iporta.gr

Ο τρίτος δρόμος, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Γιάννης Καραχισαρίδης

Ο Τρίτος Δρόμος

Η μέρα της μαρμότας. Στα πέντε χρόνια της κρίσης ζήσαμε τρεις φορές τα ίδια ακριβώς γεγονότα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και την ίδια διαδοχή. Και οι τρεις κυβερνήσεις της κρίσης, του Παπανδρέου, του Σαμαρά και του Τσίπρα ξεκίνησαν αντιμνημονιακές και κατέληξαν με μνημόνιο. Και οι τρεις κτύπησαν το χέρι στο τραπέζι και μετά υπέκυψαν για το καλό της χώρας, όπως δήλωσαν. Και οι τρεις υπερασπίστηκαν κάποιου είδους εθνική αξιοπρέπεια και στο τέλος υπέγραψαν. Η ίδια ακριβώς εικόνα, η ίδια διαδικασία, το ίδιο αφήγημα. Κι όμως, αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο ποτέ δε το συζητάμε. Στεκόμαστε μόνο στο τελικό αποτέλεσμα. Δηλαδή στα μνημόνια, που είναι μάλιστα και πανομοιότυπα. Τα οποία με εμμονικό τρόπο, αλλά δίκαια, βιαζόμαστε να τα ξεφορτωθούμε. Έχοντας όμως στο νου μας αποκλειστικά αυτή την έγνοια, δε περισσεύει σκέψη για να αντιληφθούμε ότι ζούμε τη μέρα της μαρμότας. Μια φωτοτυπημένη εμπειρία για τρίτη φορά, αλλά και τελευταία. Γιατί εδώ τελειώνει και η μέρα της μαρμότας. Για τον απλούστατο λόγο, ότι η κυβέρνηση της αριστεράς είναι και η τελευταία αντιμνημονιακή εφεδρεία. Το πολιτικό μας σύστημα, δεν διαθέτει άλλο κομματικό σχηματισμό που να είναι σε θέση να επαναλάβει το ίδιο γαϊτανάκι. Κι έτσι είμαστε έτοιμοι, μόλις ξεδιαλύνει η άμεση επικαιρότητα, να μπούμε σε μια νέα περίοδο. Με παντελώς άγνωστα χαρακτηριστικά.

 

Το μεγάλο μπέρδεμα. Όλοι θέλουν να διορθώσουν τα λάθη του παρελθόντος που μας έφεραν ως εδώ. Όλοι ζητάνε ανάπτυξη, κυνήγι της διαφθοράς και δραστική μείωση της γραφειοκρατίας. Γι’ αυτό και όλοι διατυμπανίζουν μεταρρυθμίσεις. Ταυτόχρονα όμως κανείς δε θέλει να αλλάξει απολύτως τίποτα. Γιατί προνόμια και στρεβλώσεις του παρελθόντος έχουν στενά συνδεθεί με πολυπληθείς κοινωνικές ομάδες. Όλα αυτά συνέβαιναν και μέχρι το 2009. Ρητορεία για μεταρρυθμίσεις προεκλογικά και μετά τις εκλογές μηδέν στο πηλίκο. Μ’ αυτή την ανακολουθία είχαμε όλοι βολευτεί. Και ξαφνικά εμφανίστηκε ο απρόβλεπτος παράγοντας. Η κρίση και η χρεοκοπία. Κι έτσι προέκυψε το μεγάλο μπέρδεμα. Συνεχίσαμε τις εξαγγελίες, συνεχίσαμε και την απραξία. Αλλά τώρα με δανεικά λεφτά και με το μάτι των δανειστών να μας παρακολουθεί άγρυπνο. Οι κατά περίσταση κυβερνώντες υποτάσσονταν αντιστεκόμενοι. Και οι εκάστοτε αντιπολιτευόμενοι είχαν το ελεύθερο να λένε ότι θέλουν ανέξοδα. Μέχρι να έρθει κι η δική τους σειρά για την καρέκλα της εξουσίας. Μέσα σ’ αυτή την ανακατωσούρα κατέφθασε η εποχή της αντίστασης και των κόκκινων γραμμών. Επί πέντε ολόκληρα χρόνια αντισταθήκαμε με κάθε τρόπο. Όλοι μαζί. Κι αυτοί που υπέγραψαν μνημόνια κι αυτοί που τα κατήγγειλαν. Ο καθένας με τον τρόπο του. Αντισταθήκαμε με υπεκφυγές, με αναβλητικότητα και με ότι άλλο μπορούσαμε να σκαρφιστούμε. Και στο τέλος ούτε τα κεκτημένα του παρελθόντος δε μπορούσαμε να διατηρήσουμε, ούτε κι ένα διαφορετικό μέλλον να δημιουργήσουμε. Το μόνο που πετύχαμε ήταν μια νέα τερατογένεση. Στρεβλώσαμε ακόμα πιο πολύ τον κοινωνικό μας σχηματισμό, μετατρέποντας την ίδια τη χώρα μας σε μια αφιλόξενη πατρίδα. Σ’ αυτό το πρωτόγνωρο περιβάλλον βυθιστήκαμε σε ένα είδος συλλογικής κατάθλιψης. Παλινδρομώντας μέσα σε ένα περίκλειστο και πλαστό δίλημμα. Που μόνοι μας κατασκευάσαμε. Μνημόνιο ή ρήξη.

