iporta.gr

Οδοιπορικό στην Τήνο [Μέρος β΄], της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

 

 

 

  

 

 

 

 

 

 

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

 

 

 

 

 

 

 

Φίλες και φίλοι,

 

Η πρώτη νύχτα στην Τήνο έδωσε τη σκυτάλη σε μια φωτεινή μέρα, με τον δυνατό αέρα πάντα να μας συντροφεύει. Η πρώτη εξόρμηση, σύμφωνα με τις μελέτες που προηγήθηκαν, με τις πορείες φωτισμένες με χρωματιστό μελάνι πάνω στο αντίγραφο του χάρτη του νησιού θα είναι σχετικά μικρή, επειδή «σήμερα γάμος γίνεται…» με το απαραίτητο γλέντι-φαγοπότι, η δικαιολογία μας να έρθουμε ως εδώ.

 

Η Τήνος με την πρώτη ματιά δίνει την εντύπωση ενός τυπικού, ξερικού κυκλαδίτικου νησιού. Το γυμνό τοπίο, γεμάτο πέτρες, λιγοστό ξεραμένο χώμα και θάμνους τελείως ξερούς, κατακίτρινους σαν στάχυα από την ανυδρία, σε πολλά σημεία άγριο και μοναχικό, με τις πεζούλες (εδώ τις λένε σκάλες) πανταχού παρούσες (πόσος κόπος, αλήθεια να δημιουργηθούν…) εγκαταλειμένες εδώ και χρόνια, μ’ ανατριχιάζει.

Ο φίλος μας κατάγεται από τη Μάνη και σχολιάζει: «Κι εγώ που νόμιζα ότι η Μάνη είναι ξερότοπος…»

Σκέπτομαι ότι τούτος ο τόπος τυράννισε πολύ τους ανθρώπους του για αιώνες, παραμένοντας αφιλόξενος κι ανυπάκουος, ανυπότακτος στις μύριες τους προσπάθειες να τον ημερέψουν και να τον κάνουν να καρπίσει, μέχρι που η Παναγιά τους λυπήθηκε, πήγε να βρει την Πελαγία στον ύπνο της, αποφάσισε να κάνει γνωστό το νησί με την θαυματουργή Της εικόνα και να το σώσει μια και καλή.

Μικροί οικισμοί, πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο, μεγάλες χέρσες εκτάσεις, με κάνουν ν’ αναρρωτιέμαι πόση αντοχή είχαν τα γαϊδουράκια του παρελθόντος για να καταφέρνουν να φέρνουν σ’ επαφή τους ανθρώπους στα ατελείωτα χρόνια που, ή θα πήγαινες με τα πόδια για να γκρεμοτσακιστείς ή θα γκρεμοτσακιζόσουν μαζί με το υπομονετικό ζωντανό- όταν δεν πείσμωνε…

 

Κατευθυνόμαστε στην παλιά πρωτεύουσα, το Ξώμπουργκο. Ένας βράχος πέτρινος, σκληρός και αφιλόξενος υψώνεται μπροστά μας, να τρομάζει από μόνος του τον εχθρό. Το μοναδικό, ιδιαίτερο κάστρο, σχεδόν αόρατο σήμερα, μετά την ολική του ανατίναξη από τους Τούρκους, αμέσως μετά την κατάκτηση του νησιού, είχε κτιστεί στα ριζά του βράχου για πρώτη φορά στα 1207 από τους αδελφούς Ανδρέα και Ιερεμία Γκίζη, κυβερνήτες του νησιού για 183 χρόνια.
Φανταστείτε: το νησί έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1715! (η Ρόδος το 1522, η Κύπρος το 1571, η Κρήτη στα 1669).

 

Έπεσαν πρώτα τα σπουδαία κι αυτό το άσημο τότε, το χωρίς γεωγραφική σημασία, έπεσε πολύ αργότερα και πάλι, μετά από προδοσία ( πολλοί κάνουν λόγο για συμφωνία, αλλά είναι κάτι που θα ψάξω στο μέλλον ).

 

Η καθολική εκκλησία της Ιεράς Καρδίας του Ιησού, εκεί στα ριζά του βράχου, χτισμένη στα 1724 από τους Ιησουϊτες, ήταν αφιερωμένη αρχικά στην Αγία Σοφία. Στα 1895, όταν έγιναν σοβαρές επισκευές από τους Ιησουϊτες μοναχούς, πήρε το σημερινό της όνομα.

