Φόρεσε τα μαύρα απόψε. Έτσι όπως τα βρήκε στην ντουλάπα. Δεν τα κοίταξε καν…
Απλά τα φόρεσε.
Κάθισε στην τραπεζαρία. Κοιτούσε τα μαύρα του ρούχα και δεν αναγνώριζε τίποτα σε αυτά. Φόβος κυρίευσε το μυαλό.
Μια πικρή, ξινή γεύση στο στόμα. Δεν μπορούσε να την προσδιορίσει.
Το σίγουρο ήταν ότι αυτό που δοκίμασε άφηνε κάτι ενοχλητικό. Ήθελε να σταματήσει… Μα συνέχιζε να τρώει. Κάθε φορά που το δοκιμάζει έχει την ίδια γεύση. Και κάθε φορά το δοκιμάζει.
Ένας βουβός ήχος πλημμυρίζει το δωμάτιο και ο φόβος μεγαλώνει…
Θέλει να φωνάξει μα δεν μπορεί. Θέλει να κλάψει μα δεν μπορεί. Θέλει να τρέξει αλλά τα πόδια του είναι τόσο βαριά, σαν κάτι να τον κρατάει πίσω.
Και ο ήχος δυναμώνει.
Χρόνια τώρα.
Ποσά πράγματα έχει κάνει; Ποσά πράγματα έχει σκεφτεί; Ποσά βήματα μπρος, πόσα πίσω; Για ποσά ακόμα δεν θα πέσει στο μαύρο σκοτάδι όταν έρθει εκείνη;
Εκείνη τον αποσυντονίζει. Το μυαλό του θολώνει. Οι σκέψεις σκορπίζουν.
Καμία λογική, καμία ισορροπία δεν θα σωθούν στο πέρασμα της. Δεν έχει μάθει ακόμα να την αποδέχεται. Δεν μπορεί να την πολεμήσει.
Αφήνεται στο έλεος της, του σαρώνει ότι καλό και κακό έχει μέσα του, τον πετάει στα βράχια να μαζέψει τα κομμάτια του.
Μα, έχει ανάγκη από ηρεμία. Έχει ανάγκη να σβήσει τη μαυρίλα. Την πικρή γεύση. Έχει ανάγκη τους ήχους. Όχι βωβούς, αλλά δυνατούς με κρότο! Έχει ανάγκη τη γιορτή μέσα του.
Αλλά πρώτα, έχει να νικήσει τον φόβο του: την μοναξιά…
Οδυσσέας Ελύτης, Ιδιωτική Οδός, 1990
“Αυτά που μ’ αρέσουν είναι η μοναξιά μου. Δεν σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές, αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού. Δεν σιμώνει κανένας. Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό και αθώο συνάμα να με συντηρεί, όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, θα ‘χα πεθάνει της πείνας. Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ, ποτέ όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της Αγοράς. Αλήθεια, δεν έχω ιδέαν.Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα και οι αναστεναγμοί (τ’ αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα) όπως και οι διακυμάνσεις του δολαρίου, ο πληθωρισμός, οι συναλλαγές των κομμάτων — αλίμονο. Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν”.