Τα ισοδύναμα. Όταν η τρόικα επισήμαινε στην Ιρλανδία ότι έπρεπε να αυξήσει τους φόρους για να βελτιώσει τα κρατικά έσοδα, οι Ιρλανδοί αρνήθηκαν. Πίστευαν ότι αυξάνοντας τη φορολογία, ειδικά στις επιχειρήσεις, θα έβαζαν φρένο σε οποιαδήποτε προοπτική ανάπτυξης. Έτσι λοιπόν, χωρίς φασαρίες, καυγάδες και μεγαλοστομίες, μόνοι τους βρήκαν τα ισοδύναμα και προχώρησαν. Με την απόλυτη συμφωνία της τρόικας. Τα «ισοδύναμα» είναι μια λέξη που την ακούμε συχνά, αλλά της δίνουμε ελάχιστη σημασία. Κι όμως, είναι η λέξη κλειδί που επιβεβαιώνει την εθνική μας ανεξαρτησία. Αυτό δηλαδή, που όλοι φωνασκούμε ότι μας έκλεψε η τρόικα. Όσοι γελάνε μ’ αυτή τη διαπίστωση, ας ξανακοιτάξουν τα δεδομένα. Οι δανειστές μόνο ένα αίτημα είχαν πάντα. Να κρατάμε τον κρατικό προϋπολογισμό στο ύψος που αμοιβαία συμφωνούσαμε. Αυτή ήταν η μοναδική συμφωνία από την αρχή και σε κάθε φάση της κρίσης. Και το να μην έχουμε πια ελλείμματα μάς έβρισκε όλους σύμφωνους. Όλα τα κόμματα και όλους τους πολίτες. Μετά όμως άρχιζαν τα δύσκολα. Γιατί ο τρόπος για να πετύχουμε αυτό το στόχο ήταν δική μας ευθύνη. Όχι της τρόικας. Αλλά δική μας. Η τρόικα το μόνο που έκανε ήταν να ελέγχει τη φερεγγυότητα των δικών μας προτάσεων. Με άλλα λόγια τα μνημόνια γράφτηκαν με το δικό μας μολύβι. Εμείς γεμίζαμε τις σελίδες με τις δικές μας επιλογές. Το ίδιο ακριβώς δεν έκανε και τώρα η κυβέρνηση της αριστεράς; Δε γέμισε 47 σελίδες με προτάσεις; Ίδιες κι απαράλλαχτες με τις προτάσεις των προηγούμενων. Οριζόντιες περικοπές – για να μη θιγούν τα προπατορικά και κεκτημένα προνόμια. Εκείνα που χρόνια τώρα ήταν δεμένα με ατσάλι. Και φόροι. Όσο γίνεται περισσότεροι. Η επινοητικότητα μας σ’ αυτό τον τομέα αξίζει ένα Νόμπελ. Εμπνευστήκαμε κάθε είδους φόρο, γιατί εκεί δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές. Κι όταν η τρόικα μας επέστρεφε τις προτάσεις μας γιατί είχαν αυθαίρετους υπολογισμούς, τι μας ζητούσε; Να προτείνουμε άλλα ισοδύναμα. Εμείς, όχι αυτοί. Για τον απλούστατο λόγο ότι είμαστε μια ανεξάρτητη δημοκρατική χώρα. Κι εμείς τι κάναμε; Προτείναμε κι άλλη αύξηση των φόρων για να ολοκληρώσουμε την τερατογένεση.

