* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Το γεγονός προβλήθηκε με πηχιαίους τίτλους: Εκατό και πλέον πρώην βουλευτές αιτήθηκαν αναδρομικές αυξήσεις στις αποδοχές τους. Η αξίωσή τους διέθετε προφανώς νομική βάση, άρα τελεσφόρησε. Δεκαπέντε εκατομμύρια ευρώ σήμερα, πενήντα ίσως εκατομμύρια ευρώ στο προσεχές μέλλον θα βγουν από το δημόσιο ταμείο και θα διανεμηθούν στους πάλαι ποτέ “Εθνοπατέρες” και “Εθνομητέρες”.
Σύσσωμη σχεδόν η κοινή γνώμη φρικίασε με την παραπάνω είδηση. Πού ακούστηκε, ενώ οι συντάξεις των “κοινών θνητών” πετσοκόβονται, μιά δράκα προνομιούχων, ένας εσμός από κηφήνες να απαιτούν και να κερδίζουν μποναμά!
Σύμπας σχεδόν ο εν ενεργεία πολιτικός κόσμος έσπευσε να ευθυγραμμιστεί με το λαϊκό φρόνημα. Ο Σύριζα χαρακτήρισε την αξίωση των πρώην βουλευτών ντροπιαστική ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης προειδοποίησε ότι όποιος τους δεν σπεύσει να αρνηθεί τα αναδρομικά θα τεθεί εκτός Νέας Δημοκρατίας. Η σημερινή ηγεσία του τόπου αντεδιέστειλε εαυτόν προς την παλαιότερη, καυτηριάζοντας -εμμέσως πλην σαφώς- το ήθος και την κοινωνική ευαισθησία εκείνων που ζέσταιναν κάποτε τα έδρανα της Πλατείας Συντάγματος.
Αφού διευκρινίσω (οι καιροί γαρ πονηροί) ότι δεν συνδέομαι συγγενικά -ή άλλως πως- με κανέναν πρώην βουλευτή, το λέω ευθαρσώς: Βρίσκω την αντιμετώπιση των παλαίμαχων του κοινοβουλίου εξόφθαλμα άδικη. Πιστεύω ότι για μια ακόμα φορά ο λαϊκισμός και το κυνήγι αποδιοπομπαίων τράγων θόλωσε τα μυαλά. Για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι λόγος αρχής. Στη δημοκρατία, κάθε πολίτης και κάθε ομάδα πολιτών μπορεί να διεκδικεί μέσω της Δικαιοσύνης ό,τι νομίμως δικαιούται. Αλοίμονο εάν το δίκιο τού καθενός -όπως το έχει κατοχυρώσει ο νόμος- σχετικοποιείται, χλευάζεται, ακόμα δε και ακυρώνεται, εξαιτίας της θέσης, στην οποίαν βρίσκεται κάποιος άλλος. Αλοίμονο εάν ο δικαστής που εξετάζει την αίτηση ενός πρώην βουλευτή, ενός νυν εργατοτεχνίτη, ενός μέλλοντος ιατρού οφείλει να συνυπολογίσει τις έμμεσες επιπτώσεις που τυχόν θα έχει η ετυμηγορία του -ή την εντύπωση που θα προκαλέσει- στους εμποροϋπαλλήλους, στους ζυθεστιάτορες, στην κοινή γνώμη γενικά! Το βλέμμα του θα έπρεπε να αγκαλιάζει διαρκώς τους πάντες και τα πάντα, να ζυγίζει τα αζύγιστα. Προτεραιότητά του θα κατέληγε να είναι όχι η απονομή δικαιοσύνης αλλά η ικανοποίηση του δημοσίου αισθήματος.
Αντιλαμβάνεσθε ασφαλώς την ακραία συνέπεια μιάς τέτοιας λογικής: Ο οποιοσδήποτε πολίτης θα αρνιόταν την εκπλήρωση των φορολογικών του υποχρεώσεων εάν πρώτα δεν πατάσσονταν όλοι εκείνοι που χρωστούν στο κράτος ποσά μεγαλύτερα από τον ίδιον. Θα αρνιόταν τη στράτευση μέχρι να προσαχθούν στα Κέντρα Εκπαίδευσης όσοι ανεξαιρέτως ανήκουν σε σειρές προηγούμενες από τη δική του. Θα τα στύλωνε γενικώς. Με το επιχείρημα της ακριβοδίκαιας -μέχρι κεραίας- αντιμετώπισης θα άνοιγε ο ασκός του Αιόλου. Οι θυελώδεις άνεμοί του θα μάς οδηγούσαν σε ένα πολίτευμα που μεγαλύτερη συνάφεια θα είχε με τον μουσολινικής εμπνεύσεως κορπορατισμό -δηλαδή με τον φασισμό- παρά με τη δημοκρατία.
Ο δεύτερος λόγος αφορά στη στοχοποίηση του πολιτικού προσωπικού της χώρας από το 2010 και εντεύθεν. Σε όποιους εξελέγησαν βουλευτές ή διετέλεσαν υπουργοί σε βάθος τεσσάρων δεκαετιών κόλλησε συλλήβδην η ρετσινιά των απατεώνων, των κραυγαλέα έστω ανίκανων, των τενεκέδων. Εκ παραλλήλου δε διακινήθηκαν, κερδίζοντας συνέχεια έδαφος, καινοφανείς απόψεις. Η Βουλή να έχει όχι τριακόσια αλλά διακόσια -γιατί όχι και πενήντα;- μέλη. Η βουλευτική αποζημίωση να εξισωθεί με τον βασικό μισθό. Και το παραμικρό προνόμιο των βουλευτών να καταργηθεί. Γιά ποιό λόγο στο κάτω-κάτω να αντιμετωπίζονται έστω και κατ’ελάχιστον διαφορετικά από τους εντολείς τους, εμάς τους ψηφοφόρους;
Το μένος των πολιτών απέναντι στους πολιτικούς δεν είναι ασφαλώς αδικαιολόγητο.
