iporta.gr

«Μου δίνεις να κάνω λίγο;», του Κωστή Α. Μακρή

 

 

«Μου δίνεις να κάνω λίγο;»

 

Ντροπή, πίκρα, ταπείνωση.

Δεν είναι κι ό,τι καλύτερο να ζητιανεύεις από τον φίλο, γείτονα και συμμαθητή σου να σου δώσει το ποδήλατό του «να κάνεις λίγο».

Αλλά η χαρά της ποδηλατάδας είναι πιο δυνατή απ’ την ντροπή.

Η εξουσία και το προνόμιο της ιδιοκτησίας, φώτιζαν με ηδονή τα μάτια τού ποδηλατούχου. Και σκοτείνιαζαν τα δικά μου. Παρόλο που είχα κι εγώ ζηλευτά, για κείνον, παιχνίδια. Ποδήλατο όμως δεν είχα.

Είχα μάθει ποδήλατο πέφτοντας. Μετά από κάθε πέσιμο συγκέντρωνα αρκετές πληροφορίες για το πώς να αποφύγω το επόμενο πέσιμο. Αλλά κάθε πέσιμο είναι διαφορετικό. Εννοείται ότι μετά από κάθε πτώση σηκωνόμουνα και ξανακαβαλούσα το ποδήλατο. Δανεικό, νοικιασμένο ή ―αργότερα― το δικό μου.
Και ή συνέχιζα τη βόλτα ή έτρεχα στο σπίτι για να φροντίσει τα τραύματά μου η νοσοκόμα υπηρεσίας. Μαμά τη λέγαμε και έκανε τέσσερεις βάρδιες την ημέρα.

Ποδήλατο όμως δεν είχα. Μέχρι τα δέκατα γενέθλιά μου. Απόγευμα ήταν και οι γονείς μου με φώναξαν έξω στην αυλή, να δω. Και είδα. Και έμεινα…
Ένα καινούργιο κόκκινο ποδήλατο. Μεγάλο. Γυαλιστερό. Με τιμόνι «πεταλούδα». Με λάστιχα που μυρίζανε βιτρίνα. Δικό μου!

Το δικό μου κόκκινο ποδήλατο. Και μαζί με το καινούργιο, ολόδικό μου ποδήλατο, όλες οι παράπλευρες χαρές. Η Ιδιοκτησία. Η Εξουσία. Τα Προνόμια.
Τώρα μπορούσα να «κάνω» όσο ήθελα. Αλλά και να είμαι εγώ ο αποδέκτης τού αιτήματος «Μου δίνεις να κάνω λίγο;» από τον μέχρι τότε πιστωτή μου.
Τον φίλο και γείτονα και συμμαθητή που ζητούσε εκείνος τώρα να «κάνει λίγο» με το καινούργιο μου ποδήλατο, το πιο μεγάλο απ’ το δικό του, το πιο γυαλιστερό και κατακόκκινο. Κι εγώ να φουσκώνω από έπαρση, γαργαλημένος μέσα μου από την εκδικητική αλαζονεία του δήθεν γενναιόδωρου «Πάρε!» που με οδηγούσε από τον αξέχαστο εξευτελισμό τού δανειζόμενου στα νέα προνόμια τού δανειστή.

Αλλά γρήγορα, μαζί με τα προνόμια, τη χαρά τής εξουσίας και την εξουσία τής χαράς, ήρθαν και τα δύσκολα.

«Έφυγε η αλυσίδα!»

«Και τι θέλεις να σου κάνω; Δικό σου είναι, βρες τον τρόπο…», άσπλαχνη η μητρική αντίδραση. Ο μπαμπάς στη δουλειά και, έτσι κι αλλιώς, δεν του άρεσε να μαστορεύει. Έπρεπε να μάθω να ξαναβάζω την αλυσίδα στα γρανάζια.

«Έσκασε το λάστιχο!»

«Να το πας στον ποδηλατά να το κοιτάξει.» Έτσι, ξερά.

Και: «Να το προσέχεις. Δικό σου είναι. Αν χαλάσει, δεν έχουμε για άλλο…» η απειλή τής εξόδου από τις αγορές.

