Τέτοιες μέρες του 1943 η Ζαχάρη, μάνα του Μανωλή, έσκιζε με τα νύχια της τα μάγουλα της, δεν υπήρχαν άλλα υγρά στο σώμα της, όλα είχαν γίνει δάκρυα. Το αίμα της δεν έφτανε, δεν αρκούσε ούτε για να δει για μια τελευταία φορά το παιδί της.
Ο Μανωλής της Ζαχάρης, ο Πάχος Πιπέρης και ο Μανώλης Σισαμής, πιάστηκαν από τους Γερμανούς, έπειτα από την υπόδειξη γνωστού, Καρπάθιου, ρουφιάνου.
Ένα ταξίδι στο χρόνο, εβδομήντα χρόνια πίσω, είναι το καινούριο ντοκιμαντέρ μας για τη Κάρπαθο, γίνεται η αφορμή για πικρές αποκαλύψεις.
Η ιστορία δύσκολη και ανομολόγητη. Η αρχή μοιάζει να φέρνει και να γεμίζει κόμπους, το στομάχι το λαιμό, όλο το σώμα.
Όλα ξεκινούν με ένα πολεμικό αεροπλάνο, ένα Στούκας, που ξεπέφτει λαβωμένο σε μια απόμερη, δύσβατη παραλία, στα βόρεια του νησιού. Στην Αγνώντια, γράφεται η πρώτη πράξη του δράματος.
Πρώτοι θεατές ο Γιάννης Κουμπανιός και ο Γιάννης Δήμαρχος, που ψαρεύουν παραδίπλα, στη παραλία της Μιλάθθας. Πλησιάζουν και βλέπουν το τουμπαρισμένο αεροπλάνο και τον ένα πιλότο ζωντανό, τους πιάνει φόβος και φεύγουν δίχως να πλησιάσουν.
Επιστρέφουν στο χωριό τους, στο Σπόα, και διαδίδουν το σπουδαίο νέο. Είναι αργά το απόγεμα, μονάχα οι θαραλλέοι, θα ανεβοκατέβουν απόκρυμνα βουνά για φτάσουν στην Αγνώντια.
Κάποιοι φαίνεται να τα καταφέρνουν, κάποιους άλλους νεαρούς τους κλειδώνουν στο σπίτι οι γονείς τους, για να μην ξεμυτήσουν και μπλέξουν.
Από τους πρώτους ο Μηνάς Φράγγος, ο Γιάννης Σταματιάδης και ο Γιάννης Δήμαρχος, προσεγγίζουν το σημείο. Ο ένας πιλότος είναι νεκρός, ακόμα δεμένος, ανάποδα πάνω στη θέση του.
Ο άλλος είναι χτυπημένος, τους βλέπει και τρομάζει, τα παιδιά βγάζουν ξερά σύκα και σταφίδες, του προσφέρουν ενώ εκείνος αρνείται. Η φράση του, στα Ιταλικά, είναι χαρακτιρηστική, θέλω να φάω μα δεν έχω όρεξη. Το επόμενο πρωί αρκετοί νέοι ξεθάρεψαν, πέρασαν από το σημείο για να δουν, αλλά και να περηφανευτούν, πως πήγαν.
Είναι παραμονή της Αγίας Άπλας (Πελαγίας) και το χωριό, το Σπόα, έχει εσπερινό, τα περισσότερα σπίτια γιορτάζουν και είναι ανοιχτά. Μια γιορτή είναι πάντα αφορμή ή αιτία, για ένα γλεντάκι. Εκεί εμφανίζεται ο Πάχος Πιπέρης, να φοράει σταυρωτά τα Γερμανικά φυσεκλίκια.
Αρκετοί συντοπίτες του κάνουν παρατήρηση, τι κάνεις Πάχο, αν σε πάρουν χαμπάρι οι Γερμανοί δεν γλυτώνεις.
Εκείνος καμάρωνε και δεν έδινε σημασία, μου τα χάρισε ο πιλότος, έλεγε και ξανάλεγε, δεν φοβάμαι τίποτε.
Ο ζωντανός Γερμανός πιλότος δεν εγκαταλείφθηκε στη τύχη του, αντίθετα οι Σποϊτες τον μετέφεραν στον Άγιο Νικόλαο με βάρκα και παρουσία του γιατρού. Εκεί φαίνεται να έμεινε αρκετές μέρες στον σταύλο του Γιώργη Σταμπολή, του γνωστού καλόγερου, και από εκεί έφυγε για τη διοίκηση των Γερμανών.
