Αναμνήσεις γλυκές, αλλά και σκέψεις πικρές για το σήμερα
Ο δικός μου κάμπος…
Τελικά, εκείνη η χρονιά, θα μείνει ανεξίτηλα γραμμένη στο μυαλό μου. Παιδί πράμα ήμουνα. Θα ’μουνα δε θα ’μουνα στα εφτά μου χρόνια. Μέναμε τότε στο χωριό του πατέρα. Την Αλάσαρνα. Ένα ψαροχώρι όμορφο και παραγωγικό, αφού ο μεγάλος του κάμπος, ήταν, όπως λέγανε μικροί μεγάλοι, προκομμένος κι αυγάτιζε η γη του ό, τι κι αν της έμπηγες στα σπλάχνα. Καρπούζια και πεπόνια ήθελες, σιτάρια και κριθάρια, ντομάτες και καπνά, σησάμια, φασόλια, αγγούρια, πατάτες, πιπεριές κι όλα τα καλά των ανθρώπων. Όλα τα καλά του θεού και των ανθρώπων, που μπορούσαν να χωρέσουν πάνω στο τραπέζι της οικογένειας και να τη φροντίζουν καθημερινά.
Και τους τάιζε όλους εκείνος ο κάμπος. Και τους γεωργούς και τους ψαράδες και τους δασκάλους και τους παπάδες και τους χωροφύλακες και τους τσαγκάρηδες και τους ραφτάδες κι όλους τους άλλους. Πλούσια τα ελέη σου. Θαρρείς τον είχε ευλογήσει ο ίδιος ο θεός. Αλλά και νερά να δουν τα μάτια σου. Δεν υπήρχε χωράφι χωρίς το πηγάδι του. Όπου κι αν τρυπούσες τη γη, ανάβλυζε το νερό τα χρόνια εκείνα! Ακόμα και τα σημερινά ξεροπόταμα, τότε στα μικράτα μας τα χρόνια, τρέχανε χειμώνα καλοκαίρι και πάντα με τις παρέες μας, σαν τα επισκεπτόμασταν γυρίζαμε πίσω με χέλια και καβούρια. Το τι χάζι κάναμε με τα βατράχια, δε λέγεται. Αυτά «πλήρωναν τη νύφη» λόγω πληθώρας!
Αααχ! Όμορφα που ήταν εκείνα τα χρόνια. Και θυμάμαι τη χαρά μας, μεγάλα παιδιά του δημοτικού πια, θα ’μασταν πέμπτη ή έκτη τάξη, όταν μας ανακοίνωσαν οι δάσκαλοί μας πως θα πάμε ημερήσια εκδρομή με το φορτηγό του Λούη στο δάσος της Πλάκας! Χαράς πανηγύρια και ξεφωνητά να δεις. Δε χώραγε ο ντουνιάς τη χαρά μας. Θαρρείς και μας χάρισαν τον κόσμο όλο! Κι αυτό γιατί όλα τα παιδιά γνωρίζαμε από τις προηγούμενες τάξεις που ξεσκόλιζαν πως η Πλάκα ήταν ένα μέρος μοναδικό, που καθόλου δεν έμοιαζε με γήινο τοπίο. Θαρρείς το κατέβασαν άγγελοι από τους ουρανούς και το χάρισαν στους ανθρώπους για να ’χουν να πορεύονται τις ώρες της ξεγνοιασιάς. Με το απέραντο δάσος της, τα ρυάκια, με τα νερά και μια φύση που δεν της έλειπε τίποτα. Κι ακόμη πιο πολύ εκείνα τα ξεφωνητά και τα κελαηδήματα των πουλιών. Αηδόνια, κοτσύφια, καρδερίνες, μελισσοφάδες, κουρούνες, αγριοπερίστερα, πέρδικες, λαγοί…Και τι δεν είχε η Πλάκα. Ένας επίγειος παράδεισος ήταν. Ίσως το μόνο που της έλλειπε να ήταν οι πρωτόπλαστοι. Όμως έτσι κι έμπαινες στο δάσος της , έτσι αισθανόσουνα, σαν πρωτόπλαστος, σαν αερικό που καλά-καλά δεν πατούσε στη γη. Ήταν σαν να περπάταγες από δέντρο σε δέντρο σαν αιλουροειδές σε ερωτική περίοδο που καλούσε το ταίρι του από δέντρο σε δέντρο.
Ένας παράδεισος παντού ήταν η φύση του χωριού μου και του νησιού μου. Κι οι άνθρωποι πορεύονταν εν ειρήνη και καλημέριζαν και δίνανε ευχές και συχώρια και γειτόνευαν και τραγουδούσαν ξένοιαστα και χόρευαν συρτούς και τούρκικους και ζεϊμπέκικους και σούστες να δουν τα μάτια σου και βιολιά και λαούτα. Οι καφενέδες ήταν μια όαση, μικρά-μικρά πανεπιστήμια της ζωής που σε γαλουχούσαν και σε μέστωναν και σε μεγάλωναν και σου δίνανε κουράγιο για την επόμενη μέρα στο χωράφι και στη θάλασσα. Ήταν όμορφη η ίδια η ζωή των ανθρώπων. Κι ας ήταν φτωχή. Κι ας τα ρήμαξε όλα η ξενιτιά και πιο πριν η κατοχή κι οι σκοτωμοί και τα θανατικά των πολέμων. Ήξεραν πώς ν’ αποδιώχνουν μακριά τους τη μιζέρια και τη γκρίνια. Τα βόλευαν όλα στη φτωχική ζωή τους, γιατί τους βοηθούσε και τους έδινε κουράγιο η ίδια η μάννα γη και το γαλάζιο Αιγαίο με τα πλούτη του, γιατί τους έδιναν τον επιούσιο άρτο και το νερό το αγιασμένο από το Δρομικό και τις άλλες πηγές. Γιατί η ίδια η φύση, με τον ευλογημένο κάμπο, με τους ελιώνες και το συκιώνα και τ’ αμπέλια και τα δάση του νησιού και όλα τα καλά του απέραντου γαλάζιου, τους συντρόφευε και τους φρόντιζε.
Κι εκείνοι πάλι, της το ανταπέδιδαν με το σεβασμό τους και την αγάπη τους. Ποτέ δεν την βίαζαν, ούτε με δηλητήρια, ούτε με υπερβολές και μεταβολισμούς και εντατικές καλλιέργειες. Την πρόσεχαν σαν τα μάτια τους. Μην την κουράσουν, μην τη στεναχωρήσουν, μην την αφήσουν να ρημάξει. Εκεί, δίπλα της, με τις αγελάδες να την οργώνουν, να την σβαρνίζουν, να την φυτολογούν, να την δροσίζουν, να διώχνουν τα ζιζάνια μακριά της, να την θερίζουν και να την αποκαρπίζουν και να την αναπαύουν όσο της πρέπει και πάλι από την αρχή. Η ισορροπία η δική τους κι η ισορροπία της φύσης ήταν στο χέρι τους, στη δική τους σοφία, συσσωρευμένη στο αίμα και τα μυαλά τους εδώ και αιώνες αμέτρητους. Τα ήξεραν αυτά από τους παππούδες και τους πατεράδες τους. Από γενιά σε γενιά περνούσε η σοφία. Κι εκείνη όλο και τους φρόντιζε και τους ανταπόδιδε με το παραπάνω.
Αααααχ! Όμορφα χρόνια! Ευλογημένα κι ανθρώπινα. Όχι σαν σήμερα. Δίχως κάμπους πράσινους και καρποφόρους, χωρίς δάση και ποτάμια που να τρέχουν το νερό τους και να δροσίζουν ζωντανά του ζωικού και του φυτικού βασιλείου, χωρίς καλημέρες στους δρόμους και στα κατώφλια των σπιτιών, δίχως αποσπερίδες και βεγγέρες στους μαχαλάδες, να πεινά ο πένητας κι ο παραλής ούτε του φτωχού να μη δίνει, να πεθαίνουν παιδιά ανέστια και δίχως πατρίδες και ελπίδα καμιά κι ένα χέρι ανθρώπου να μη βγαίνει από πόρτα σπιτιού για να δώσει βοήθεια!
Ασχήμυνε ο κόσμος. Ασχημύναμε οι άνθρωποι. Ασχήμυνε η φύση, οι κά-μποι, τα δάση, ακόμα κι η θάλασσα, θε μου! Θαρρείς κι έφυγε η ευλογία σου! Ταράξαμε την ισορροπία της γης μας και τώρα φωνάζει μυαλά για ν’ αλλάξουμε κι εμείς τον χαβά μας! Φταίμε, φταίμε. Για όλα τούτα τα δεινά φταίνε οι δικές μας γενιές. Εμείς είμαστε οι ανισόρροποι. Από μας ανισορρόπησε η φύση. Έτσι είναι. Ναι. Αλλά τα παιδιά γιατί να μας φταίνε;
Είναι καιρός να τους δώσουμε τη σκυτάλη, που εμείς ρίξαμε στο χώμα τις ώρες που τρέχαμε το δικό μας μαραθώνιο, από δική μας λιποψυχία, από ματαιοδοξία και πονηριά για να κρατούμε δήθεν τα «σκήπτρα»! Όσο είναι καιρός και πριν η γη να στερέψει, ας σκύψουμε, ας ξαναπιάσουμε τη σκυτάλη στα χέρια κι ας την δώσουμε στα δικά μας παιδιά. Είναι η ώρα. Η φύση μάς παρακολουθεί και δείχνει ακόμα την υπομονή της, γιατί έτσι είναι μαθημένη από τα γεννοφάσκια της. Να υπομένει καρτερικά τους ανθρώπους. Τα «έλλογα» όντα. Ναι, αλλά η υπομονή έχει και τα όριά της. Αν θέλουμε να ξαναδούν τα παιδιά μας, εικόνες σαν τις δικές μας. Αξίζει θαρρώ…
Ρόδος 11.4.2015