iporta.gr

Μια δολοφονία, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

 

 

 

 

 

  

 

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όχι, μην πανικοβάλεστε∙ δεν έχω υποκύψει στη φρενίτιδα της εποχής που λέγεται αστυνομικό μυθιστόρημα. Αισθάνομαι την ανάγκη να τιμήσω έναν δολοφονημένο, έναν άνθρωπο που νεκρός στοίχειωσε και εξακολουθεί να στοιχειώνει όλους εκείνους που κινούνται ύπουλα, οργανώνοντας την εξαφάνιση των φωτεινών υπάρξεων.

 

Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη του 1963. Η άνοιξη είναι προχωρημένη- Μάϊος- και ο ήλιος κουρασμένος και ιδρωμένος αποσύρεται πίσω από τον ορίζοντα της δύσης. Οι σκιές αρχίζουν να σχηματίζονται, γελώντας αποτρόπαια, καθώς συλλογίζονται τα ποταπά τους σχέδια για το συγκεκριμένο βράδυ. Μαζεύονται αθόρυβα, φτιάχνοντας πολλές μικρές ομάδες, κυκλώνοντας στην ουσία τον στόχο τους. Κανείς δεν εμποδίζει τις κινήσεις τους.

 

Ο ψηλός άνδρας με το αθλητικό παράστημα, παρά τα σαράντα του χρόνια, βγαίνει από το κεντρικό ξενοδοχείο που διαμένει και κατευθύνεται στον τόπο που πρόκειται να γίνει μια μεγάλη συγκέντρωση «δια την διεθνή ύφεσιν και ειρήνην» και στην οποία είναι ο κεντρικός ομιλητής. Μια δύναμη αστυνομίας γύρω στα εκατόν ογδόντα άτομα, βρίκεσται ήδη εκεί, μαζί με τον επιθεωρητή της Χωροφυλακής και τον διευθυντή των αστυνομικών δυνάμεων της πόλης.
Ο άνδρας προπηλακίζεται από τις σκιές, αλλά συνεχίζει να βαδίζει, φτάνει στο σημείο που τον περιμένουν και εκφωνεί έναν πύρινο λόγο. Ο όχλος των σκιών του πετά πέτρες, τον βρίζει. Εκείνος αγέρωχος συνεχίζει να μιλά και στο τέλος της ομιλίας φωνάζει από το μικρόφωνο:

 

«Προσοχή, προσοχή! Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον Υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου».

 

Οι σκιές έχουν κιόλας επιτεθεί σε έναν άλλο βουλευτή που προσπάθησε να πάει στη συγκέντρωση. Οι γροθιές και οι κλωτσιές τους τον άφησαν αιμόφυρτο στην άσφαλτο και απλοί άνθρωποι τον μετέφεραν στο Σταθμό Α΄Βοηθειών.

 

Ο Λαμπράκης με επιβεβαίωση ενός μοιράρχου ότι οι ταραχοποιοί έχουν απομακρυνθεί, ετοιμάζεται να αφήσει τον τόπο της συγκέντρωσης. Βλέπει με τα μάτια του να σπρώχνονται κάποιοι τελευταίοι και, συνοδευόμενος από κάποια λίγα άτομα, βαδίζει προς το ξενοδοχείο του.

Ένας στριγκός θόρυβος παλιάς τρίκυκλης μοτοσυκλέτας ακούγεται. Μέσα σε δευτερόλεπτα η μοτοσυκλέτα εμφανίστηκε και τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα πέφτει πάνω στους άνδρες με μανία, ενώ ταυτόχρονα, μια σκοτεινή μορφή που κραδαίνει όρθια ένα λοστό, τον προσγειώνει στο κεφάλι του Γρηγόρη Λαμπράκη, που πέφτει αιμόφυρτος στο δρόμο…

Ένας από τους συνοδούς του, ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, πηδά πάνω στη μικρή καρότσα της μοτοσυκλέτας και πιάνεται στα χέρια με τον άνδρα που κρατά τον ματωμένο λοστό. Η πάλη είναι άγρια, η μοτοσυκλέτα σταματά. Ο αγριεμένος οδηγός κατεβαίνει απειλητικός και καταφέρνει ένα ισχυρό χτύπημα με αστυνομικό γκλόμπ στον Χατζηαποστόλου.

Τυχαία, εμφανίζεται ένας τροχονόμος που δεν γνωρίζει τι έχει συμβεί. Ο απλός, έντρομος κόσμος του λέει να συλλάβει τον οδηγό και ο τροχονόμος το κάνει.

Ο οδηγός είναι ο Σπύρος Γκοτζαμάνης, ένας πασίγνωστος μεταφορέας στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης.

Ο άλλος είναι ο Μανώλης Εμμανουηλίδης, γνωστός από τις καταδίκες του για κλοπές, παιδεραστία, βιασμούς και άλλα παρόμοια.

 

Ο Γρηγόρης Λαμπράκης μεταφέρεται στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, θανάσιμα τραυματισμένος, χωρίς καμμία ελπίδα να σωθεί. Η άνιση πάλη με το Χάρο κράτησε τέσσερις μέρες.

Ο πρεσβευτής της Ειρήνης ήταν πλέον νεκρός, νικημένος από τις αντίπαλες δυνάμεις του υπόγειου πολέμου, αλλά νικητής στον αγώνα του που έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις. Γιατί τις ιδέες κανείς δεν κατάφερε να τις δολοφονήσει.