Μερικές σκέψεις στο μυαλό μου με συνοδεύουν από μικρό παιδί. Ίσως φταίει που αγάπησα τα παραμύθια. Ειδικά αυτά της γιαγιάς μου της Μαρίας. Η βραχνάδα της και ο χαμηλός τόνος της φωνής της σε συνδιασμό με την μυρωδιά του ελληνικού καφέ στο χνώτο της είναι κάτι που με ζεσταίνει ακόμα και τώρα που είμαι πλέον ενήλικος.
Μια τέτοια σκέψη είναι και αυτή του μαγικού σπάγκου. Ο μαγικός σπάγκος είναι το παιχνίδι μου. Ακόμα και τώρα κάθε ζευγάρι που γνωρίζω και αφού πρώτα τους γνωρίσω ξεχωριστά ψάχνω να βρω αναμεσά τους τον μαγικό σπάγκο. Αυτό το αόρατο για όλους τους άλλους κορδόνι που δένει τους δυο τους. Αλλες φορές τον βλέπω μπλεγμένο ανάμεσα στα πόδια τους να τους ενοχλεί και να προσπαθούν να τον ξεφορτωθούν ενώ άλλες τον βλέπω τεντωμένο να μαζέυεται μόνος του και να παραμένει τεντωμένος όσο και αν απομακρύνονται η πλησιάζουν ο ένας τον άλλον…
Tην πρώτη φορά που το ανακάλυψα αυτό το παιχνίδι ήταν όταν ενα Σαββατοκύριακο πριν από περίπου 20 χρόνια που μας άφησαν οι γονείς μας εμένα και τον αδελφό μου στη γιαγιά μου την Ελένη για να φύγουν για τριήμερο. Ήταν κάτι που συνηθιζόταν και για αυτό με είχε πειράξει από την πρώτη στιγμή που τους χαιρέτησα στην πόρτα. Ο αδερφός μου όντας μικρότερος δεν φάνηκε να το καταλαβαίνει. Εγώ τότε ήμουν μόλις 12 ετών και ο αδερφός περίπου 8.
Περνώντας η πρώτη μέρα άρχισα να ρωτάω την γιαγιά μου πότε θα γυρίσει η μαμά μου… “Έχει πάει βόλτα η μαμά με τον μπαμπά να ξεκουραστούν” μου είπε. Στην αρχή το δέχτηκα ως έχει αλλά περνώντας η ώρα κάτι μέσα μου την αναζητούσε. Προσπάθησα να φανταστώ ότι είμαι δίπλα της εκεί που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή. Την είδα να είναι στη θάλασσα μαζί με τον μπαμπά. Δίπλα δίπλα χέρι χέρι, όπως το κάδρο που τους ζωγράφισε η θεία μου και αδερφή της μητέρας μου. Η φιγούρα τους πλάτη στον φακό, χέρι χέρι στο βαθύ κόκκινο του ηλιοβασιλέματος στην προβλήτα ενός λιμανιού. Αυτό το κάδρο κοσμούσε από καιρό το χωλ του σπιτιού της γιαγιάς μου και ποτέ δεν είχα παρατηρήσει τις φιγούρες με μαύρο μολύβι που στέκοταν εκεί. Αμέσως όμως κατάλαβα πως είναι αυτοί. “Γιαγιά αυτοί στο κάδρο είναι η μαμά και ο μπαμπάς;” την ρώτησα. Εδειξε να εκπλήσεται από την παρατηρησή μου διότι ποτέ ως τώρα δεν μου είχε μιλήσει κανένας για αυτό το κάδρο. ” Ναι Λευτέρη μου, αυτοί είναι. Που το κατάλαβες;” ” Εκεί είναι τώρα;, ρωτησα χωρίς να σκεφτώ και χωρίς να θέλω να ακούσω καμμία άλλη απάντηση εκτός από το ναι. “Ναι εκεί είναι και ξεκουράζονται”
Από εκείνη τη στιγμή και μετά επανήλθε η ηρεμία μέσα μου. Σαν να συνδέθηκα μαζί της με έναν μαγικό τρόπο. Σαν ένας σπάγκος να ενώθηκε μεταξύ μας.. Η καλύτερα σαν να υπήρχε πάντα και εγώ μόλις τον ανακάλυψα.. Δεν ένιωθα να μου λείπει πλέον. Ήξερα έκτοτε πως πάντα θα είμαστε συνδεδεμένοι και άρα δεν είχα λόγο να μου λείπει. Η υπόλοιπη μέρα πέρασε με παιχνίδι και χαρά. Το ίδιο βράδυ όταν πια οι γονείς μου ήρθαν να μας παραλάβουν έτρεξα στην πόρτα τραβώντας τον σπάγκο με μανία. Ήταν τόσο λαμπερός και δυνατός που όταν χώθηκα στην αγκαλιά της μας αγκάλιασε και τους δυο μαζί. Ο σπάγκος ήταν ζωντανός. Αισθανόταν ότι αισθανόμασταν και οι δυο μάς. Αφού με αγκάλιασε και με άφησε πήρε αγκαλιά και τον αδελφό μου και τότε έγινε η μεγαλυτερή μου ανακάλυψη. Αλλός ένας σπάγκος υπήρχε εκεί αναμεσά τους. Ενας ίδιος λαμπερός και χρυσός τους αγκάλιασε. Σύντομα παρατήρησα πως όλοι μας συνδεόμασταν με έναν αλλά αυτός που συνέδεε τη μητέρα μας και εμάς πάντα ήταν λαμπερός.
….. Πολύ αργότερα ο σπάγκος της μητέρας μου και εμού απέκτησε και γούστα.. Ενα κομμάτι της μουσικής έγινε το αγαπημένο του. Το “Να μ’αγαπάς του Παύλου Σιδηρόπουλου” έγινε ο λόγος να τηλεφωνούμε ο ένας στον άλλον κάθε φορά που το ακούμε όπου και αν βρισκόμαστε.
Από ψυχής…
* Ο Λευτέρης Μαστροθεόδωρος συμμετέχει στον διαγωνισμό της Πόρτας για την Γιορτή της Μητέρας