Είδα τον Χάρο με τα μάτια μου (δε τι-βι σίριες) – Ο Χάρος και ο Μέγας Αλέξανδρος (επισόουντ 15)
Μία από τις ελάχιστες απολαύσεις που μπορώ να διατηρώ κατά καιρούς, είναι η συναναστροφή μου με διάσημους νεκρούς. Σας διαβεβαιώνω ότι στον Κάτω Κόσμο είναι στα καλύτερα τους.
Καθόμουν λοιπόν τις προάλλες σε ένα αλλοπρόσαλλο πηγαδάκι.
«Ακούσατε τις φήμες για τον τάφο που ανακαλύφθηκε;», έβαλε την ερώτηση στο «τραπέζι» η Μαρία Κάλλας.
«Για την Αμφίπολη λες, χρυσή μου;», τη ρώτησε με το αιώνιο μπλαζέ του ύφος ο Λόρδος Βύρωνας.
«Exactement!», χαμογέλασε εκείνη με νόημα. «Λένε ότι είναι του Μεγάλου Αλεξάνδρου.»
«Τρίχες, αγαπητοί μου φίλοι!», σχολιάζει από μία γωνία καπνίζοντας ευλαβικά την πίπα του ο Αριστοφάνης.
«Μα pourquoi pas, monsieur Aristofanis?», τον ρωτά με έκπληκτο ύφος η Μαρία.
«Μωρή, ακόμα και πεθαμένη γαλλικά θα μιλάς;», την πειράζει εκείνος και γελούν μαζί παιχνιδιάρικα. «Δεν ξέρω. Πες το απλώς προαίσθημα.», καταλήγει στο τέλος
«Αν λάβουμε υπόψιν μας τις ιστορικές πληροφορίες και τα αποτελέσματα των ερευνών, δεν απορρίπτεται εντελώς το ενδεχόμενο να είναι ο τάφος του.», σχολιάζει ο Ησίοδος.
Στρίβω ένα τσιγάρο και χαμογελώ ενώ τους ακούω να συζητούν. Μοιάζουμε σαν ένα τσίρκο τεράτων κλεισμένοι σε ένα άσυλο ψυχικά ασθενών.
Ακολούθησε μια εκκωφαντική σιωπή. Περίεργος σήκωσα το κεφάλι μου και τους αντίκρισα να με κοιτούν με χαμόγελα αναμονής.
«Τι έγινε, ρε παιδιά; Με ερωτευτήκατε όλοι μαζί και δεν ξέρετε ποιος θα με πρωτοδοκιμάσει;», τους πειράζω και γελούν.
«Προς τι το προηγούμενο μειδίαμα σας, αγαπημένε μας Χάρε;», ρώτησε παιχνιδιάρικα ο Αριστοφάνης.
Δεν λες ποτέ σε πεθαμένους ότι μοιάζουν με τέρατα κλεισμένα σε τρελοκομείο. Κανόνας και αξίωμα μαζί.
«Νομίζω ότι συμφωνώ με εσάς, αγαπητέ μας σατυρικέ ποιητή.», λέω και ανάβω το τσιγάρο μου.
«Τι σας κάνει να το πιστεύετε αυτό; Μην μου πείτε και εσείς, αγαπητέ μεταφορέα των ψυχών, ότι το προαισθάνεστε!», απλώνει τα χέρια του σαν να θέλει να αγκαλιάσει το κοινό του ο Ησίοδος.
«Ας το πάρουμε λογικά. Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε κάπου στην Βαβυλώνα λίγο πριν την έναρξη του περίπλου της Αραβίας και την εξερεύνηση των ακτών της Βόρειας Αφρικής. Θεωρείτε ότι θα διακινδύνευαν τη σωρό του σημαντικότερου άνθρωπου εκείνης της εποχής, μόνο και μόνο για να ταφεί πίσω στα πατρικά του εδάφη;», τους ρωτώ χαμογελώντας ευγενικά.
