iporta.gr

Ο ιερέας δείχνει τον Παράδεισο, του Γιώργου Αρκουλή

 

Πάει καιρός που η γραφή μου δεν πέρασε την ‘Πόρτα’ κι’ αυτό ανάγκασε την πανέξυπνη Περιστεριώτισσα και φίλη μου να με αναζητήσει. «Πού βρίσκεσαι Γεωργάρα μου;», «Είμαι καλά για απόμαχος…». Και εκεί που είχα αρχίσει να βαριόμουν (και να υποπτεύομαι την κατάληξη της κουβέντας), ήρθε η συζήτηση σε ένα κοινό φίλο, ένα σούπερ καλλιτέχνη. Ένα σεμνό άνθρωπο που αξίζει περισσότερα από όσα κέρδισε με την τέχνη του, αλλά που υπερήφανα γύρισε την πλάτη σε ‘αξιώματα’ και μεγαλοσύνες και που ποτέ δεν θέλησε να εξαργυρώσει τις επιτυχίες του, κυρίως τα γόνιμα χρόνια του συγκροτήματος Λαμπράκη, τότε που οι πονηροί και οι καιροσκόποι μοιράζονταν ταξίδια, μπόνους και δωρεάν πιστωτικές κάρτες. Η κουβέντα για τον ‘ερημίτη’ τού Θα στη Λαχανιά, Βαγγέλη Παυλίδη.

Τον οποίο η ταπεινότητά μου δεν έχει γνωρίσει ‘φέϊς του φέϊς’ που θα έλεγαν οι μοντέρνοι νέοι μας, ούτε έχει μιλήσει έστω μέσω μιας τηλεφωνικής σύνδεσης. Ό,τι γνωρίζω για τον ζωγράφο είναι από έργα του, από τα πρώτα της δεκαετίας του ’70 ως τις μέρες μας. Και βέβαια από το πάθος σε βαθμό μανίας, να εργάζεται καθημερινά για το κέφι του (απ’ ό,τι μου είπε η Δαβιλά). Μπορώ να καταθέσω ότι ο Παυλίδης όταν ξεκίνησε μπορούσε να απολαύσει όσο σουξέ γούσταρε η ψυχή του και η τσέπη του, γιατί ο Λαμπράκης ήταν σούπερ θαυμαστής του και ο Βανδώρος της ‘Ομάδας’ εκλιπαρούσε για ένα σκίτσο του, όμως ποτέ δεν άκουσα κάτι προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι, με το πέρασμα του χρόνου και με βάση της εβδομαδιαία συνεργασία του, τον θεώρησα ‘Παπαγιαννοπούλου του σκίτσου και του χρωστήρα’, δηλαδή την δημιουργό που πρόσφερε τα διαμάντια του στίχου για ένα ‘κατοστάρικο’, που ακολούθως γινόταν καπέλο στο κουμ καν (ή λίγα καπίκια στην παράνομη πόκα).

Ο Βαγγέλης, θεωρώ πως άλλη σχέση με την ‘αγία Ευτυχία’ δεν (πρέπει να) έχει. Μπορεί όμως κάπου να ζηλεύει την μοναξιά της (κάτι που ισχύει για έναν άλλο σπουδαίο δημοσιογράφο της γενιάς μας, τον Κώστα Παπαϊωάννου, που μετά την πώληση της εφημερίδας ‘Ποντίκι’, την άραξε σε μιαν άκρη της Αίγινας και διαβάζει εφημερίδα μια φορά την εβδομάδα!).

Μου είπε η Τζίνα ότι για να φτάσεις στο Θα μπερδεύεσαι. Κι’ αν δεν ρωτήσεις κάποιον της περιοχής δεν βρίσκεις τον Βαγγέλη (και την αξιόλογη κυρά του). Αυτός ο ‘κάποιος’ έτυχε να είναι ένας ιερέας, που φτιάχνει κρασί και το φιλεύει στους περαστικούς! Τον γνώριζε τον Βαγγέλη Παυλίδη ο παπάς.
Εννοείται πως ήταν αδύνατο να μην τον γνωρίζει, αφού αυτός ο γείτονας θα του δείξει κάποια στιγμή τον Παράδεισο.

 

ΥΓ: Ισότιμοι του Παυλίδη στον ΔΟΛ ακόμη και σήμερα κερδίζουν μπόλικο παραδάκι. Ο Κώστας Μητρόπουλος, αν και πλησιάζει ‘τα χρόνια του Μητσοτάκη’ εξακολουθεί (και μπράβο του) να δημοσιεύει στα φύλλα της Μιχαλακοπούλου, αφού είδε βέβαια το βλαστάρι του να χρίζεται διευθυντής των ‘ΝΕΩΝ’. Ο Σπύρος Ορνεράκης, εξακολουθεί να διευθύνει Σχολή σκίτσου και ζωγραφικής. Ο Παυλίδης προσφέρει την ψυχή του φτιάχνοντας διάφορα καλλιτεχνικά αντικείμενα που γοητεύουν τους φίλους του κι’ αυτό το βρίσκω υπέροχο και αξιολογότερο οποιασδήποτε Σχολής και καλά αμειβόμενων συμβουλών!

 

 

Γιώργος Αρκουλής