Διεπράχθη -το έχω ξαναγράψει- έγκλημα καθοσίωσης. Χρεοκόπησε το ελληνικό κράτος. Κατά την περίοδο των παχιών αγελάδων, μια ελίτ -τρομάρα της- κυρίων και κυριών γουργούριζε αμέριμνα επάνω σε παχιά χαλιά, ρητόρευε περί παντός του επιστητού ενώ η χώρα όδευε κατά κρημνόν. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού όσοι έκρουσαν εγκαίρως κώδωνα κινδύνου. Κανείς τους -φευ!- δεν εισακούστηκε.
Έχω ωστόσο και εδώ δύο ενστάσεις.
Οι βουλευτές, αφενός, δεν επιλέγονταν με κλήρωση. Πολίτες ψήφιζαν με ενθουσιασμό, συχνά και με φανατισμό, όποιους διατηρούσαν -δίκην πολιτικών γραφείων- πρακτορεία εξυπηρετήσεων, όποιους έπαιρναν σβάρνα καθημερινά βαφτίσια και κηδείες. (Ο πρώτος βουλευτής Αθηνών μετά την Μεταπολίτευση είχε το παρατσούκλι “ο φίλος του νεκρού”…) Κάποιοι, ρομαντικοί, που αναμίχθηκαν με τα κοινά αποτασσόμενοι έμπρακτα το ρουσφέτι δεν είδαν τη Βουλή ούτε με το κυάλι.
Μήπως όμως αφότου το εθνικό μας σκάφος έπεσε στα βράχια, οι Έλληνες απέκτησαν επιτέλους ευθυκρισία; Κάθε άλλο. Οι πρόσφατες επιλόγες τους προξενούν ακόμα μεγαλύτερη αμηχανία. Οι Βουλές των τεράτων -των Χρυσαυγιτών και του Βασίλη Λεβέντη, ο οποίος χαρακτηρίζει από βήματος όλους τους μη ετεροφυλόφιλους “ανώμαλους”- έπονται, δεν προηγούνται των μνημονίων. Εάν το ύφος και τα ξεσπάσματα του Βαγγέλη Γιαννόπουλου θεωρούνταν στην εποχή του από κάποιους ανάρμοστα, σήμερα ο μακαρίτης θα άστραφτε ως αδάμας τού δημόσιου βίου μας.
Ο μισθολογικός υποβιβασμός των βουλευτών θα ανακούφιζε την εθνική οικονομία; Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Τα κεφάλαια, στην πραγματικότητα, που απορροφά η Βουλή αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό του δημόσιου χρέους.
Θα βελτίωνε την ποιότητά τους; Εάν η βουλευτική αποζημίωση έπεφτε στα πεντακόσια ευρώ, δύο μονάχα κατηγορίες ανθρώπων θα ενδιαφέρονταν να εκλεγούν: Τα επαγγελματικά κομματικά στελέχη, που έτσι κι αλλιώς πηγαίνουν όπου τα στέλνει η παράταξή τους. Και όσοι έχουν δεμένο τον γάιδαρό τους, όσοι είναι τόσο εύποροι που ουδόλως εξαρτώνται από μισθούς και επιδόματα. Θα είχαμε δηλαδή μιά Βουλή απαρτιζόμενη από κομματικούς υπαλλήλους και χομπίστες. Πόσο εθνοφελής θα ήταν άραγε;
Ό,τι πληρώνεις, παίρνεις. Για να εγκαταλείψει ένας αληθινά άξιος άνθρωπος την επαγγελματική σταδιοδρομία του και να αφοσιωθεί στα δημόσια πράγματα -με όλη τη φθορά και τη λάσπη που συνεπάγεται κάτι τέτοιο- πρέπει να έχει εξασφαλισμένο ένα καλό επίπεδο διαβίωσης. Να ξέρει ότι πως η πολιτεία τον τιμά και τον αμείβει ως νομοθέτη – δεν τον μεταχειρίζεται σαν άλλοθι δημοκρατίας, σαν τον κομπάρσο που θα ψηφίζει σε όλα “Ναι”, σε όλα “Όχι”, ευθυγραμμιζόμενος με τα εκάστοτε κελεύσματα της κομματικής του ηγεσίας.
Υποστηρίζοντας κανείς τη μείωση των βουλευτικών αποδοχών, προσβλέπει σε ένα ακόμα πιό φτηνό, ακόμα πιό ευτελές κοινοβούλιο. Αναθεματίζοντας εκείνους που επιβράβευε κάποτε με την ψήφο του επειδή διεκδικούν σήμερα δικαστικά ό,τι νομίμως δικαιούνται βγάζει απλώς το άχτι του σε εύκολους, πεσμένους στόχους.
Μακάρι να επιλέγαμε στο εξής τους άριστους για αντιπροσώπους μας. Κι ας τους πληρώναμε χρυσούς. Ό,τι πληρώνεις, παίρνεις.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr