Σκέφτομαι τον πατέρα μου. Ήταν ένας επαναστατημένος άνθρωπος που τον θυμό του για τις συμφορές του κόσμου δεν μπορούσε να τον κάνει συμφορά για όσους νόμιζε αίτιους.
Σκέφτομαι επίσης και το ότι κορόιδευε τις διάφορες “τιμητικές” ημέρες. Παρόλο που τιμούσε τις “τελετές” — αν και πρακτικά άθρησκος. Τώρα σκέφτομαι ότι μάλλον έβλεπε, πίσω από κάθε έθιμο, να κρύβεται μια θρησκεία, μια πίστη ή ένα συμβάν, που τις πηγές τους δεν μπορούσε να ανιχνεύσει. Και όντας κοντά στις διδαχές τού ανθρωπισμού, σεβόταν την διαφορετικότητα στην πίστη των ανθρώπων. Γι’ αυτό και μας είχε περάσει την αγάπη για τον επίσκοπο Μυριήλ που άλλαξε στον Γιάννη Αγιάννη τον τρόπο να αντιμετωπίζει τη ζωή. Γι’ αυτό και μας είχε περάσει την αγάπη στο διάβασμα. Γιατί κάποια στιγμή εγώ, έχοντας ακούσει τόσα και τόσα για τους “Άθλιους” του Βίκτωρα Ουγκώ (που πάντα νόμιζα ότι κάποια παράξενη συγκυρία το είχε φέρει να γεννηθώ στη Βίκτωρος Ουγκώ, στο κέντρο της Αθήνας), θέλησα να το διαβάσω και να δω από μόνος μου τι γίνεται εκεί μέσα, σ’ αυτό το “Κοινωνικό Συμβόλαιο”, όπως το έλεγε. Και μετά άρχισα να διαβάζω και να διαβάζω, και τελειωμό δενέχει αυτό το καθημερινό πανηγύρι…
“Αν τιμάς κάτι, το τιμάς κάθε μέρα. Αν δεν αξίζει να το τιμάς, η μέρα υποχρεωτικής υπενθύμισης δεν θα σου αλλάξει τη θέση”. Κάπως έτσι έλεγε ο πατέρας μου.
Και με την θέση του αυτή ήταν συνεπής. Γι’ αυτό και είχε εύκολο το γιόρτασμα με την παραμικρή αφορμή και με τα πιο λιτά μέσα. Με την οικογένειά του, με φίλους, με συγγενείς…
Τον είχα θυμηθεί και παλιότερα, τότε με τον Δουρή (αν δεν ξέρετε, ψάξτε…).
Η ημέρα –ή η “γιορτή”– του πατέρα σήμερα.
Από εκεί και η αφορμή για το μνημόσυνο.
Αλλά και πάντα με την ελπίδα ότι πίσω από κάθε άθλιο μπορεί και να κρύβεται ένας Γιάννης Αγιάννης.
Ή ένας Τζορτζ Γουάλλας, από την Αλαμπάμα…
(ψάξτε το κι αυτό. Μη τα περιμένετε όλα από μένα…)