 

Είναι μια ωραία έκπληξη και με αφορμή το όνομα, το μυαλό μου πέταξε για λίγο στο Παρίσι, στην φημισμένη, κατάλευκη, τεράστια Ιερά Καρδία (Sacre Coeur) που δεσπόζει στ λόφο της Μονμάρτρης. Ετούτη εδώ είναι μικρή και ταπεινή, δαρμένη από τους αέρηδες του Αιγαίου και λησμονημένη από τους πολλούς.

 

Το άγαλμα του Ιησού, πάνω από το Ηρώο των Πεσόντων Ελλήνων καθολικών κατά τους δύο παγκοσμίους πολέμους, στο προαύλιο, έργο του μεγάλου Τηνιακού γλύπτη Ιωάννη Φιλιππότη το 1950, κερδίζει τις πρώτες εντυπώσεις και βγάζουμε τις απαραίτητες φωτογραφίες.

 

Η εκκλησία, ανοιχτή για όσους θέλουν να εισέλθουν, ήσυχη, διακοσμημένη με τον τρόπο των καθολικών, αλλά και με κάποιες εξαιρετικά ωραίες εικόνες, τελείως ασυνήθιστης τεχνοτροπίας, είναι μια όαση ηρεμίας. Δεν χορταίνω να τη βλέπω και να κοιτώ εναλλάξ τις εικόνες του Ιησού και της Παναγίας, που αναδίνουν γλυκύτητα και τρυφερότητα.

 

Στη συνέχεια επισκεφτόμαστε την Βώλακα. Ένα πανέμορφο χωριό, φιλόξενο, φιλότεχνο, διαφορετικό από όλα τα άλλα, με ένα λιλιπούτειο λαογραφικό μουσείο, που το κρατά ανοιχτό η θέληση και το πείσμα κάποιων γυναικών του χωριού, με στίχους καταξιωμένων ποιητών μας χαραγμένους πάνω σε εξωτερικούς τοίχους σπιτιών, ένα έξοχο υπαίθριο θέατρο-κόσμημα και το συναρπαστικό, μοναδικό φαινόμενο σ’ όλο τον κόσμο των στρογγυλών γρανιτένιων βράχων (αυτοί οι «βώλοι» έδωσαν το όνομά τους στο χωριό) σε διάφορα μεγέθη να σε αφήνει άναυδο.

 

Η απλότητα των κατοίκων, η γνήσια διάθεση εξυπηρέτησης και φιλοξενίας έχει εδώ το σπίτι της. Δεν ξέρω τι μου επιφυλάσσει το νησί, αλλά η Βώλαξ θα μείνει ζηλότυπα φυλαγμένη στην καρδιά μου, αφού κατάφερε να την κάνει να βροντήξει.

 

Καθώς σταμάτησα σε μια άκρη να διαβάσω ένα ποίημα, άκουσα ένα ζευγάρι Γάλλων να αναρρωτιέται τι γράφουν ετούτοι εδώ στους τοίχους, με γράμματα μικρών παιδιών, τακτικά και όμορφα. Τους εξήγησα τι έβλεπαν, τους διάβασα εκείνο το συγκεκριμένο, τους είπα ότι πολλά από αυτά τα ποιήματα έχουν μελοποιηθεί και η έκπληξή τους, ανακατεμένη με τον θαυμασμό στα μάτια τους, μ’ έκανε να αισθανθώ ψηλότερη, υπερήφανη.

 

Είναι ένα κομμάτι της Ελλάδας που σε σηκώνει ψηλά, που διώχνει μακριά τη λάσπη της ευτέλειας και της κακομοιριάς. Ναι, φτάνουν λίγοι στίχοι του Ελύτη, του Γκάτσου, του Βρεττάκου, γραμμένοι με παιδικά γράμματα στους τοίχους των σπιτιών ενός «μικρού, μέγα» τόπου, φτάνει η μελωδία που έρχεται απρόσκλητη και επιθυμητή συνοδός στα χείλη σου, για να σε κάνουν να θυμηθείς ότι «θεμέλιά σου τα βουνά», το Αιγαίο, ο ήλιος και η μαγική ελιά.

 

Διαβάστε εδώ το α’ μέρος