Τους τελευταίους 6 μήνες, έπειτα και από τις διπλές εκλογές του Μαΐου, βρισκόμαστε σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Η διαπίστωση αυτή αποτυπώνεται, στο ότι το κυβερνητικό έργο έχει τελείως παραλύσει, καθότι τα περισσότερα κυβερνητικά μέλη, αντί να ασχολούνται με τα ύψιστα καθήκοντά τους, έχουν βγει στο κυνήγι της ψήφου, μαχόμενοι να διεκπεραιώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα ”αιτήματα” της εκλογικής τους πελατείας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η όποια μεταρρυθμιστική προσπάθεια κωλυσιεργεί, αφού το ενδεχόμενο διεξαγωγής πρόωρων εκλογών, όπως είναι φυσικό, στρέφει αλλού το ενδιαφέρον των πολιτικών μας αντιπροσώπων. Ένα ενδεχόμενο, εκπορευόμενο και από το στρεβλό, όπως δυστυχώς αποδεικνύεται, σύστημα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Συντάγματος, η προεδρική εκλογή είναι μια επίπονη διαδικασία. Εξαιτίας του τύποις σημαντικότατου ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου, η εκλογή του απαιτεί αυξημένες πλειοψηφίες. Συγκεκριμένα, κατά το πρώτο στάδιο της εκλογής χρειάζονται οι θετικές ψήφοι των 2/3 της Βουλής -ήτοι 200 βουλευτών-, ή τουλάχιστον των 3/5 -180 βουλευτών- στην τρίτη ψηφοφορία. Εάν δεν καταφέρει κάποιος να συγκεντρώσει τους ανωτέρω αριθμούς των ψήφων, η Βουλή διαλύεται και προκηρύσσονται πρόωρες εκλογές, προκειμένου η νέα Βουλή που θα σχηματισθεί, να τον εκλέξει έστω και με τη σχετική πλειοψηφία μεταξύ των δύο επικρατέστερων υποψηφίων.
Η στρεβλότητα του παραπάνω συστήματος εκλογής, απορρέει από δύο (2) τουλάχιστον λόγους. Αφ’ ενός και αυτό, όπως και ο ισχύων εκλογικός νόμος, απευθύνεται σε άλλες εποχές. Πολύ σοφά ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 ενέταξε το προεκτεθέν σύστημα στον Καταστατικό μας Χάρτη. Μόνον που τότε ο Πρόεδρος είχε αυξημένες αρμοδιότητες και εξουσίες, όπως η παύση της Κυβέρνησης και η εκ μέρους του διάλυση της Βουλής, η προκήρυξη δημοψηφίσματος, η αυτόνομη πραγματοποίηση διαγγέλματος κλπ.. Όλα αυτά του αφαιρέθηκαν με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, όταν και μεταφέρθηκαν αμέσως στη Βουλή και στην Κυβέρνηση, και εμμέσως στον πρωθυπουργό, καθιστώντας έτσι το πολίτευμά μας αμιγώς πρωθυπουργοκεντρικό. Γι’ αυτό άλλωστε, υπό τις παρούσες συνθήκες, αντενδείκνυται η απευθείας άμεση εκλογή του ΠτΔ από το λαό, αφού δεν έχουμε «προεδρική δημοκρατία», ο δε προεδρικός θεσμός, καλώς ή κακώς, αποτελεί πια μια ”αδειανή πολυθρόνα”.
Η άλλη όψη της στρεβλότητας του ισχύοντος συστήματος εκλογής του ΠτΔ έγκειται στην άνευ ορίου και συστολής εκμετάλλευσή του από την εκάστοτε αντιπολίτευση. Για μια ακόμη φορά η αξιωματική αντιπολίτευση όχι μοναχά απειλεί, αλλά διαβεβαιώνει πως δεν θα ψηφίσει οποιονδήποτε υποψήφιο Πρόεδρο και αν προταθεί, προκειμένου να γίνουν εκλογές. Για άλλη μια φορά η πολιτική ζωή του τόπου, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Πάσχος Μανδραβέλης (Η Καθημερινή, 14.9.2014) εισήλθε σ’ ένα απέραντο πεδίο προμνησίας/deja vu. Και αυτό, διότι ο Τσίπρας του 2014, ακολουθεί την ανίερη τακτική του Παπανδρέου του 2009, του Καραμανλή του 1999, του Έβερτ του 1995, του Μητσοτάκη του 1990 και πάει λέγοντας. Όλοι τους, έχοντας ως όπλο την προεδρική εκλογή, απαιτούσαν εθνικές εκλογές, διαιωνίζοντας τον διχασμό του πολιτικού μας συστήματος. Οι δε κυβερνώντες, για να γεμίσουν το σακούλι της προεδρικής κάλπης, δεν δίσταζαν να θέτουν στο τραπέζι ”μέτριες” και επ’ ουδενί άριστες υποψηφιότητες, εάν δεν προκήρυσσαν οι ίδιοι πρόωρες εκλογές. Μια μετριότητα, άλλωστε, δεν είναι απίθανο να προταθεί και στους αμέσως επόμενους μήνες, με φόντο το Φλεβάρη του 2015.
Συνεπώς, είναι αδιαμφισβήτητο πως πρέπει αμέσως να σταματήσει η συνταγματική καταστρατήγηση περί της εκλογής ενός συμβολικού μεν, απαραίτητου όμως για τη Δημοκρατία μας θεσμού. Πώς θα συμβεί αυτό; Όπως προεκθέσαμε, η κατευθείαν άμεση εκλογή του από τους πολίτες αντενδείκνυται. Αυτή απευθύνεται σε «προεδρικές δημοκρατίες». Αντιθέτως, στη χώρα μας είναι αναγκαίο ένα μεικτό σύστημα εκλογής. Ένα σύστημα, που να απαιτεί μεν αυξημένες πλειοψηφίες -των 2/3 ή των 3/5 των βουλευτών-, προσδίδοντας έτσι ενωτικό χαρακτήρα στο ρόλο του Προέδρου, και ανοίγοντας την πόρτα για συνεργασία έστω και στα βασικά μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, το οποίο όμως δεν θα προκαλεί την πρόωρη διάλυση της Βουλής, αν η εκλογή οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Εάν δεν συγκεντρώνονται αυτές οι πλειοψηφίες, τότε επί του ζητήματος της προεδρικής εκλογής οφείλει να εκφράζεται το ανώτατο όργανο της χώρας, από το οποίο πηγάζουν όλες οι εξουσίες. Με λίγα λόγια, ο λαός, επιλέγοντας με άμεση και καθολική ψηφοφορία μεταξύ των δύο επικρατέστερων υποψηφίων, και λύνοντας έτσι το γόρδιο δεσμό που θα έχει εντοπισθεί.
Για να γίνουν αυτά, απαιτείται η άμεση έναρξη της συζήτησης και της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης από την παρούσα Βουλή. Μια αναθεώρηση, που μαζί με τις άλλες της αλλαγές -θα τεθούν μελλοντικά προς συζήτηση- θα εκφράζει την ειλικρινή αυτοκριτική όλων όσων συνέβαλλαν στην ηθική μας χρεωκοπία. Χορτάσαμε από μετριότητες, από συγκρούσεις και διχασμούς. Είναι καιρός να συνταχθούμε όλοι, πολιτικοί και πολίτες, με το πνεύμα εκείνων που έρχονται για να μείνουν στην πολιτική μας ζωή. Το πνεύμα, δηλαδή, του «να τ’ αλλάξουμε όλα, χωρίς όμως να γκρεμίσουμε τη χώρα!».
* Ο Νίκος Σπ. Ζέρβας είναι Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών