iporta.gr

Ο σελιδοδείκτης, της Τζίνας Δαβιλά

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

Τζίνα Δαβιλά

Η Αθηνά δεν ήταν καλλιτέχνης, αλλά θαύμαζε όσους υπηρετούσαν την Τέχνη. Από εικαστικούς μέχρι συγγραφείς και πλανόδιους τεχνίτες. Συγγραφείς με ουσία όχι σαν αυτούς που συνθέτουν αράδες από δω κι από κει και παριστάνουν τον Σακελλάριο. Πίστευε πως ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν μέγας. Όπως και ο Καβάφης. Και αγαπούσε πολύ την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Κάθε που ένοιωθε πως δεν ανήκει στον κόσμο τούτο τραγουδούσε τα «Μένω Εκτός». Έτσι απάλυνε κάπως τη μοναξιά της. Αφού δεν είναι η μόνη, μπορούσε να το αντέξει. Και αυτό.

Είχε φίλους καλούς, που τους αγαπούσε και την αγαπούσαν. Πάντα αυτοί ήταν το σωσίβιό της τα δύσκολα. Οι έρωτες της δεν ήταν και πολύ επιτυχημένοι. Ίσως να έφταιγε η ίδια. Ή ερωτευόταν αλάνια ή ανασφαλείς. Της άρεσε να φλερτάρει, αλλά μέχρι εκεί. Στο κρεβάτι δεν την έριχναν εύκολα. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τους ευφυείς και με χιούμορ ανθρώπους. Και παρ΄ όλο που είχε περάσει τη μισή της ζωή – είχε πατήσει για τα καλά τα σαράντα- της άρεσε να φλερτάρει περισσότερο από ποτέ, καθώς πάντα ζούσε με την ελπίδα πως θα βρει τον έρωτα της ζωής της. Θα έκλεινε ως γυναίκα, θα αφοσιωνόταν στον άνθρωπό της. Γιατί αυτό που την πίκραινε περισσότερο ήταν πως δεν είχε τον άνθρωπό της. Κάποιον που να είναι κάτω από την ομπρέλα του κι ας ήταν η ίδια ανεξάρτητη. Απλώς να είχε την αίσθηση της δυναμική του παρουσίας. Ο φύλακάς-άγγελος της . Αυτό και μόνο. Α, και ότι είχε τόσα δώρα μέσα της που δεν ήξερε πού θα τα έδινε όλα αυτά. Σε ποιον; Πίκρα να έχεις και να μην έχεις βρει πού να δώσεις ό,τι έχεις. Γιατί είχε μεγαλώσει πια. Δεν ήθελε να δίνει όπου-όπου. Ήθελε να δώσει όπου αξίζει. Τελεία και παύλα.

Ήξερε πώς ήθελε να είναι ο καλός της. Καλοβαλμένος και γοητευτικός, όπως αυτοί που έχουν αγαπήσει τη ζωή και την ευγνωμονούν. Γενναιόδωρος και ευγενής, τρυφερός και ερωτικός, ευαίσθητος και προστατευτικός. Με βλέμμα χάδι και φωνή βελούδο. Με καλλιέργεια ψυχική. Και με μια αγκαλιά που θα χωρά λίγους, αλλά θα τους χωρά καλά.

Όσα χρόνια θυμόταν τον εαυτό της όταν έβρισκε κάποιο αντικείμενο που της άρεσε πολύ, το αγόραζε και το κρατούσε για την στιγμή που θα ερχόταν ο σπουδαίος. Θα του το έδινε. Θα του το πρόσφερε με όλη της την προσμονή. Σε αυτόν που κάποια στιγμή θα ερχόταν. Που περίμενε και δεν ερχόταν. Ή ερχόταν με μορφές που συνήθως της άφηναν πίκρα. Εφοδιαζόταν, λοιπόν, μια μ’ ένα αναπτήρα, μια μ’ ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα, την άλλη με μια εξαιρετική πένα. Μικρά πραγματάκια που περίμεναν τον άνθρωπό της. Να κι ένας σελιδοδείκτης από τον αγαπημένο της εικαστικό. Στο σπίτι, στο τραπεζάκι του καθιστικού, στον χώρο του γραφείου της, είχε ό,τι μπορούσε να αγοράσει από τον Παράσχη. Από κηροστάτη μέχρι τα σπιτάκια που θύμιζαν τον μικρό πρίγκιπα. Και τώρα βρήκε τον σελιδοδείκτη.

Τον αγόρασε, τον τοποθέτησε σε ένα απλό, λευκό κουτί περιτυλίγματος. Το έδεσε με δυο χρωματιστές κορδέλες, του έβαλε και δυο σταγόνες από το άρωμά της και το φύλαξε. Σε μια μονόχρωμη φούξια σακκουλίτσα. Το τύλιξε εκεί και το έβαλε βαθιά μέσα στην ντουλάπα της. Και περίμενε. Αν και…

Είχε στο μυαλό της κάποιον που γνώριζε χρόνια αρκετά, αλλά δεν είχε τολμήσει να του πει κάτι. Όχι γιατί ήταν ντροπαλή, αλλά να! Δεν ήταν και τόσο τολμηρή, όσο φαινόταν. Άλλωστε ο Λουκάς ήταν σεβάσμιο πρόσωπο. Είχε κερδίσει την αγάπη όλων, όσοι τον γνώριζαν. Κάπου- κάπου έβγαιναν παρέα με άλλους συναδέλφους τους. Η ίδια ήταν αρχισυντάκτρια μεγάλου περιοδικού. Από αυτά που έχουν τα πάντα, αλλά με τρόπο επιλεκτικό και πολύ κομψό ώστε να μην χαρακτηριστούν life style και κουτσομπολίστικα. Εκείνος ήταν αρχιτέκτονας και διακοσμητής χώρων. Έτσι, αρκετές φορές μέσα στο χρόνο συναντιούνταν για δουλειές ή σε γεύματα επαγγελματικά που πάντα είχαν την επίγευση του φιλικού. Από αυτά τα τραπέζια που ξεκινούν με επισημότητα και κολονάτα ποτήρια από φίνα σαμπάνια και που καταλήγουν στην απλότητα που έχουν οι άνθρωποι όταν πίνουν κρασάκι στην ταβέρνα της γειτονιάς. Εκείνη μετρούσε ήδη έναν αδιάφορο γάμο που έκλεινε και επισήμως τον κύκλο του, εκείνος προφανώς έναν υγιή, που είχαν βρεθεί τα άφθαρτα νήματα ώστε να μην σπάσει οριστικά. Αυτό αντιλαμβανόταν. Πώς, λοιπόν, να του πει ότι θα μπορούσε να είναι ο έρωτας της ζωής της; Διεκδικητική ήταν, αλλά όχι θρασύς.

Στο τελευταίο δείπνο που συναντήθηκαν για να κλείσουν μια νέα συμφωνία για τον οίκο του Yves Saint Laurent στην Αθήνα, η διάθεσή τους ήταν εξαιρετικά ζεστή. Εκείνη θα ασχολείτο με τον Οίκο του αγαπημένου της αρωματοδημιουργού και εκείνος με μια από τις πιο αισθαντικές εταιρείες του κόσμου. Το σαλόνι του εκθεσιακού χώρου θα στηνόταν με τις δικές του προτάσεις, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση και με την πινελιά της Αθηνάς. Φορούσε μόνο Opium. Πάντα αυτό. Κανένα άλλο. Δεύτερο δέρμα της. Εκείνος το μύριζε. Του άρεσε και πάντα την κέντριζε: «Αχ, αυτό το άρωμα. Και να θέλω, πώς να σε ξεχάσω;».

Ήταν ευγενής και πολύ διακριτικός στα φιλοφρονήσεις του. Όπως κάνουν οι καλοί συνεργάτες μεταξύ τους. Χωρίς αδιακρισία και αγένεια, χωρίς θράσος, με προσοχή και λεπτό ερωτισμό. Έτσι της μιλούσε ίσως εσκεμμένα. Κάπου –κάπου όταν οι άνθρωποι νοιώθουν πως ταιριάζουν, κρατούν μια απόσταση. Ασφαλείας; Ανοησίας; Ποιος ξέρει, αν δεν δοκιμάσει;

Έτσι περνούσαν οι φλερτάρουσες στιγμές με τον Λουκά εν ώρα εργασίας – εργασίας και χαράς σχεδόν πάντα μαζί του- και η Αθηνά προσπερνούσε τις στιγμές που κάποτε γίνονταν τόσο τρυφερές και αποπνικτικές μαζί, που της ερχόταν να του τηλεφωνήσει για να βρεθούν και να του πεί ό,τι κουβαλούσε μέσα της τόσα χρόνια κι ας μην γινόταν τίποτα άλλο μεταξύ τους, μόνο να τα βγάλει από μέσα της. Οι δεύτερες σκέψεις- πάντα σοφότερες δε λένε;- την συγκρατούσαν και το’ριχνε στην μοναξιά της, στην υπερεκτίμηση που του είχε, σε ό,τι μπορούσε να την εμποδίσει για να του πει ό,τι δεν θα πολυσκεφτόταν, αν ο ίδιος δεν ήταν καλά (όπως φαινόταν) στο γάμο του. Έτσι, είχαν περάσει κι όλα αυτά τα χρόνια που συνεργάζονταν.

Την Παρασκευή θα γίνονταν τα εγκαίνια του χώρου κάπου στο Θησείο. Ήταν καλοκαιρινός καιρός. Σεπτέμβρης με δροσερά βραδάκια και ξάστερο ακόμα ουρανό. Ο χώρος που επιμελούνταν ο Λουκάς ήταν και εσωτερικός και εξωτερικός. Φρόντιζε με απόλυτη άνεση ό,τι προέκυπτε ως αναποδιά της τελευταίας στιγμής. Και πού και πού ψεκαζόταν με το Opium. Αυτό προτιμούσε απ’όλα τα αρώματα τουYSL. Ψέκαζε το χώρο και την Αθηνά, όποτε περνούσε από κοντά του. Από τα μαλλιά και τον λαιμό μέχρι τον αέρα.

-Μα, στην τσέπη σου το έχεις το μπουκαλάκι;

-Ποιος θα μου το απαγορεύσει;

– Εγώ φυσικά, διότι η μοναδική που δικαιούται να έχει αγκαλιά το Opium είναι η ταπεινότης μου!

– Η μεγαλειότης σου θέλεις να πεις.

– Έστω… μην μου ξαναβάλεις άσκοπα άρωμα, θα σε πετάξω από την ταράτσα.

– Δεν θα με σώσεις;

– Δεν θα προφτάσω.

-Έτσι άδοξα θα πεθάνει η αγάπη σου;

– Ποια αγάπη μου;

-Δεν είμαι η αγάπη σου;…;…;

– Είσαι η αγάπη μου;..;..;

-Εγώ θέλω να είμαι η αγάπη σου.

– Ε, είσαι εννοείται! Εις τους αιώνας των αιώνων… Λουκά έχεις κέφια, ναι; Αύριο τέτοια ώρα έχουμε εγκαίνια. Συγκεντρώσου!

– Έλα κοντά μου… δεν θα σε ψεκάσω πάλι… Μια αγκαλιά θέλω τίποτ’άλλο.

Η αγκαλιά είχε και ένα πολύ ζεστό φιλί. Εκεί στον υπαίθριο χώρο. Με μάρτυρα την φωτισμένη Ακρόπολη. Κι τον ξάστερο ουρανό. Α, και την Ελευθερία. Τραγουδούσε το «Μέτρησα».

Η Αθηνά προσπαθούσε να μετρήσει λάθη του, συμπεριφορές του Λουκά που την ενοχλούσαν, τις διαφορές τους. Δεν βρήκε ούτε μια. Και ό,τι βρηκε το άντεχε. Αυτομάτως καθάρισε το τοπίο. Είχαν πολλά να πουν και να κάνουν μαζί. Αφού εκείνος το ξεκίνησε, η ίδια είχε βγει από τη δύσκολη θέση.

Μέχρι που να ετοιμάσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες για τα αυριανά εγκαίνια, δεν ξαναβρέθηκαν πλάι-πλάι. Στον ίδιο χώρο ναι, αλλά σε απόσταση. Δούλευε και σκεπτόταν. Ήταν πολύ χαρούμενη. Σιωπηλή και χαρούμενη. Ο Λουκάς με την γνωστή αρχοντιά του δούλευε και την κοιτούσε με κάθε ευκαιρία. Όταν έφευγαν της έκλεισε το μάτι με τρυφερότητα και η ίδια του έστειλε ένα φιλί.

– Αύριο θα σου φέρω κάτι για το καλό των εγκαινίων, του φώναξε.

– Τι; …

«Κάτι που κρατούσα για σένα καιρό», του απάντησε μέσω sms λίγα λεπτά αργότερα και έβαλε μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου.

Στη διαδρομή ήταν αποφασισμένη. Θα του έδινε στο τέλος των εγκαινίων εκείνο τον σελιδοδείκτη. Της είχε πει πριν από μερικές εβδομάδες πως είχε παραγγείλει από το Λονδίνο ένα βιβλίο που αναφερόταν στην αρχιτεκτονική του φωτισμού στο χώρο. Ο σελιδοδείκτης είχε βρει τον άνθρωπό του. Το ίδιο και εκείνη. O αγαπημένος της εικαστικός, στο απλό λευκό κουτί με τις χρωματιστές κορδέλες και τις σταγόνες του αρώματός της μέσα στο βελούδινο πάτο. Χαμογέλασε. Θα του το έδινε και ό,τι ήθελε ας γινόταν. Ο σπειροειδής σελιδοδείκτης με το καραβάκι ήταν πλέον για τον Λουκά. Είχε σκεφτεί μάλιστα τι θα έγραφε στην καρτούλα που θα τον συνόδευε: «Ας είναι η αφορμή για μικρές στάσεις στις σελίδες του βιβλίου που θα ρίξει φως στο δικό μας χωροχρόνο».

Έφτασε στο σπίτι της. Άνοιξε την πόρτα και ακούμπησε την τσάντα της στον καναπέ. Φευγαλέα το βλέμμα της έπεσε πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Ο σελιδοδείκτης, ο σελιδοδείκτης του Λουκά της, ο σελιδοδείκτης για τον Λουκά της βρέθηκε μπροστά της. Πάνω σ’ένα ταπεινό περιοδικό. Δίπλα το λευκό κουτί, πεταμένες στο πάτωμα οι κορδέλες και το καρτελάκι εγγύησης αφημένο στον καναπέ.

– Ποιος άνοιξε το κουτί αυτό;

– Εγώ μαμά. Το βρήκα στην ντουλάπα σου και μου έκανε εντύπωση. Μύριζε πολύ όμορφα. Πειράζει που το άνοιξα;

Η Αθηνά δεν μίλησε. Κάθισε στον καναπέ, έκλεισε τα μάτια και ψιθύρισε:

– Ποιος ξέρει τι πειράζει και τι δεν πειράζει; Εδώ μια ζωή ζούμε με πειραγμένες σχέσεις και πειραγμένους ανθρώπους, το πειραγμένο δώρο μας μάρανε;

Μάζεψε τις κορδέλες, το κουτί και τον σελιδοδείκτη. Τον έκλεισε στο απλό, άσπρο κουτί και έβγαλε από τον λαιμό της το μαντίλι που φορούσε. Ήταν ένα βαθύ κόκκινο, μεταξωτό μαντηλάκι. Έδεσε με αυτό το δώρο με τον σελιδοδείκτη και σε μια από τις άκρες του μαντηλιού πέρασε μια καρτούλα από ριζόχαρτο: «Μπορεί ο σελιδοδείκτης να είναι εικαστικό δημιούργημα, αλλά το φουλάρι μου έχει ό,τι αγαπάς και αγαπώ: το άρωμά μου. Μη με ξεχνάς».

Αύριο που θα γίνονταν τα εγκαίνια, η Αθηνά ένοιωθε πως ήταν όλα για εκείνη. Ήταν η δική της γιορτή. Ο Λουκάς παντού σε κάθε γωνιά, το άρωμά της σε κάθε μόριο του αέρα και ο σελιδοδείκτης. Φανερός σε όλους, μα η ιστορία του μυστική. Α, και το φουλάρι της, το ψεκασμένο από το opium, θα φώλιαζε σε κάποια τσέπη του σακακιού του. Εντός.