Το δεύτερο μοιραίο λάθος των παιδιών, το έκανε ο Μανώλης της Ζαχάρης, φόρεσε ένα Γερμανικό στρατιωτικό πουκάμισο.
Παράλληλα στο αεροπλάνο συνεχίζεται το πήγαινε-έλα, των χωριανών, όμως τώρα οι μαρτυρίες αποκαλύπτουν το πλιάτσικο.
Ένα γιουρούσι ανάγκης, αφού η ανέχεια και η τρομερή φτώχεια, σπρώχνει τους ανθρώπους να αρπάξουν ότι μπορούν, για να το κάμουν ρούχο. Τα λάστιχα έγιναν τα καλύτερα πετρομάχια (παπούτσια) ενώ το γαλανό αλεξίπτωτο έβγαλε ένα σωρό πουκάμισα και γυναικεία φορέματα.
Ο νεκρός πιλότος παραμένει μελανός και τουμπανιασμένος, ανάποδα στο μπροστινό κάθισμα. Αρκετοί προσπάθησαν να τον βγάλουν, μάλιστα ένας από εκείνους που έβαλαν πλάτη, για να σηκωθεί η τσακισμένη φτερούγα του Στούκας, είναι ο σημερινός εφημέριος των Σπόων πατή Κων/νος Χαλκιάς. Νεαρός μουσικός εκείνη την εποχή, έκαμε τη μεταφορά του αλεξιπτώτου, κατηγορήθηκε ακόμα και για την κλοπή ενός από τα όπλα των πιλότων και βασανίστηκε με μια απίστευτη βαρβαρότητα, από τους ναζιστές. Ας σημειώσουμε ότι είναι κατηγορηματικός, κανένας δεν άγγιξε τις πρώτες στιγμές το σώμα του νεκρού αεροπόρου.
Τα τρία παιδιά, οι δυό Μανωλήδες και ο Πάχος, πιάστηκαν στη κάτω Λάστο όπου δούλευαν στο άνοιγμα ενός πηγαδιού. Είχαν κρύψει μέσα στον αχυρώνα το Γερμανικό πουκάμισο, όμως ο Καρπάθιος προδότης είδε τα άχυρα στα παπούτσια του Μανώλη, και ενώ οι Γερμανοί έφευγαν δίχως το πειστήριο, εκείνος μπήκε στην αποθήκη σκάλισε τα άχυρα και το βρήκε.
Τα τρία παιδιά αμέσως ρίχτηκαν στη φυλακή. Η κατηγορία πολύ βαριά, ασήκωτη. Σύλλησαν το νεκρό πιλότο.
Όπως ειπώθηκε ο νεκρός πιλότος βρέθηκε με ένα ή τρια δάχτυλα κομμένα. Κάποιοι είχαν αφαιρέσει με απίστευτη ωμότητα και βία τα δαχτυλίδια του. Μίλησαν ακόμη και για χρυσά δόντια που βγήκαν από το στόμα του εικοσιενάχρονου νεκρού Γερμανού αεροπόρου.
Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει πως η χαζομάρα της επίδειξης της Γερμανικής τελαμώνας (φυσεκλίκια), στην γιορτή της Άπλας, αλλά και ένα πουκάμισο, θα οδηγούσε τους τρεις Σποϊτες φίλους στο Γερμανικό στρατοδικείο και μάλιστα με πορεία το τουφεκισμό τους.
Ο εφημέριος των Πηγαδίων, πατέρας Νικόλας Σακελλαρίδης, συμμετείχε στην διαδικασία της δίκης. Είχε τη διαβεβαίωσει των Γερμανών, τα παιδιά θα αθωώθουν. Εκείνα δεν αποκαλύπτουν τον πιθανό ένοχο, δεν γνωρίζουν ή μήπως δεν θέλουν να κάψουν κάποιον γνωστό πρόσωπο;
Όπως παρουσιάζουν οι μαρτυρίες ίσως και να μην έχουν περάσει καν από το σημείο της πτώσης, από τα Αγνώντια, αλλά να αγόρασαν το πουκάμισο, όπως και την τελαμώνα, από εκείνους που πιθανά έκαναν το μοιραίο γιουρούσι στο αναποδογυρισμένο αεροπλάνο.
Μέχρι το τέλος της δίκης δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, όλα θα πάνε καλά.
Το ξημέρωμα της 2ας Νοεμβρίου 1944, πήραν τα τρία παιδιά, το Μανωλή της Ζαχάρης, το Πάχο Πιπέρη και το Μανώλη Σισαμή, πίσω από το νεκροταφείο των Πηγαδίων.
Τα έστησαν στα τρία μέτρα και τα εκτέλεσαν.
Στη συνέχεια τα πέταξαν μέσα στο λάκο, που λίγο πριν τα είχαν βάλει να σκάψουν.
Εβδομήντα χρόνια μετά, η ιστορία βασανίζει κάποιους από τους συγγενείς, ενώ οι απέξω στήνουν παραμύθια, τέρατα πάνω στις σκιές από τα τουφεκισμένα παιδιά, φαντάσματα με κομμένα δάχτυλα, ακόμη τριγυρνούν στον πίσω κάβο της Καρπάθου. Παρόμοιοι μύθοι με εκείνους που βάφτισαν νόμιμη την ηθική των δολοφόνων και έκαναν γονείς, συγγενείς και φίλους να μην ξεθάψουν τα παιδιά, να κλείνουν ερμητικά τα μάτια και τα στόματα.
Δεν θα στήσουμε ξανά δίκες, ούτε θα φορέσουμε προσωπεία δικαστών και εισαγγελέων. Αυτά ταιριάζουν στα καφενεία, στις απογεματινές αποσπερίες, που τα λόγια τα τραβά ο αέρας μακριά και τα σπέρνει βαθιά μέσα στο πέλαγος.
Αθώοι και ένοχοι λοιπόν, μπλέκονται σε ένα γαϊτανάκι σιωπής, από την απίστευτη βαρβαρότητα της “καθαρής” Άριας Γερμανικής φυλής, στη δικία μας σιωπηλή, ύπουλη Ελληνική συνενοχή.
Μην τα ψάχνεις, μη σκαλίζεις, τι θέλεις τώρα αδερφέ μου…
Τα τρία εκτελεσμένα παιδιά ήταν ακόμη θαμμένα, στο ίδιο σημείο, για εβδομήντα χρόνια συνεχίζαμε να τους τιμωρούμε, αφήνοντας τους θαμμένους, κρυμμένους και πεταμένους.
Χρεώθηκαν τη σύλληση του νεκρού, ποτέ μέχρι σήμερα δεν φανερώθηκε, δεν αποκαλύφθηκε, δεν ξεσκεπάστηκε το χώμα πάνω πάνω από την ιστορία, αλλά και τα κορμιά τους.
Μόλις προχθές, 10 Οκτώβρη 2013, εξαιτίας του ντοκιμαντέρ, ξεσκεπάστηκαν, βγήκαν στο φως, τα οστά των τριών παιδιών, που ήταν θαμμένα για εβδομήντα χρόνια στο σημείο της εκτελέσεως από τους Γερμανούς. Μοιραία τα σημάδια από τις σφαίρες, ακριβώς ανάμεσα στα μάτια και στα τρία κρανία. Μονάχα του Πάχου, που χρειάστηκε και δεύτερη σφαίρα για να τον αποτελειώσουν, το κρανίο του βγαίνει σπασμένο.
Μόλις προχθές, μπροστά στην κάμερα, άνοιξαν τα στόματα, αποκαλύφθηκαν μυστικά, που για χρόνια δεν θέλαμε, δεν μπορούσαμε να αποκαλύψουμε, ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό.
Είναι καλύτερα να παίρνουν κάποιοι μαζί τους την αλήθεια, είναι καλύτερα να θάβεται η ιστορία, όταν πονάει;
Πόσο λίγοι είμαστε, τίποτε δεν μπορεί να σκεπαστεί, τίποτε δεν μπορεί να μείνει για πάντα κρυμμένο, φτάνει μια σπίθα, για να ξαναβάλει φωτιά, μια πυρκαγιά ικανή να κάψει ολόκληρα δάση, αρκεί να φτάσει στην αποκάλυψη και να δώσει την αληθινή διάσταση στα γεγονότα που εύκολα τα κάνουμε ψεύτικα δεδομένα και στερεότυπα.
Τα γυρίσματα μας ολοκληρώθηκαν και πολύ σύντομα η ιστορία θα ξεδιπλωθεί μπροστά στα μάτια σας…
Φωτογραφίες: Καλλιόπη Μαλόφτη