Καθόμαστε σε λάθος τραπέζι. Σήμερα το 30% του συνολικού πληθυσμού μας λαμβάνει σύνταξη. Επί πλέον, αυτή τη στιγμή, άλλοι 150.000 συμπολίτες μας έχουν θεμελιώσει προνομιακό δικαίωμα και ανυπομονούν να βγουν σε πρόωρη σύνταξη. Αυτό είναι το δικό μας φάρμακο. Που εμείς, μόνοι μας, εφηύραμε για να σώσουμε τη χώρα. Κι αυτό το φάρμακο περιέχει τουλάχιστον δύο υλικά θανατηφόρα. Το ένα είναι ένας απέραντος στρατός συνταξιούχων που με τις συντάξεις να μπορεί να τρέφει έναν απέραντο στρατό ανέργων. Και το δεύτερο συστατικό είναι μια υπόγεια φυλακή όπου έχουμε κλειδαμπαρώσει την επιχειρηματικότητα. Με δεσμοφύλακες τους φοροσυλλέκτες, τους γραφειοκράτες και τους νομοπαρασκευαστές. Και δυστυχώς η επεξεργασία του φάρμακου έγινε σε εγχώρια εργαστήρια. Που είχαν ξεχωριστές πτέρυγες. Για σοσιαλιστές, για φιλελεύθερους και για αριστερούς. Όλοι το ίδιο φάρμακο. Γι’ αυτό κι είναι και αυτονόητη η κινητικότητα στα κόμματα που μας κυβέρνησαν. Ας μη γελιόμαστε. Κι ας τελειώνουμε με την υποκρισία που ηθελημένα ή αθέλητα είμαστε υποχείρια της. Πέντε χρόνια καθόμαστε σε λάθος τραπέζι. Με τους λάθος ανθρώπους διαπραγματευόμαστε. Κανονικά οι δανειστές ούτε καν στα ψιλά γράμματα της επικαιρότητας δεν έπρεπε να υπήρχαν. Μαζί τους η διαπραγμάτευση θα έπρεπε να κρατάει το πολύ μισή ώρα. Η αληθινή διαπραγμάτευση θα έπρεπε να γίνεται εντός των πυλών. Αλλά όσοι εδώ και καιρό μιλάνε για εθνική συνεννόηση, εννοούν ένα κοινό μέτωπο πάλι απέναντι στους δανειστές. Προσκλητήριο για να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι δημοκρατικές δυνάμεις με θέμα την ίδια τη χώρα δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Κι εδώ είναι που χρειάζονται οι σκληρές διαπραγματεύσεις. Όχι τίποτα επιτροπές που θα ξοδεύουν το χρόνο τους σε αερολογίες. Και φυσικά όχι πολιτική διαπραγμάτευση. Πολιτικά όλοι έχουμε συμφωνήσει. Θέλουμε λειτουργικό κράτος, λιγότερη γραφειοκρατία, πάταξη της διαφθοράς, επιτάχυνση της δικαιοσύνης, ανάπτυξη και καινοτομίες. Η πολιτική διαπραγμάτευση έχει τελειώσει. Η ατζέντα είναι έτοιμη. Τώρα αυτό που χρειάζεται είναι τα τεχνικά κλιμάκια. Με γνώσεις, στόχο, διαφάνεια και χρονοδιαγράμματα. Ώστε στο τέλος να καταλήξουμε πώς θέλουμε να είναι η χώρα μας. Και να συμφωνήσουμε και στο ειδικό, όχι μόνο στο γενικό. Γιατί καλή είναι η επικεφαλίδα. Αλλά κάποτε θα πρέπει να γράψουμε και ολόκληρη την παράγραφο. Να βάλουμε επιτέλους στο τραπέζι των δικών μας διαπραγματεύσεων τις εξαγγελίες δεκαετιών. Τις εξαγγελίες τόσων πολλών κυβερνήσεων, που τις πήρε ο άνεμος και η λήθη.

