iporta.gr

Ο Χάρος και το …Χάος (επισόουντ 5 παρτ 1), του Χάρου Χάρου

 

Είδα τον Χάρο με τα μάτια μου (δε τι-βι σίριες)- Ο Χάρος και το …Χάος (επισόουντ 5 παρτ 1)

 

Κι εκεί που είμαι αραγμένος, έχω φτιάξει ποπ κόρν κι ετοιμάζομαι να δω το πολυαναμενόμενο καινούργιο επεισόδιο από το Game of Thrones, ακούγεται μια έκρηξη έξω στην προβλήτα! Πετάγομαι ο μαύρος με τα σώβρακα, βγαίνω από τη βάρκα και τι να δω; Ο παππούς Χάος παρέα με το άλλο το κέρατο το βερνικωμένο, τον Πάνα. Έχουν σκάσει στα γέλια τα σκατόπαιδα, συνεχίζοντας να πετούν δυναμιτάκια στους κάδους απορριμμάτων. Αφού χόρτασαν φασαρία -μου ξεσήκωσαν και το σκύλο μου τον Κέρβερο- ο Πάνας καβαλάει μια Harley («Να πας να κάνεις τις μαλακίες σου στο Charming Town, ηλίθιε!», του φώναξα καθώς απομακρυνόταν) και μου μένει αμανάτι ο παππούς με κάτι βαλίτσες στο χέρι, χαμογελώντας σαν μικρό παιδί που ετοιμάζεται να φάει το πρώτο του παγωτό για το καλοκαίρι.

«Ήρθα», μου ανακοινώνει. «Η γιαγιά σου ξεκίνησε το εαρινό καθάρισμα στο σπίτι και με έδιωξε», είπε τακτοποιώντας τα ξυριστικά του στο μπάνιο.
«Ναι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι σου είπε να έρθεις εδώ», προσπάθησα να αστειευτώ, ενώ ήδη φρικάριζα που έβαζε την άσπρη τη νυχτικιά με το σκούφο του και βολευόταν στο κρεβάτι μου, ξεκινώντας να τρώει τα ποπ κορν ΜΟΥ.

«Εεε;».

Α. Ναι. Δεν σας ενημέρωσα. Το καμάρι μου βαρυακούει κατά βούληση.

«ΛΕΩ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΗΓΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ ΣΟΥ;».

Ανασήκωσε τους ώμους του.

«Ε, κι η μάνα σου τα ίδια κάνει. Εδώ θα έχω την ησυχία μου», έχοντας καταβροχθίσει το ποπ κορν ΜΟΥ σε χρόνο dt, κουκουλώνεται σαν τον Παπαγιαννόπουλο στο Τζένη-Τζένη και κλείνει το φως. «Άντε, όνειρα γλυκά».

Στην τηλεόραση βλέπω τους τίτλους αρχής. Δεν πειράζει, λέω μέσα μου, θα το δω με ακουστικά. Ξεκινάει ο δικός σας ένα ροχαλητό που κυριολεκτικά ανασταίνει και νεκρούς. Βλέπω κλήση του Θεού στο κινητό και βλαστημάω την τύχη μου.

«Έλα, boss».

«Πες μου ότι δεν σου έχει έρθει επίσκεψη ο παππούς σου».

«Δεν σου έχει έρθει επίσκεψη ο παππούς σου».

«Δεν πιστεύω να τον πάρεις μαζί σε κανένα δρομολόγιο! Θυμάσαι τι είχε γίνει τις προάλλες».

«Από πότε θεωρείται έγκλημα το να φυτέψει κανείς δυο χόρτα στου παράδεισου την πόρτα;», πήρα το αθώο μου ύφος.

«Από τότε που αποφάσισε ο παππούς σου να τα πλασάρει σαν οικολογικό καπνό Θεσσαλίας και να τα καπνίσει μαζί με τον Άγιο Πέτρο. Ένα χρόνο έκανα να συνεφέρω το μαγαζί. Μου το είχαν κάνει Κόλαση εδώ μέσα! Παραλίγο να με τρέχει στα δικαστήρια ο άλλος ότι του αντιγράφω το franchise».

«Και τι να τον κάνω; Ο Διάολος ούτε να τον ακούσει δεν θέλει. Μεγάλος άνθρωπος είναι, να τον αφήσω στο δρόμο; Η Νικολούλη ακόμα αργεί να έρθει. Πώς θα τον βρω μετά αν μου χαθεί;»

Έπαιξα εκ του ασφαλούς το χαρτί της φιλευσπλαχνίας και αυτό το ήξερε ο Μεγάλος. Έτριξε τα δόντια του.

«Δεν θα περάσει έτσι αυτό! Θα μιλήσω με τον Διάολο».

«Καλά. Όταν τα βρείτε, ενημερώστε με», απάντησα εκνευρισμένος και σίγουρος ότι στο συγκεκριμένο θέμα δεν θα τα έβρισκαν ποτέ.

Αφέθηκα να τον παρατηρώ λίγο την ώρα που κοιμόταν. Λίγο σάλιο έτρεχε πάνω στο μαξιλάρι ΜΟΥ. Ταυτόχρονα θυμήθηκα ότι εκείνος μου είχε καθαρίσει τα πρώτα μου αμύγδαλα. Μου είχε μάθει να εξημερώνω γατιά και σκυλιά. Να πιάνω τζιτζίκια χωρίς να τα λιώνω. Να ξεχωρίζω την καλή τεκίλα, τα κανονικά βυζιά από αυτά της σιλικόνης. Πώς μπορεί αυτός ο παππούς να είναι αξιολάτρευτος και ταυτόχρονα τόσο τσογλάνι του κερατά;

Όταν ξύπνησα το πρωί, εννοείται χωρίς να έχω καταφέρει να δω το επεισόδιο που τόσο επιθυμούσα, αντίκρισα τον παππού να φοράει έναν από τους μαύρους χιτώνες μου και να κραδαίνει με το ένα χέρι το κουπί και με το άλλο το δρεπάνι μου.

«Ρε παππού, τι κάνεις;», τον ρώτησα μέσα στη ντάγκλα του ύπνου. «Τα φάρμακα σου τα πήρες;»

«Χέσε τα φάρμακα! Άντε να ντυθείς! Ετοιμάσου, κόσμε! Ξεκινάμε για δουλειά!», είπε χοροπηδώντας σαν κατσίκι πάνω στην πλώρη και τότε παρατήρησα ότι δεν φορούσε σώβρακο κάτω από τον χιτώνα.

Του μπι κοντίνιουντ…

 

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας!