iporta.gr

Ο Σωτήρης, της Τζίνας Δαβιλά

Θα ήταν ένας από τους ωραιότερους άνδρες που θα κυκλοφορούσαν στην γη. Ψηλός, αθλητικός, μελαχρινός, με σκούρα πράσινα μάτια, υπέροχα φρύδια που κλωτσούσαν στις άκρες τους, βλέμμα παιχνιδιάρικο που γινόταν άγριο, απρόσωπο, σκληρό και δύο λακκάκια στα μάγουλα, όταν χαμογελούσε. Είχε χιούμορ καυστικό, ήταν ετοιμόλογος και εξαιρετικά ευγενής, όταν ήθελε. Μάλλον σκληρός χαρακτήρας, ατίθασος, αντιδραστικός και ριψοκίνδυνος. Απίθανα ριψοκίνδυνος. Είχε αγοράσει μια μηχανή. Κρυφά από τους δικούς του.

Την χρησιμοποιούσε κάθε Σαββατοκύριακο. Την υπόλοιπη εβδομάδα την είχε παρκαρισμένη σε ένα ιδιωτικό πάρκινγκ. Πλήρωνε το ενοίκιο από τις οικονομίες του. Από τα 19 του. Όταν την οδηγούσε, απογειωνόταν. Ένοιωθε πως ο κόσμος του άνηκε, σαν να ήταν η ζωή δεμένη από το ζωνάρι του. Από την άλλη είχε κάτι άπιαστο και ο ίδιος. Ίσως εξαιρετικά εγωπαθές, ίσως κρυφά συναισθηματικό, ίσως απλά τυχοδιωκτικό, ίσως βαθιά μελαγχολικό. Κάτι ήθελε πάντα που δεν εκμυστηρευόταν και δεν μπορούσε κανείς να προσδιορίσει. Οι κινήσεις του ήταν μελετημένες και με στρατηγική. Σπάνιες στιγμές του ήταν αυθόρμητες, αλλά τότε έβλεπες ένα παιδί που του ταίριαζαν απίθανα τα λακκάκια στα μάγουλα. Ένα παιδί σκανταλιάρικο που σκάρωνε αταξίες. Και εκπλήξεις.  Όπως εκείνο το κουτάκι που έβγαλε από τα χέρια του σαν ζογκλέρ, το κούνησε μπρος στα μάτια μου και μου ευχήθηκε: «Χρόνια Πολλά». Ή εκείνη η ξαφνική απαίτηση, σχεδόν αυταρχική, που ζητούσε να βάλω το χέρι μου στην τσέπη του μπουφάν του για να του δώσω τον αναπτήρα για ν’ανάψει τσιγάρο. “Είσαι χαζό;”, τον ρωτούσα, “οδηγείς!”…”κάντο” απαντούσε. Και του έκανα το χατίρι λέγοντας “… είσαι βλαμμένο…” για να βγάλω από την τσέπη του μπουφάν μια γαρδένια.

Παιδί… ένα τρυφερό παιδί! Στο συνηθισμένο του ήταν σοβαρός, απόμακρος, λιγομίλητος, βαθύ ποτάμι. Αντιφατικά τα λακκάκια στο σοβαρό του ύφος. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του, τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του. Και φαινόταν ατρόμητος. Άτρωτος.

Μόνο κάποια φορά ξεστόμισε μια αλήθεια σκληρή. Θεωρητικά, δεν του έπεφτε λόγος. Ουσιαστικά, ρωτήθηκε και απάντησε. «Την αλήθεια της είπα. Έπρεπε να την ξέρει. Αυτό είναι το δίκαιο», είχε πει κοφτά και με ύφος που δεν σήκωνε και αντιρρήσεις. Είχε δίκιο. Είτε ακολούθησε κάποια στρατηγική, είτε όχι.

Ήταν Σεπτέμβρης, αν θυμάμαι καλά. Και το 1993. Παρακολουθούσα τις ειδήσεις στην κρατική τηλεόραση. Άκουσα ξαφνικά ένα γνώριμο ονοματεπώνυμο. «Σωτήρης Δ….». Γούρλωσα τα μάτια. Το ρεπορτάζ που ακολούθησε δεν άφηνε περιθώρια για ευχάριστη είδηση. Δεν θυμάμαι πια, ποιες ήταν οι ειδήσεις που είχα ακούσει από το ρεπορτάζ και ποιες από τους κοινούς φίλους που σχολιάσαμε τον θάνατο του Σωτήρη. Δύο νέοι δύτες υπέγραψαν για να βουτήξουν στην λίμνη της Βουλιαγμένης. Ανασύρθηκαν και οι δύο σε κατάσταση ημιαποσύνθεσης. Τον Σωτήρη τον αναγνώρισε η μητέρα του από μια αλυσίδα στον λαιμό. Η φιάλη οξυγόνου που είχε στην πλάτη του είχε σφηνωθεί ανάμεσα σε δυό βράχους. Σύμφωνα με όσα είχαν γίνει γνωστά, κάποιος βράχος πέφτοντας χτύπησε τον έτερο δύτη, ενώ ο Σωτήρης τρομαγμένος-φαντάζομαι (άραγε, υπήρχε κάτι που να τον τρόμαζε;) προσπαθώντας να βγει στην επιφάνεια, εγκλωβίστηκε. Είχαν και οι δυο υπογράψει για να κάνουν κατάδυση στην λίμνη Βουλιαγμένης. Κανείς δεν γνώριζε κάτι για την αγάπη του για τις καταδύσεις. «Σου είχε πει ποτέ κάτι;» με είχε ρωτήσει μια φίλη. Απάντησα αρνητικά. Ποιος άλλωστε ήξερε από μας τι σκεπτόταν ο Σωτήρης; Είπαμε… βαθύ ποτάμι. Μόνο μια κουβέντα μου είχε βγει αυθόρμητα, θυμάμαι: «Ήταν πολύ ριψοκίνδυνος, για να γεράσει».

Ίσως να ήθελε να αναμετρηθεί και να νικήσει τον θρύλο που θέλει μια νεράιδα να παγιδεύει στον βυθό της τα παλικάρια. Ίσως… Ποιος μπόρεσε να μάθει τον Σωτήρη…

Ήταν στα 25 τότε. Εγώ, όταν ήμασταν συνομήλικοι σχεδόν εκεί κοντά στα 20, έκανα τεράστιες προσπάθειες για να καταλάβω, πώς και τι σκεπτόταν – η αλαζονεία της ηλικίας, βλέπεις… πίστευα τότε πως τα πάντα ερμηνεύονται, τα πάντα εξηγούνται, τα πάντα διορθώνονται. Αν κάποιος σκεπτόταν ότι ο Σωτήρης θα την «έκανε» νωρίς, θα περίμενε πως θα ήταν πάνω στην  μηχανή του. Το δικό του μυστικό. Που γνωρίζαμε λίγοι. Έκρυβε πολλά μέσα του. Από τα πιο βαθιά συναισθήματα μέχρι τις πιο βαθιές επιθυμίες. Χάθηκαν όλες στη Λίμνη που κάποιο δίαυλο επικοινωνίας έχει με τον Σαρωνικό. Και που δεν υπολόγιζε τίποτα μπροστά στο θέλω του να τον βρει. 

Υγ: γιατί σου μιλώ για τον Σωτήρη; Το χρωστώ σε μένα γιατί τον άφησα πίσω νωρίς. Γιατί πάντα κοντά του ένοιωθα ακροβάτισσα, σε τεντωμένο σκοινί. Μετέωρη. Πώς αγγίζεις κάτι και προτού δεις την αίσθησή του, νοιώθεις το τσίμπημα στα δάχτυλα; Αλλά κολλάς. Αυτό ήταν ο Σωτήρης. Ένας αντιφατικός, άγνωστός μου άνθρωπος, που μετρούσα και κρατούσα κάθε χαμόγελο, κάθε μειδίαμα που στόλιζε το πρόσωπό του μ’εκείνα τα δυο λακκάκια. Και που ποτέ, μα ποτέ, δεν θα ξεχάσω εκείνη την έκφρασή του, σ’ ένα μπαρ της Σταδίου, Παρασκευή βράδυ, κοιτώντας μέσα σ’ένα ποτήρι και λέγοντας πάντα σοβαρά: «Να προσέχεις».