Η υπόκωφη βοή του επερχόμενου. Η συμφωνία μπορεί να είναι επώδυνη ή αξιοπρεπής. Μπορεί να μη γίνει τώρα, αλλά να γίνει αργότερα. Μπορεί το πιστωτικό γεγονός να μας αναστατώσει. Μπορεί και να μη συμβεί. Μπορεί να έχουμε εκλογές και να χαρούμε για μια ακόμα φορά τη δημοκρατία μας. Μπορεί και να μην έχουμε. Μπορεί να βγούμε από το ευρώ ή μπορεί και να παραμείνουμε για δεκαετίες. Όλα έχουν τη σημασία τους κι όλα τη ζωή μας θα την επηρεάσουν πολύ ή λίγο. Μόνο που αυτές οι σκέψεις δε μπορούν να γεννήσουν το πραγματικό ερώτημα. Το οποίο είναι ένα και μοναδικό. Πώς θα κάνουμε τη χώρα μας οικονομικά ισχυρή και διεθνώς αξιοσέβαστη. Αυτό είναι το απλό ερώτημα που κυκλοφορεί στα χείλη όλων. Το μόνο ερώτημα που μας ενώνει. Που το συζητάμε, το εξαγγέλλουμε, το γενικολογούμε, ρίχνει ο καθένας μερικές πρόχειρες ιδέες κι αμέσως βιαστικά αλλάζουμε σελίδα. Γιατί το να επιμείνουμε στη σελίδα απαιτεί μόχθο, προσήλωση και τεχνογνωσία. Κι επειδή αυτά τα προσόντα μας λείπουν, γυρίζουμε γρήγορα τη σελίδα. Για να συναντηθούμε με το προσφιλές μας δίλημμα. Μνημόνιο ή ρήξη. Ακριβώς αυτό το δίλημμα που μας έκλεψε την ευκαιρία ν’ αλλάξουμε. Το δίλημμα που μας έβγαλε από την τροχιά του μέλλοντος. Γιατί στο τέλος διλήμματα δεν υπάρχουν. Τα επινοεί η φαντασία μας και οι αγωνίες μας. Αυτό που υπάρχει είναι μόνο προκλήσεις. Και μπροστά μας είχαμε και έχουμε μια και μόνη πρόκληση. Πώς να μεταλλάξουμε τη κοινωνία μας, ώστε να γίνει παραγωγική, δυναμική και αυτοδύναμη. Αυτό ακριβώς θα μπορούσε να είναι το δικό μας μνημόνιο και ταυτόχρονα η δική μας ρήξη. Για να προσπεράσουμε οριστικά το βασανιστικό δίλημμα που έχει γίνει ο γόρδιος δεσμός μας. Για να επιλέξουμε επιτέλους το δικό μας δρόμο, τον τρίτο δρόμο. Δηλαδή και μ ν η μ ό ν ι ο και ρ ή ξ η. Μνημόνιο-συμφωνία εδώ στη χώρα μας και ρήξη με το δικό μας παρελθόν. Αφήνοντας οριστικά πίσω μας πέντε χρόνια αυτισμού. Κοιτώντας με καθαρό βλέμμα την αλλαγή των καιρών. Όμως… Επειδή αυτό δε θα συμβεί. Και επειδή το εμμονικό μας δίλημμα θα συνεχίζει να μας διχάζει, κάποια στιγμή δε μπορεί… Θα ακούσουμε την υπόκωφη βοή του επερχόμενου.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr