνωρίζω κάτι καλά, ἐπίσταμαι, όχι από τύχη ή από τις αισθήσεις ή από φήμη, αλλά υπό το φως του Λόγου», όπως θα έλεγαν οι Σχολαστικοί. Και, κυριότερα, ο άνθρωπος δεν μαθαίνει.

Η νεοκλασική οικονομική θεωρία επιμένει στην εξιδανικευμένη εικόνα του δρώντος ως αψεγάδιαστου επεξεργαστή άπειρου όγκου πληροφοριών, που λαμβάνει ορθολογικές αποφάσεις, γιατί απλά όλα μπορούν να υπολογιστούν. Ωστόσο, ποτέ δεν επιτυγχάνεται ο απόλυτος υπολογισμός, όσο κι αν αυτός μαθηματικοποιείται (βλ. πιο πάνω περί «αριθμητικής»), όσο κι αν μπαίνει σε αλγοριθμικές εξισώσεις που οδηγούν σε σίγουρο κέρδος, επειδή δεν μπορεί προσμετρηθεί η ανθρώπινη ροπή προς τη σφαλερότητα. Κανένα μαθηματικό μοντέλο δεν συνέλαβε στην έκτασή του το ανθρώπινο φαινόμενο. Ο άνθρωπος δεν είναι επεξεργαστής άπειρων terabytes• είναι ανάδυση υποστρωμάτων: του νευροφυσιολογικού, του ψυχικού-γνωσιακού, και του κοινωνικού, ήτοι, της φύσης του αλλά και του νόμου που την ελέγχει. Η απορυθμισμένη αγορά είναι φύση χωρίς νόμο. Έχει τὸ ὀρεκτικόν της ανεξέλεγκτο.

Η όποια ορθολογικότητα απαντάται στις αγορές είναι εργαλειακή: μεγιστοποίηση οφέλους με το μικρότερο δυνατό κόστος. Ποτέ δεν εξετάζεται το μοραλιστικό πρόσημο του σκοπού, παρά μόνο το, κατά το δυνατόν και ορθολογικότερα αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξή του. Ας είναι και πυρηνική κεφαλή αυτό το μέσο.

Ο περιβόητος σπεκουλαδόρος George Soros επένδυσε στον homo psychologicus, που δρα με το ένστικτο, τον φόβο και την αβεβαιότητα. Κέρδισε πολλά, αν και ήξερε ότι κάποτε θα έχανε γι’ αυτόν ακριβώς το «λόγο» για τον οποίον κέρδιζε, την ανορθολογικότητα στην ανθρώπινη κρίση. Αντίθετα, οι Meriwether (Salomon Brothers), Black (Goldman Sachs), Scholes (Stanford) και Merton (Harvard)—Νόμπελ Οικονομικών οι δύο τελευταίοι γι’ αυτή τη μέθοδο—επένδυσαν στον homo œconomicus—το υπόδειγμα του ιδιοτελούς δρώντος, που αποφασίζει ορθολογικά—φτιάχνοντας το 1994 την υπέρτατη μαθηματική φόρμουλα λελογισμένου ρίσκου για σίγουρο κέρδος, το γνωστό πλέον LTCM, (Διαχείριση Μακροπρόθεσμου Κεφαλαίου). Θησαύριζαν για τρία χρόνια έχοντας πίσω τους μεγάλες τράπεζες. Μετά τους έπιασε κι αυτούς το δόκανο της έπαρσης από την ψευδαίσθηση περί βέβαιης στάθμισης όλων των μεταβλητών, την απόλυτη μακροοικονομική γνώση και την προβλεψιμότητα των παγκόσμιων συμβάντων. Φαλίρισαν. Το περιθώριο πλήρους αποτυχίας μέσα σε μία χρονιά ήταν μόλις 1 προς 1024 . Το 1998 όμως έφερε την πτώση των εσόδων από το πετρέλαιο, τη ρωσική κρίση, παρατεταμένη αστάθεια, αβεβαιότητα και πανικό στις αγορές, και όλα τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Α! Και μην ξεχάσουμε ότι και τα δύο μοντέλα, ανορθολογισμού και ορθολογισμού, δεν παρέλειψαν να υπερδανειστούν, πολλαπλάσια πάνω από το κεφάλαιό τους, πριν τζογάρουν. Άτιμη απληστία.

Πρακτικά λοιπόν και σε συνέχεια με τα πιο πάνω, η λογική αντίφαση προκύπτει από μία προϊστορία πλούσια σε ανορθολογικές, ψυχοπαθολογικές, συμπεριφορές των ανθρώπων των αγορών.

Οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν. Οι άνθρωποι των αγορών μπορεί ενίοτε να ξέρουν να διαβάζουν καλά τα νούμερα, αλλά σπάνια διαβάζουν ιστορία, και δη την οικονομική, την ιστορία του χρήματος. Μόνο εκ των υστέρων και όταν επέρχεται ο «Αρμαγεδδών» θυμούνται όλοι τα «Κραχ», τις «φούσκες», τις χρηματιστηριακές φρενίτιδες και καταρρεύσεις, τον «φόβο» και τον «πανικό» των αγορών. Το Κραχ του 1929 και η Μεγάλη Ύφεση, η Μαύρη Δευτέρα (1987), η κρίση των Αποταμιεύσεων και Δανείων στις Η.Π.Α. στη δεκαετία του 1980, η Ασιατική κρίση του 1997, της Ρωσίας το 1998, της Αργεντινής (1999-2002), η πρόσφατη «φούσκα» των στεγαστικών δανείων στις Η.Π.Α., και οι περιπτώσεις της Ισλανδίας, της Ιρλανδίας, και του Ευρωπαϊκού Νότου, είναι μερικά μόνο παραδείγματα ανορθολογισμού των αγορών και συνεπώς της λογικής αντίφασης και άρνησης στην οποία υπέπεσαν και—κατά τα δηλούμενα τους—θα συνεχίσουν να υποπίπτουν, εφόσον δεν (αυτο-)ελέγχονται, οι κυβερνήσεις.

Οι αγορές δεν λογοδοτούν σε κανέναν. Οι αγορές ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις. Είναι ο βασικός ρυθμιστής της πολιτικής. Όσοι υποκλίνονται στην αυθεντία τους εξουσιοδοτούν στην ουσία τις μυστηριακές δυνάμεις της ελεύθερης—απορυθμισμένης—αγοράς που χάρη στο μαγικό άγγιγμα του «αόρατου χεριού» της αυτορύθμισης τραβούν δήθεν τα γκέμια στην αχαλίνωτη κερδοσκοπία. Οι όποιοι ρυθμιστικοί κανόνες θεσπίστηκαν μόνο μετά την κατάρρευση των αγορών και των εθνικών οικονομιών• ποτέ πριν. Συνεπώς, ο πολιτικός ηγέτης, ψεύδεται λογικά, όταν επικαλείται τεχνηέντως, περιστασιακά, και αμαθώς την αυθεντία και την επιστημοσύνη των αγορών. Έτι περισσότερο επειδή αυτός εμπειράται και οι υπόλοιποι πληρώνουμε ακόμα τα επίχειρα των αποφάσεών του. Παθός ναι, μαθός όχι.

Η άτυπη πάλι λέσχη των τιμητών της αγοράς, ορισμένοι επαΐοντες γκουρού-οικονομολόγοι, δημοσιογράφοι του οικονομικού, σπεκουλαδόροι, τεχνοκράτες και ακαδημαϊκοί χαρβαρδιανοί, διαγκωνίζονται για το ποιός θα λιβανίσει πρώτος το κυρίαρχο «παράδειγμα», την ελεύθερη απορυθμισμένη αγορά που πάντα ξέρει καλύτερα από εμάς τους αδαείς. Τον λιβανωτό αυτό όμως λανθάνει η επιβουλή. Δεν είναι win-win περίπτωση η έξοδος στις αγορές υπό καθεστώς ύφεσης. Είναι λεόντειος συμφωνία, όπου ο δανειστής επιφυλάσσει τη μερίδα του λέοντος για τον εαυτό του και είναι έτοιμος «να την κάνει», όταν η βραχυπρόθεσμη «επένδυση» (στοίχημα) δεν αποφέρει τα μέγιστα. Γι’ αυτό και εξανέστησαν οι «επενδυτές» και οι συστημικοί παίκτες έναντι της κατά το πρόσφατο παρελθόν συμφωνίας Γαλλίας και Γερμανίας για συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών στο κόστος σωτηρίας υπερχρεωμένων κρατών. Οι τράπεζες δεν κλείνουν γιατί φροντίζουν να πληρώσουν οι κυβερνήσεις γι’ αυτές, δηλαδή οι πολίτες. Όταν πτωχεύσουν οι κυβερνήσεις, οι τράπεζες είτε αλληθωρίζουν είτε λεηλατούν τους δανειολήπτες.

Οι αγορές έχουν τους κανόνες τους, τον εξής ένα: μυρίζονται μεν το κέρδος, αλλά υπόκεινται σε καθεστώς άρνησης (state of denial) προ της επερχόμενης καταστροφής. Δεν ξέρουν. Ορέγονται όμως και οσμίζονται το θήραμα, ιδίως όταν το τελευταίο υποκύπτει ως εύκολη λεία στην αυθεντία τους.

 

(Μέρος του άρθρου δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 13ης Ιουνίου της «Εφημερίδας των Συντακτών»)