Το νέο βιβλίο του Κωστή Α. Μακρή «Η Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη
Ο ανώνυμος Λέων της Νεμέας και ο Σέσιλ,
ο επώνυμος Λέων της Ζιμπάμπουε,
στον παράδεισο των Λεόντων
― Καλώς μας όρισες.
― Καλώς σας βρίσκω.
― Από τι;
― Από άνθρωπο.
― Κι εγώ… Από Ήρωα κι εσύ;
― Όπως το πάρεις… Γιατρός ήταν, οδοντίατρος. Είναι δηλαδή. Γιατί αυτός ζει ακόμα. Μερικοί άνθρωποι τους γιατρούς τους θεωρούν ήρωες. Επειδή σώζουν ανθρώπινες ζωές. Και η πλάκα είναι ότι με πονούσε κι ένα δόντι όσο ζούσα. Κι όταν έμαθα ότι ήταν οδοντίατρος ―τώρα που πέθανα― σκέφτηκα πόσο ηλίθιος ήταν. Είναι, μάλλον… Αντί να κοιτάζει να φτιάχνει δόντια και να βοηθάει τον κόσμο, να χαλάει λιοντάρια; Πόσο χαζός! Όλοι το λένε τώρα…
― Ο δικός μου έχει πεθάνει από αιώνες. Οι άνθρωποι τον είχαν για ήρωα. Θεό σχεδόν…
― Επειδή σε σκότωσε;
― Μπορεί… Ίσως επειδή ήταν πολύ δύσκολο να με σκοτώσει άνθρωπος. Οι μύθοι των ανθρώπων λέγανε ―αφού με σκότωσε ο Ηρακλής, όπως τον λέγανε― ότι το δέρμα μου δεν μπορούσε να το περάσει ούτε σίδερο. Η αλήθεια είναι ότι ήταν πολύ δυνατός ο Ηρακλής. Σωστό θηρίο! Παλέψαμε, μου στραμπούληξε το κεφάλι και με έκανε χάλια. Με έπνιξε. Πφφ! Αηδία είναι να πνίγεσαι… Μέχρι να πεθάνω είχα μεγάλη αγωνία και φόβο. Θυμάμαι όμως ότι με πέτυχε πάνω στη χώνεψη. Ίσως γι’ αυτό να με νίκησε. Είχα μόλις φάει ένα πολύ νόστιμο ζαρκάδι που μου είχε βγάλει την πίστη στο κυνήγι. Είχα και πάνω από πέντε μέρες να φάω, έφαγα αρπαχτά, ήμουνα κουρασμένος απ’ το κυνήγι, και πάνω που χώνευα στη σπηλιά μου με πέτυχε και… Όπως βλέπεις είμαι τώρα εδώ. Εσύ;
― Εμένα με αγαπούσαν οι άνθρωποι εκεί που ζούσα. Στη Ζιμπάμπουε ζούσα, αν την έχεις ακουστά…
― Την έχω ακουστά… Ζουν αρκετά λιοντάρια εκεί κι όταν πεθάνουν έρχονται εδώ. Στη Νεμέα δεν έχει μείνει κανένα…
― Τέλος πάντων… Ερχόντουσαν πολλοί άνθρωποι να με δούνε εκεί που ζούσα με την παρέα μου και τέτοια. Μου είχαν βγάλει και όνομα ανθρώπινο. Σεσίλ με λέγανε. Τώρα τι έγινε και ήρθε αυτός ο κόπανος με το τουφέκι του και με πυροβόλησε… Ήθελε ―λένε― να πάρει το κεφάλι μου να το βάλει στο σπίτι του. Να το δείχνει στους φίλους του. Ίσως ήξερε την ιστορία τη δική σου, με τον ―πώς τον είπες; Ηρακλή;― και να ήθελε να γίνει κι αυτός ήρωας.
