* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πριν καν κρυώσει το σώμα του, ο Μάκης Ψωμιάδης ανακηρύχθηκε από τους «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» της δημοσιογραφίας και του διαδικτύου ως ο χειρότερος Έλληνας, η επιτομή της μεταπολιτευτικής διαφθοράς, ο Σατανάς με το μουστάκι και με το κομπολόι.
Μόλις ανακοινώθηκε ο θάνατος της Άννας Συνοδινού, οι ίδιοι ακατάσχετοι σχολιαστές άρχισαν να θρηνούν την τελευταία μεγάλη. Να οδύρονται για τον πολιτισμό μας, ο οποίος φτώχυνε οριστικά.
Καταλαβαίνω ότι ζώντος του Μάκαρου δείλιαζαν μάλλον να εκφράσουν δημόσια την άποψή τους. Πώς θα ξαναπερνούσαν από τα δρομάκια της Πλάκας, διακινδυνεύοντας να τους πάρει το μάτι του,ενώ λιαζόταν έξω από την καφετέριά του και οι σερβιτόροι τού έκαναν ποδόλουτρο;
Την Άννα Συνοδινού όμως; Γιατί δεν της απέδωσαν τις τιμές που της άξιζαν όσο βρισκόταν ανάμεσά μας; Πώς και την είχαν λησμονήσει επί δεκαετίες για να τη ανασύρουν μόλις προχθές από τη λήθη και να την κηδέψουν μεθαύριο πανηγυρικά;
Έχει επαναληφθεί εκατοντάδες φορές. Με το που κλείνει τα μάτια του κάποιος διάσημος ή διαβόητος, τα φώτα πέφτουν επάνω του και του χαρίζουν μια προβολή που δεν είχε ποτέ προηγουμένως.
Τηλεοπτικοί ρεπόρτερ με έναν κόμπο στο λαιμό τον ξεπροβοδίζουν για την «γειτονιά των Αγγέλων». Επιζώντες συνάδελφοι του, ανήμεροι ενίοτε ανταγωνιστές του, μεταμορφώνονται σε μοιρολογίστρες. Ποζάρουν κατά την εξόδιο ακολουθία με μαύρα γυαλιά –για να κρύψουν τα δάκρυα- κι έπειτα ξεφουρνίζουν μπροστά στις κάμερες παμπάλαια ή και επινοημένα περιστατικά που αποδεικνύουν πόσο σπουδαίος ήταν ο μακαρίτης. Πόσο κυρίως τους αγαπούσε.
Εάν πρόκειται για αρνητική προσωπικότητα, εκείνοι που τον έτρεμαν ή και τον έγλειφαν, ξεσπαθώνουν ελεύθερα. Όπως ο Καραγκιόζης που όταν αντίκρυσε το καταραμένο φίδι τρυπημένο από το δόρυ του Μεγαλέξαντρου, το σκούντησε πρώτα προσεκτικά για να βεβαιωθεί πως είχε ψοφήσει κι άρχισε έπειτα να το βαράει κατακέφαλα με το παπούτσι του θριαμβολογώντας, λες κι είχε ο ίδιος απαλλάξει τον κόσμο από την κακοποιό δράση του ερπετού.
Αναμενόμενα όλα τα παραπάνω. Ενδεικτικά της ευμετάβλητης και άκρως μελοδραματικής εθνικής μας ιδιοσυγκρασίας. Για αυτό και ο Μάνος Χατζιδάκις, για να αποφύγει τον τραγέλαφο γύρω απ’το φέρετρό του, είχε διατάξει να κρατηθεί μυστική η ώρα και ο τόπος της κηδείας του.
Για άλλο με πιάνει εμένα το παράπονο: Ξέρω τουλάχιστον δέκα ανθρώπους για τους οποίους θα στοιχημάτιζα ότι ευθύς μετά τον θάνατό τους θα ανακηρυχθούν «σπουδαίοι Έλληνες», «απάτητες κορυφές», «που ο λόγος τους μας λείπει», «που αν ζούσαν σήμερα, η πατρίδα δεν θα’χε πέσει τόσο χαμηλά…» Και όμως, σήμερα που ζουν και δρουν, δεν προφταίνουν να αποκρούουν τα εχθρικά –μα και τα φίλια- βέλη.
Έτσι συνέβαινε ανέκαθεν. Ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν διηύθυνε το θρυλικό πλέον Τρίτο Πρόγραμμα, είχε υποστεί πρωτοφανή διασυρμό, Ο Καραγάτσης έκανε συλλογή από αρνητικές κριτικές. Η «Στέλλα» του Κακογιάννη είχε -στην πρώτη προβολή της- κατακρεουργηθεί από μεγάλη μερίδα του τύπου σαν ένα φτηνό, δήθεν, μελόδραμα, που υμνεί τον υπόκοσμο και ηρωοποιεί τα γύναια…
Ο Χρόνος, θα μου πείτε, είναι ο δικαιότερος κριτής. Επανορθώνει τις αδικίες. Βάζει τα πράγματα στη θέση τους.
Ο Χάρος, θα αντιτείνω, είναι ο καλύτερος διαφημιστής. Σε καθιστά απόντα, άρα ακίνδυνο. Οι «τα φαιά φορούντες» σε υμνούν ελεύθερα, χωρίς να ανησυχούν μήπως το πάρεις πάνω σου και δεν μπορούν πλέον να σου σφίξουν τα λουριά. Δίχως να τρέμουν το χλευαστικό σου γέλιο.
Έχουν ιδίως την άνεση να σε φέρνουν στους νεότερους ως αξεπέραστο παράδειγμα. «Ό,τι κι αν κάνετε, δεν θα τον φτάσετε!» να ισχυρίζονται χαιρέκακα.
«Διότι εσείς, όσο ταλέντο και αν έχετε, κυκλοφορείτε ακόμα στην αγορά» εννοώντας. «Ενώ εκείνον τον έχουμε κλείσει σε λαμπρό, τριπλοσφραγισμένο
μαυσωλείο.»
* Το εκάστοτε άρθρο απηχεί στις απόψεις του συντάκτη του.
iPorta.gr