iporta.gr

Ο κοινόχρηστος εαυτός, του Κωστή Α. Μακρή

Κωστής Μακρής

Κινούμαι στην πόλη μου, αναπνέω τον αέρα της, πίνω νερό σε ποτήρι, τρώω σε τραπέζι, ντύνομαι με ρούχα που δεν έχω φτιάξει εγώ, ζω σε πόλη που δεν έχω σχεδιάσει, μένω σε σπίτι που δεν έχτισα εγώ, ζεσταίνομαι με σύστημα θέρμανσης που δεν εγκατέστησα εγώ, ανεβαίνω σκάλες φτιαγμένες από άλλους, μπαίνω σε ασανσέρ που έβαλαν και συντηρούν άλλοι, κοιμάμαι σ’ ένα κρεβάτι που αγοράσαμε πριν από χρόνια.

Διαβάζω βιβλία και εφημερίδες γραμμένα από άλλους, βλέπω στο σινεμά, στο θέατρο και στην τηλεόραση έργα και εκπομπές άλλων, ακούω μουσική άλλων, εργάζομαι με υπολογιστή φτιαγμένο από άλλους, καταναλώνω ηλεκτρικό ρεύμα που δεν ξέρω από πού έρχεται και πώς φτάνει μέχρι σε μένα.

Έχω πολλά προνόμια… Κοινόχρηστα τα πιο πολλά.

Ψυχαγωγούμαι και διασκεδάζω, γελάω και κλαίω, θλίβομαι και μελαγχολώ.

Περπατάω σε δρόμους, πεζοδρόμια, μονοπάτια, οδηγώ αυτοκίνητο σε δρόμους, λεωφόρους, εθνικές και ιδιωτικές οδούς.
Ταξιδεύω και σε άλλες χώρες. Έχω μπει σε πλοία, αεροπλάνα, τρένα.

Έχω παρέες, φίλους, συγγενείς. Πηγαίνουμε στα σπίτια τους, έρχονται στο δικό μας.

Τις περισσότερες φορές με καλή αφορμή, κάποια γιορτή ή τις γιορτές. Όπως τα Χριστούγεννα. Όπως θα γίνει, καλά να είμαστε, και φέτος.

Κάθε φορά που κάνω τέτοια πράγματα, λέω ότι είμαι ο εαυτός μου.

Και καθώς βάζω αυτό το «μου» κολλητά στη λέξη «εαυτός», τόσο περισσότερο κοινόχρηστος μου μοιάζει αυτός ο εαυτός που σκέφτεται, κινείται και ζει μέσα σε τόσα κοινόχρηστα «προνόμια», μέσα στη χώρα μου και σε άλλες χώρες. Μέσα σ’ έναν πλανήτη κοινόχρηστο για τόσα είδη και για τόσους διαφορετικούς εαυτούς. Κοινόχρηστο για τα πολλά είδη που φιλοξενεί αλλά κοινόχρηστο και στο κακό που τον φορτώνει το είδος μου.

Κι όσο δικό μου κι αν τον ονομάζω αυτόν το εαυτό, άλλο τόσο νιώθω να ανήκει σε πολλούς, τόσους που δεν μπορώ να τους μετρήσω.

Γίνομαι κι εγώ κοινόχρηστος για πολλούς όπως κοινόχρηστοι ήταν και είναι οι σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή μου μέχρι τώρα. Γονείς, συγγενείς, φίλοι, δάσκαλοι, η γυναίκα μου, παιδιά, εγγόνια, ανίψια, οι κατιόντες μας…

Και πολλοί άλλοι. Όλοι εκείνοι που πλήρωναν για λογαριασμό μου τα κοινόχρηστα του πολυκατοικούμενου πλανήτη μας μέχρι να μπορέσω κι εγώ να συμβάλλω στα κοινόχρηστα, στο ποσοστό που μου αναλογούσε και μου αναλογεί. Με τα απόβλητά μου, με τους ρύπους μου, με όλο μου το ενεργειακό αποτύπωμα. Αλλά και με τη σκέψη μου, με τη δουλειά μου, με την ευθύνη μου και με το χρέος μου.

Τώρα που λέω χρέος… Αλήθεια; Πότε και γιατί χρεώθηκα;

Μερικοί λένε πρόσφατα. Αλλά όχι, δεν συμφωνώ. Είναι πολύ παλιό το χρέος. Και δεν είναι μόνο προς τις «αγορές».
Χρωστάω σε μυριάδες ανώνυμους «φορολογούμενους» που κάποτε στήσανε με όραμα, μέτρο, καλαισθησία και γνώση αλλά και με απληστία, βλακεία και μίσος τις παλιές πολιτείες, τα μικρά χωριά και όλο το μεγάλο εθνικό αλλά και πλανητικό μας χωριό.

Οι καλύτεροι από αυτούς όχι μόνο σαν τόπο, σαν «οικουμένη», αλλά και σαν σκέψη και σαν όραμα ψηλών πεταγμάτων των ανθρώπων. Όλων των ανθρώπων.

Και κοντά σ’ αυτούς, εκατοντάδες ή χιλιάδες ανώνυμοι (με την έννοια της μη διάσωσης του ονόματός τους) και επώνυμοι (δηλαδή γνωστοί) συγγραφείς, γλύπτες, ζωγράφοι, αρχιτέκτονες, τεχνίτες, ποιητές, μουσικοί, επιστήμονες, στοχαστές, νομοθέτες και φιλόσοφοι.

Κοινόχρηστοι κι αυτοί αλλά και με πληρωμένα τα δικά τους κοινόχρηστα, εκείνα που τους αναλογούσαν. Άλλοι τα πλήρωσαν με έργο, άλλοι με στοχασμό, πολλοί και με τη ζωή τους.

Όλοι εκείνοι οι θαυμαστοί και λατρεμένοι μου «κοινόχρηστοι», σαν τον Σωκράτη, τον Χριστό (Θεό πες τον, αν θέλεις…), τον Γκάντι, τον Αϊνστάιν, τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και πολλούς άλλους, που μου κληροδότησαν το πιο θαυμαστό ―θεϊκό σχεδόν― κομμάτι του εαυτού τους, το πιο κοινόχρηστο.

Αυτό που με βοηθάει σήμερα να αυτοπροσδιορίζομαι, υπερφίαλα ίσως, ―ή να θέλω να γίνω― πολίτης με καρδιά που βλέπει.

Ναι, καρδιά που βλέπει.

Σαν την μεγάλη καρδιά με τα μεγάλα μάτια και το μεγάλο χαμόγελο που ζωγράφισε η εξάχρονη (σχεδόν) Ε. Σ., να ισορροπεί με τη μυτερή της άκρη ―χωρίς να πέφτει― σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι, μ’ έναν ήλιο να της χαμογελάει από ψηλά, κοντά στο ταβάνι του ουρανού.

Και σήμερα, καθώς πλησιάζουν κάτι πολύ δύσκολα Χριστούγεννα για την Ελλάδα και μια κρίσιμη Πρωτοχρονιά, νιώθω όσο ποτέ την ανάγκη να έχω μια καρδιά με μάτια ορθάνοιχτα και χαμόγελο.

Μάτια να βλέπω τους ταλιμπάν να σφάζουν παιδιά στο Πακιστάν.

Μάτια να βλέπω συμπολίτες μου, άλλους να μην μπορούν και άλλους να αρνούνται να πληρώσουν τα κοινόχρηστά τους.

Μάτια να βλέπω συμπολίτες μου να φταίνε και να ρίχνουν το φταίξιμο μόνο στους άλλους και άλλους που δεν φταίνε να σηκώνουν ένα βάρος ευθύνης μεγαλύτερο απ’ αυτό που τους αναλογεί.

Μάτια ανοιχτά για να διακρίνω την ιδοτέλεια από τη γενναιοδωρία, την συμπόνια από τη μισαλλοδοξία και την αγάπη από την κολακεία.

Μάτια μεγάλα για να βλέπω και όλα τα κοινόχρηστα αγαθά γύρω μου. Τις σκάλες που μπορούν να με πάνε ψηλά, τα ασανσέρ της σκέψης που τρυπάνε τους ορόφους της μιζέριας και ορμούν σε κάποια ρετιρέ τόσο φωτεινά, που μπορούν να ξεπερνούν το σκοτάδι των ατομικών συμφερόντων μιας διάχυτης ιδιωτείας.

Μάτια για να βλέπω και να αξιοποιώ το παραμικρό φως που καίει και που μπορεί να μου φωτίσει κάτι πολύ σκοτεινές μέρες θλίψης και παραίτησης.

Και να ‘χω κι ένα μεγάλο χαμόγελο κάθε φορά που μπορώ να πληρώσω ένα μέρος από τα κοινόχρηστα που μου αναλογούν.

Εικόνα: Η καρδιά με τα μεγάλα μάτια, Εβ. Σμπ. 11 Νοεμβρίου 2014 (5 ετών και 10 μηνών)