iporta.gr

Ο Χάρος και ο Λάζαρος (επισόουντ 9), του Χάρου Χάρου

Είδα τον Χάρο με τα μάτια μου (δε τι-βι σίριες) – Ο Χάρος και ο Λάζαρος (επισόουντ 9)

Τον είδα που λέτε στην προβλήτα που έχω δέσει την βάρκα και περιμένω τους επιβάτες μου να επιβιβαστούν. Τον τελευταίο καιρό έχω πολλή δουλειά κι είμαι λίγο εκνευρισμένος μαζί σας.

Είχε το βλέμμα του ανθρώπου που ξέρεις ότι σε γνωρίζει, μα ταυτόχρονα ξέρει ότι κι εσύ τον γνωρίζεις. Τον πλησίασα διστακτικά. Όσο πλησίαζα, μου χαμογελούσε ακόμα πιο πλατιά. Σοκαρίστηκα όταν τον είδα από κοντά. Ο χρόνος δεν είχε περάσει από πάνω του. Μόνο τα ρούχα του ήταν διαφορετικά. Τούτης της εποχής.

«Πού είσαι, βρε Λάζαρε;», του λέω πηγαίνοντας κοντά του.

«Με ξέχασες.», μου λέει με ένα πλατύ χαμόγελο.

Δεν τον αγκαλιάζω, επειδή δεν είναι η ώρα του.

«Μη λες βλακείες, ρε. Αφού σε πήρα…», κολλάω. «…Δεν σε ξαναπήρα;», τον ρωτώ.

Κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.

«Γαμώ την γραφειοκρατία μου μέσα. Γιατί δεν ήρθες νωρίτερα;», τον ρωτώ.

Χαμογελά με σοφία και γλυκύτητα.

«Επειδή περνούσα καλά. Ξέρεις πολλούς ζωντανούς που περνούν καλά και θέλουν να πεθάνουν;»

«Ε όχι. Αλλά κι εσύ το παραξήλωσες.», τον πειράζω.

«Τώρα είμαι έτοιμος.», μου λέει αποφασιστικά λες και θα πάμε για καφέ.

Παίρνω τηλέφωνο τον Διάολο. Μου απαντά πως δεν τον έχει στη λίστα του. Παίρνω τηλέφωνο τον Θεό. Απορεί που ακόμα είναι ζωντανός. Ο Χριστός κάπου τρέχει και δεν έχει ιδέα. Τους έχω βάλει σε ανοιχτή ακρόαση όλους μαζί και τους κράζω.

«Ρε, πάτε καλά; Ο άνθρωπος θέλει να πεθάνει και δεν τον βρίσκετε στη λίστα;»

«Ε γιατί του κακόπεσε ο χρόνος που πέρασε; Μια χαρά τον βλέπω.», λέει ο Διάολος και μου το κλείνει στα μούτρα.

«Κι άλλοι άνθρωποι επιθυμούν να πεθάνουν κι είναι σε χειρότερη κατάσταση από τον φίλτατο Λάζαρο.», μου λέει ο Θεός και μου το κλείνει πιο ευγενικά.
Ο Λάζαρος με κοιτάζει χαμογελαστός που βρίζω Θεούς και Διαβόλους.

«Κάνανε τη δουλίτσα τους τα λαμόγια και τώρα μου το παίζουν θείτσες!»

«Ε μια ζωή οι από πάνω αυτό δεν κάνουν; Θα ήθελα να ξεκουραστώ πάντως. Με κούρασαν οι άνθρωποι.», μου λέει σκεπτικός.

«Τώρα μου γίνεσαι γλυκανάλατος. Γκρινιάζεις εσύ με 2.000 χρονάκια περίπου. Εγώ τι να πω; Καλοί είναι οι άνθρωποι, μωρέ. Απλώς υπάρχουν και μερικοί μαλάκες για να μας κάνουν να τους αντιπαθούμε.»

«Δεν σε πειράζουν οι πόλεμοι; Υποτίθεται ότι έχουν αναπτυχθεί πνευματικά και τεχνολογικά. Αντί αυτού σφάζονται ακόμα μεταξύ τους.», μου λέει θλιμμένος.

«Αν είχαν όντως αναπτυχθεί όπως λες, δεν θα σκοτώνονταν μεταξύ τους, Λαζαράκο μου. Τους δίνουν ένα μαγικό μαραφέτι ήτοι μια τηλεόραση, ένα κινητό, ένα βιντεοπαιχνίδι, έναν υπολογιστή, ένα ξεροκόμματο ουσιαστικά για να χαζέψουν και δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Δεν έχουν αναπτυχθεί. Τους έχουν γυρίσει πίσω. Μα τους αρέσει η πλάνη γιατί είναι ρομαντικά πλάσματα.

Ποια Γάζα και ποια τενεκεδούπολη μπορεί να τους ξυπνήσει όταν έχουν εκπαιδευτεί χρόνια να βλέπουν πολέμους και δυστυχίες μπροστά από την τηλεόραση τους τρώγοντας σαν ύαινες; Δεν θα έπρεπε να κουράζεσαι. Θα έπρεπε να τους λυπάσαι και να προσπαθείς να τους ξυπνήσεις. Όσο σε ξεχνούν ακόμη οι από πάνω, έχεις δύναμη.»

Με άκουγε σιωπηλός. Άρχισε σιγά σιγά να κουνά καταφατικά το κεφάλι του. Μου χαμογέλασε πλατιά, σήκωσε το χέρι σε αποχαιρετισμό και τον είδα να απομακρύνεται.

Δεν ξέρω αν θα μπει στη διαδικασία να σας ταρακουνήσει ή να σας γιατρέψει. Είναι όμως καλό παιδί ο Λάζαρος. Μα είναι άνθρωπος κι αυτός σαν κι εσάς. Ίσως να μην χρειάζεστε Θεούς και Διαβόλους για να σώσετε τους εαυτούς σας και τους συνανθρώπους σας. Ίσως να χρειάζεται να τους βρείτε μέσα σας, ώστε να μπορέσετε να τους βγάλετε και προς τα έξω σας.

Ό,τι κι αν συμβεί εγώ θα συνεχίσω να πιστεύω σε εσάς. Εξάλλου ανακαλύψατε τις τέχνες, τις επιστήμες, Διάολε (ε παράτα με, Αφεντικό!), τα κεφτεδάκια, το ούζο και το παστίτσιο. Δεν μπορεί… κάτι καλό θα σας απέμεινε.

 

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας.