iporta.gr

Μετά θυμού, του Κωστή Α. Μακρή

 

 

 

 

 

 

 

 

   Κωστής Α. Μακρής

 

 

 

Από τα 7-8 μέχρι τα 16-18 χρόνια μου διάβαζα Ντίκενς, Κίπλινγκ, Χάριετ Μπίτσερ Στόου (Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά), Σέλμα Λάνγκερλεφ, Πηνελόπη Δέλτα, Ιούλιο Βερν, Παπαδιαμάντη, Μυριβήλη, Βίκτορα Ουγκό, Καζαντζάκη και πάρα πάρα πολλούς άλλους.


Μέχρι και Λουντέμη και Βάρναλη και Νενεδάκη και Τσίρκα και, και, και…

Μετά το έριξα στον Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Τολιάτι, Γκράμσι, Αλτουσέρ και άλλες αριστερές (και σπάνια φιλελεύθερες) δυνάμεις.

Σχεδόν ταυτόχρονα άρχισα τα μακροβούτια στους αρχαίους (που τα μαθητικά μου χρόνια με είχαν παροτρύνει με ζήλο να σιχαθώ).

Τώρα ξαναδιαβάζω Ντίκενς, Παπαδιαμάντη, αρχαίους ‘Ελληνες, Ρώσους κλασικούς και λοιπές μεταρρυθμιστικές και φιλελεύθερες δυνάμεις.

Παλιούς και σύγχρονους.

Κρατώντας για τις δύσκολες ώρες τον Όμηρο, τον Σέξπιρ και άλλους μοντέρνους.

Και μην τυχόν με ρωτήσει καμιά ή κανείς «και, αδερφέ μου, έμαθες να μιλάς ήσυχα, ήσυχα και απλά;» γιατί πρώτον ― χρησιμοποιώντας την έκφραση της Βλαχοπούλου― μου γεννιέται μια σφοδρή επιθυμία να ορμήξω να του φάω τη μούρη και δεύτερον έχω ελάχιστα αδέρφια κι ακόμα λιγότερους συντρόφους. Και με τη λέξη «συντρόφους» εννοώ εκείνους με τους οποίους επιλέγω να τρώμε μαζί αυτά που έχουμε βγάλει με τον κόπο μας.

Ποτέ η αγάπη για την ελευθερία, τη δημοκρατία και τον ανθρωπισμό δεν κατάφερε να μιλήσει και να εκφραστεί «απλά» και με λαϊκισμό.

Επομένως, κομμένα τα:

«Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.»

Αυτό που μένει πια είναι μόνο το:

«Καταλαβαινόμαστε τώρα.
Δεν χρειάζονται περισσότερα.»

 

(ο κύριος με θυμόν)