Έμαθα να αλλάζω σαμπρέλα, να βάζω μπαλώματα στις τρύπιες σαμπρέλες (κουβάς με νερό για την αποκάλυψη της τρύπας, γυαλοχάρτισμα γύρω από την τρύπα, βενζινόκολλα, μπάλωμα), να σφίγγω ή να αλλάζω τακάκια στα φρένα, να διορθώνω την κλίση και το ύψος τού τιμονιού, το ύψος της σέλας.

Είχε ένα τσαντάκι το ποδήλατο με τα απαραίτητα εργαλεία. Αλλά χρειαζόντουσαν και άλλα. Δικό μου ήταν το ποδήλατο και έπρεπε να το φροντίζω. Να το καθαρίζω, να το λαδώνω, να το γρασάρω, να το συντηρώ. Να το οδηγώ με ασφάλεια, να είναι σε καλή κατάσταση και να μην το σαραβαλιάσω όπως κάτι άλλα της γειτονιάς. Αυτό όλο είχε ένα όνομα: Ευθύνη.

Μετά από αρκετά χρόνια (έντεκα σχεδόν) κάποιος έκλεψε το ποδήλατό μου. «Μάζεψε λεφτά να πάρεις άλλο» μου είπαν οι δικοί μου. Λυπήθηκα για το ποδήλατο αλλά είχα μεγαλώσει. Είχαν αλλάξει οι στόχοι μου και μέσα στην πόλη δεν μου ήταν τόσο εύχρηστο πια. Ο κλέφτης τού ποδηλάτου μου, πήρε ένα στυμμένο εργαλείο.

Τις είχα ξεζουμίσει τις χαρές του μέσα στα τόσα χρόνια. Πολλές χαρές.

Η χαρά και η εξουσία τού δρόμου. Η χαρά τής ευθύνης και η ευθύνη τής χαράς μου. Ευθύνη για μένα, για το μέσο και για τον σκοπό.

Η χαρά και η ευθύνη για τις διαδρομές τής ζωής. Δε γίνεται να έχεις χαρές αν δεν έχεις καμιά ευθύνη και εξουσία στα ταξίδια τής ζωής σου. Είναι προνόμιο αυτή η ευθύνη. Δε γίνεται να σου λένε:

«Θα σε πάμε από το Α σημείο στο Β σημείο τής ζωής σου» κι εσύ να κουνάς χαρωπά την ουρά σου ή να γκρινιάζεις δίχως να ξέρεις τι είναι ούτε το Α ούτε το Β.

Αναλφάβητος ταξιδιώτης τής ζωής και να χαίρεσαι ή να γκρινιάζεις… Γίνεται; Δε γίνεται…

Και σ’ αυτό έχεις ευθύνη. Σχεδόν όπως και με τη Δημοκρατία. Που πολλοί τη συγκρίνουν με το ποδήλατο και λένε ότι αν δεν προχωράς, πέφτεις.

Και στέκονται εκεί οι πιο πολλοί. Στην κίνηση και στο πέσιμο. Είναι όμως πολλά άλλα που πρέπει να κάνεις για να είναι σε καλή κατάσταση η Δημοκρατία.

Θέλει έλεγχο τακτικό στα φρένα της, στα φώτα της, στα λάστιχά της, στο τιμόνι να είναι σταθερό, στην αλυσίδα της για να μη βγαίνει από τα γρανάζια, στο δυναμό…

Πρέπει να ξέρεις και να προχωράς και να δίνεις. Γιατί εκτός από το πέσιμο κινδυνεύεις κι από το χέσιμο που θα σου ρίξουνε πολλοί αν δεν ξέρεις να προχωράς και να δίνεις. Να δίνεις προσοχή, λόγο, ψήφο και ευθύνες με σύνεση, δικαιοσύνη, μέτρο και γνώση. Όσο κι αν πιστεύεις ότι περισσεύουν οι βλάκες γύρω σου, ζεις και με αυτούς.

Όπως ζεις και με τους ιδιοτελείς και με τους αμόρφωτους.

Δεν μπορείς να τους εξορίζεις εξαρχής όλους εκείνους, τους διαφορετικούς από εσένα, από το δικαίωμα στο ποδήλατο και στη Δημοκρατία.

Κι αν κάποιος, με λαχτάρα στα μάτια, σου πει: «Δωσ’ μου, μωρέ, να κάνω λίγο!», να του δίνεις. Και ποδήλατο και Δημοκρατία. Αν έχεις.

 

 

 

Κωστής Α. Μακρής