Με αφορμή ένα γάμο βρέθηκα στο Ιερό Νησί για κάτι παραπάνω από μία εβδομάδα.
Συντροφιά με όλων των ειδών τους αέρηδες το γύρισα, το γεύτηκα, το μύρισα και μαγεύτηκα. Στις ενότητες που θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσω να σας παρασύρω, να σας πείσω να πάτε εκεί και να κάνετε τη δική σας εξερεύνηση, αφού τα μάτια της ψυχής μας είναι αλλοιώτικα.
Φτάσαμε με ένα τέταρτο καθυστέρηση, επειδή στο πέλαγος λυσσομανούσαν οι βόρειοι και οι βορειοανατολικοί άνεμοι, δυνατοί, να απειλούν να δέσουν τα πλοία στα λιμάνια και να κυκλοφορούν μόνοι τους, κύριοι κι αφέντες του Αιγαίου. Η δραμαμίνη έκανε το θαύμα που ανέμενα και κατέβηκα στη στεριά χωρίς προβλήματα…
Ήταν πρωί ακόμη, τα δωμάτιά μας δεν ήταν διαθέσιμα και ξεκινήσαμε για μια πρώτη ματιά στη Χώρα, την πρωτεύουσα του νησιού, με τον αέρα να σφυρίζει στ’ αυτιά μου, να μού ανακατεύει τα μαλλιά, να με υποχρεώνει να φορέσω ένα τζίν ζακετάκι. Είναι βίαιος και κρύος, αλλά παραδόξως μ’ ευχαριστεί αφού δεν ιδρώνω, κι ας αγκομαχώ, ας δυσκολεύομαι να περπατήσω. Βάδην μετ’ εμποδίων.
Η χάρη Της είναι άδεια- εννοώ τη γνωστή εκκλησία της Παναγίας της Ευαγγελίστριας-τα σκαλοπάτια της ελεύθερα, επιβλητικά και στρωμένα με κατακόκκινα χαλιά-μοκέτες, και καταφέρνουμε να προσκυνήσουμε χωρίς να περιμένουμε στην,συνήθως, ατελείωτη ουρά. Μυρωδιά θυμιάματος γαργαλά τη μύτη μου, θρησκευτικές μελωδίες ακούγονται από το εσωτερικό του ναού. Γίνεται μια ευχαρηστήρια λειτουργία, μοιράζεται άρτος.
Είναι μια σπάνια ευκαιρία να δω με άνεση το εσωτερικό του ναού, χωρίς να νοιώθω χέρια να με σπρώχνουν για να βρεθώ έξω, πριν το καταλάβω. Και το απολαμβάνω πραγματικά.
Κοιτώ την θαυματουργή εικόνα, η οποία βρέθηκε το 1823, κάθε άλλο παρά ευδιάκριτη από τα μυριάδες τάματα που φέρει, αφήνοντας δύο κενά στο πρόσωπό Της και στο πρόσωπο του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Την έχουν τοποθετήσει σ’ ένα επιβλητικό μαρμάρινο προσκυνητάρι, μπαίνοντας αριστερά. Είναι σπασμένη στα δύο από την αξίνα του εργάτη κατά την εύρεσή της και τραυματισμένη από μια παλιά πυρκαγιά. Τίποτε απ’ αυτά δεν μειώνει τη μεγαλοπρέπεια και το δέος που αισθάνεται κάθε πιστός που πλησιάζει. Η παράδοση θέλει να είναι έργο των χειρών του Αποστόλου Λουκά, αλλά για μένα δεν έχει καμία απολύτως σημασία ποιός την δημιούργησε.
Ολόκληρος ο ναός είναι κατάμεστος από τα τάματα, καμιά γωνιά δεν είναι άδεια και το τέμπλο, εκπληκτικής τέχνης ξυλόγλυπτο με χρυσές λεπτομέρειες, σχεδόν δεν φαίνεται, καθώς τα μάτια γυροφέρνουν λαίμαργα ένα γύρο, αδυνατώντας να εστιάσουν κάπου συγκεκριμένα.
Συνέχεια έχει μια πρώτη εξερεύνηση στο κέντρο της Χώρας και στις γειτονιές της λεγόμενης «παλιάς πόλης», που δεν με ικανοποιεί- δεν βλέπω τίποτε το ιδιαίτερο.
Καθόμαστε για μεσημεριανό σ’ ένα ταβερνάκι που ο ταξιδιωτικός οδηγός μας συστήνει ως το καλύτερο. Μόνο γραφικό είναι, στην αρχή ενός υπερβολικά στενού, πλακόστρωτου δρομίσκου, γεμάτου ταβερνάκια, που κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να στήσουν κάποια λιλιπούτεια τραπεζάκια έξω, στο δρόμο.
Ακόμη και σ’ αυτό το στενάκι ο αέρας ορμά με φόρα και έχει αντιρρήσεις ως προς το αν η σερβιτόρα πρέπει ή όχι να στρώσει εκείνο το χάρτινο τραπεζομάντηλο. Της το παίρνει και το κάνει σημαία για λίγο. Εκείνη αγανακτεί κι εμείς γελάμε…
Διαλέξαμε όλοι κάτι διαφορετικό, αλλά κανείς δεν έμεινε ενθουσιασμένος ( αχ, αυτή η μετριότητα…).
Επιστροφή στο ξενοδοχείο για ύπνο κατά βούληση και ραντεβού το απόγευμα, χαλαρά, χωρίς να πούμε συγκεκριμένη ώρα.
Εγώ ετοιμάζομαι ν’ανοίξω το λάπτοπ. Ο αέρας μ’εκδικείται που τον αψηφώ και το «σήμα» είναι τόσο αδύναμο, ώστε αναγκάζομαι να το κλείσω. Μισοξαπλώνω, παίρνω στα χέρια μου το βιβλίο που έφερα μαζί μου(Κονφιτεόρ, του Ζάουμε Καμπρέ) και το ανοίγω:
«Μέχρι χθές το βράδυ, περπατώντας στους βρεγμένους δρόμους της Βαλκάρκα, δεν είχα καταλάβει ότι το να γεννηθώ σ’ εκείνη την οικογένεια ήταν ένα ασυγχώρητο λάθος».
Η πρώτη πρόταση, η πρώτη τελεία. Υπακούοντας σε δικές μου, ανεξερεύνητες συνήθειες, έβαλα τον σελιδοδείκτη εκεί, στην πρώτη σελίδα, έκλεισα το βιβλίο και μετά τα μάτια μου.
Ναι, εγώ που δεν κοιμάμαι ποτέ τα μεσημέρια, εγώ που πάντα δουλεύω τα μεσημέρια- όπως και τώρα- κοιμήθηκα και ξύπνησα από τις φωνές του φίλου μας που ήρθε να μας πει ότι ένας άλλος φίλος ήταν καθ’ όδόν να μας συναντήσει. Ποτέ μη λες ποτέ. Το ξέρω, δεν το ξέρω;