«Μα δεν θα ήθελε να τον δοξάσουν και μετά θάνατον; Ήδη τον λάτρευαν τότε.», σχολίασε η Κάλλας.
«Ναι, αξιολάτρευτη μου ντίβα, μα πλέον ήταν νεκρός. Αλλάζουν τα δεδομένα στον ζωντανό κόσμο όταν πάψεις να ζεις. Ειδικά όταν πρόκειται για έναν μεγάλο στρατηγό και κατακτητή. Εσείς ήσασταν ένα καλλιτεχνικό πλάσμα που όλοι σας λάτρευαν και θα σας λατρεύουν. Τον Αλέξανδρος όμως; Μήπως ο φθόνος και η θέληση για εκδίκηση τότε, να γιγαντώνονταν εναντίον του στη θέα ενός ανυπέρβλητου μαυσωλείου; Μήπως ο ίδιος το προείδε, έξυπνος όπως ήταν κι αποφάσισε τη μυστική ταφή του, ίσως και καύση του για να αποφύγει τη σύληση του νεκρού σώματος του και της υστεροφημίας του;», ολοκλήρωσα την σκέψη μου.
Όλοι κοιτάξαμε πέρα στα υπέροχα λιβάδια που απλώνονταν χρυσά και σμαραγδένια. Ένας υπέροχος και δυναμικός καλπασμός ακούστηκε. Τον είδαμε πάνω στον αγαπημένο του φίλο. Μεγαλειώδεις κι οι δυο τους.
«Είναι όμως λίγο ψώνιο.», σχολίασε χαμογελώντας πονηρά ο Αριστοφάνης.
«Αν είχα κατακτήσει τον τότε γνωστό κόσμο, θεωρώ πως κι εγώ θα ήμουν λίγο.», αποκρίθηκε ο Βύρωνας λίγο αυτάρεσκα.
«Αγαπητέ μου, εσείς είχατε κατακτήσει τον τότε γνωστό γυναικείο κόσμο.», χαμογέλασε φλερτάροντας η Μαρία.
«Χωρίς να έχω την τύχη να κατακτήσω εσάς, ma Chérie!», φίλησε χαμογελώντας πονηρά το χέρι της ο ερωτιάρης Λόρδος.
«Έι! Μέγα Στρατηλάτη! Φήμες λένε ότι βρήκαν τον τάφο σου! Τι λες;», του φώναξα κουνώντας το χέρι μου σε χαιρετισμό.
Ύψωσε το χέρι του σε ανταπόδοση του χαιρετισμού και μου χαμογέλασε με το γνωστό σπινθηροβόλο βλέμμα του.
«Μόνο ο καλύτερος θα μπορούσε, ω Χάρε! Δυστυχώς ο νέος κόσμος έχει αξιοσημείωτη έλλειψη τέτοιων ανθρώπων. Εκτός κι αν τους το μαρτύρησες εσύ.», χαμογέλασε συνωμοτικά.
Ένωσα τα χέρια μου σε προσποιητή προσευχή κι ένα τεράστιο δαχτυλίδι καπνού από το τσιγάρο μου, σχημάτισε πάνω από το κεφάλι μου ένα φωτοστέφανο.
Μας χαιρέτισε με χάρη κάνοντας τον Βουκεφάλα να σταθεί στα δύο πισινά του πόδια και κάλπασε στον ορίζοντα.
«Το ήξερα ότι σου το έχει εκμυστηρευτεί!», μου χαμογέλασε η Μαρία.
«Έχει όμως στυλ!», παρατήρησε ο Βύρωνας.
«Όλοι οι διάσημοι έχουμε!», πρόσθεσε ο Αριστοφάνης κλείνοντας το μάτι στη Μαρία.
«Λίγοι όμως γίνονται θρύλοι.», ολοκλήρωσε ο Ησίοδος κοιτάζοντας μαζί μας τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Βουκεφάλα να χάνονται πέρα στον χάλκινο ορίζοντα.
Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.