― Για ποιο λόγο; Απ’ όσο ξέρω τώρα οι άνθρωποι δεν γίνονται ήρωες επειδή σκοτώνουν άγρια ζώα. Μόνο όταν σκοτώνουν άλλους ανθρώπους. Ήμερους ή άγριους. Και, για θύμισέ μου, το τουφέκι τι είναι; Το έχω ακούσει κι από άλλα λιοντάρια αλλά συνέχεια το ξεχνάω…
― Ένα εργαλείο μικρό είναι που κάνει μεγάλο κρότο και πετάει κάτι ακόμα πιο μικρό πολύ μακριά. Έτσι και σε πετύχει αυτό το μικρό που πετιέται, τέζα. Το έχουν οι άνθρωποι και μας σκοτώνουν από μακριά. Εσένα γιατί σε σκότωσε ο ήρωας που λες;
― Κυνηγούσα, λέει, τα κοπάδια τους, τους έκανα ζημιές λέγανε. Με φοβόντουσαν πολύ. Τότε δεν είχαν τέτοια που λες, πώς τα είπες; Τουφέκια;
― Ναι… Τουφέκια.
― Και έγινε ήρωας αυτός που σε σκότωσε;
― Όχι. Ίσα ίσα… Τον κυνηγάνε τώρα πολλοί άνθρωποι και τον βρίζουν. Τώρα είναι ντροπή να σκοτώνεις λιοντάρια. Δεν έχουμε μείνει και πολλά…
― Ωραίες εποχές μου περιγράφεις, ρε φίλε… Πώς είπαμε πως σε λένε;
― Οι άνθρωποι με λέγανε Σέσιλ. Και με αγαπούσαν όπως σου είπα. Κι εγώ δεν τους φοβόμουνα και τόσο. Ίσως αυτό να με έφαγε τελικά… Δεν είναι να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους.
― Εμένα, Σέσιλ, δεν μου έβγαλαν όνομα. Λέοντα της Νεμέας με λέγανε και μέχρι τώρα έτσι με ξέρουν οι άνθρωποι. Και όχι μόνο δεν με αγαπούσαν αλλά ―τότε― χάρηκαν που με σκότωσε ο Ηρακλής. Αλλά ευτυχώς, βλέπω ότι αλλάζουν οι καιροί. Ε, ρε, και να ζούσα τώρα! Μπορεί να με είχαν κι εμένα στα ώπα ώπα και να τον ρεζίλευαν τον Ηρακλή! Μπορεί και να μου είχαν δώσει κανένα ωραίο όνομα. Ανδροκλής, ας πούμε! Πολύ θα μου άρεσε κάτι τέτοιο.
― Δεν είναι το ίδιο… Ο Ηρακλής, όπως λες, πάλεψε στα ίσια μαζί σου. Και δεν είχε τουφέκι. Ενώ ο δικός μου αποδείχτηκε κλάνας. Ούτε να με πλησιάσει δεν τόλμησε. Από μακριά, μπαμ, και να ‘με εδώ… Να μιλάω με σένα που τόσες χιλιάδες χρόνια σε ξέρει ο κόσμος. Ενώ εμένα… Μετά από λίγα χρόνια ποιος θα με θυμάται;
― Και τι σε νοιάζει;
― Ε, πώς; Μικρό πράγμα είναι η δόξα;
― Νομίζω ότι η ζωή είναι καλύτερο πράγμα… Είχα ζευγαρώσει και με μια καλή λέαινα, ζούσαμε μαζί, είχαμε και μερικά λιονταράκια. Ενώ τώρα… Σκιές είμαστε, Σέσιλ. Ούτε έρωτα μπορώ να κάνω, ούτε να τρέξω στα λιβάδια, ούτε να φχαριστηθώ ένα τρυφερό ζαρκάδι.
― Ίσως έχεις δίκιο, Νεμεάτη… Η ζωή είναι ωραία. Αλλά βλέπεις, οι άνθρωποι δεν ξέρουν την αξία της. Κι αν την ξέρουν, τη λογαριάζουν μόνο για τον εαυτό του ο καθένας. Τον άλλον δεν τον νοιάζονται. Εμείς κυνηγάμε ―κυνηγάγαμε μάλλον― για να φάμε. Ενώ εκείνοι κυνηγάνε για πλάκα, για φιγούρα. Και όσο λιγότερο πεινάνε, τόσο πιο πολλά λεφτά ξοδεύουν για το κυνήγι και τη φιγούρα τους. Αντί να ξοδεύουν για να μην πεινάνε άλλοι άνθρωποι. Και τρώγονται και μεταξύ τους… Θα νοιαστούν για μας τα λιοντάρια;
― Α, ρε Σέσιλ… Όπως τα λες είναι. Ο άνθρωπος είναι πολύ άγριο ζώο. Και το χειρότερο είναι ότι δεν έχει μάθει ακόμα πόσο άγριο ζώο είναι. Μπας και κάνει τίποτα για να μερώσει.
― Τι να σου πω, βρε Νεμεάτη… Βλέποντας τώρα από ψηλά το τι ντόρος γίνεται και το τι βρισίδι πέφτει σε όσους κυνηγάνε ζώα για πλάκα ή για να κονομήσουν, μπορώ να σου πω ότι αισιοδοξώ κάπως. Κι ας έχω πεθάνει. Ίσως κάτι καλό να βγει από τον θάνατό μου. Αν καταφέρουν οι άνθρωποι που αγαπάνε τα ζώα να κάνουν τους άλλους ―εκείνους δηλαδή που κακομεταχειρίζονται τα ζώα― να ντρέπονται… Να, ας πούμε να ντρέπονται σαν να γυρνούσαν ξεβράκωτοι, με βρόμικο τον κώλο τους έξω στον κόσμο και οι άλλοι να τους δείχνουν και να τους κοροϊδεύουν και να τους εξευτελίζουν και να τους λένε “χέστηδες” και τέτοια. Τότε, ίσως κάτι να άλλαζε στον πραγματικό κόσμο. Και για μας τα λιοντάρια, και για τις φάλαινες, και για τα δελφίνια και για όλα τα άγρια αλλά και τα ήμερα ζώα. Παρ’ όλο που υπάρχει νομοθεσία τώρα που προστατεύει τα περισσότερα ζώα, οι άνθρωποι δεν λογαριάζουν τους νόμους. Ίσως όμως λογαριάσουν την ντροπή. Αυτός ο γιατρός που με σκότωσε, απ’ όσο μαθαίνω, κλαψουρίζει τώρα και ζητάει συγγνώμη από τους πελάτες του, απ’ τον κόσμο. Όχι επειδή μετάνιωσε αλλά επειδή ντρέπεται. Τον έχουν κάνει ρεζίλι στους δικούς του και τον εξευτελίζουν δημόσια. Του έχουν αλλάξει τα φώτα στο ρεζίλεμα και δεν ξέρει πού να σταθεί. Άλλα ας πρόσεχε. Έτσι κι αλλιώς, ο κόσμος είναι πολύ άγριος. Ας μην τον έκανε ακόμα αγριότερο με τον φόνο μου.
― Πλάκα έχει αυτό που είπες για τους ξεβράκωτους και την ντροπή. Έχεις δίκιο, Σέσιλ… Αυτοί που σήμερα κυνηγάνε τα άγρια ζώα είναι δειλοί και χέστηδες. Μακάρι, Σέσιλ, να τους ρεζιλεύουν και να τους ξεβρακώνουν οι άλλοι άνθρωποι. Να μην μπορούν να σταθούν πουθενά απ’ τη ντροπή τους. Η ντροπή ίσως αποδειχτεί, τελικά, πολύ πιο δυνατό όπλο από τους νόμους και τις απαγορεύσεις.
― Μακάρι, Νεμεάτη. Μακάρι…
23 Αυγούστου 2015