iporta.gr

Με την Ελένη Τσαλιγοπούλου, του Στάθη Παναγιωτόπουλου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στάθης Παναγιωτόπουλος

 

 

Ποτέ μου δεν άκουσα «ελληνικά», ειδικά αυτά που ονομάζουν «έντεχνα». Πριν χρόνια δε, στην προσπάθειά μου να «τυλίξω» ένα πανέμορφο ξανθό μανούλι που άκουγε ακριβώς αυτήν τη μουσική, μετερχόμενος όλα τα μέσα, αποφάσισα να την προσεταιριστώ μέσω της μουσικής «της». Μου είπε, δε θα το ξεχάσω ποτέ, «για μας που ακούμε έντεχνα, το απόλυτο must είναι η Τσαλιγοπούλου». Τι να κάνω, την έψαξα, αγόρασα καναδυό CD, ωραία ήταν αν και όχι my cup of tea που λέμε, τα άκουσα, και σε συνδυασμό με άλλες ρομαντικές προσπάθειες, το ξανθό κάστρο έπεσε. Τι έπεσε, θρύψαλα έγινε, αλλά αυτή είναι ιστορία για άλλη ώρα. Συνέχισα να ακούω Deep Purple και Beatles κλπ. Κακό πράγμα όμως να είσαι προκατειλημμένος με τη μουσική, και δυστυχώς ο γράφων είναι φουλ της προκατάληψης. Μαθαίνω, όμως.

 

Χρόνια αργότερα, έτυχε να γνωρίσω την Ελένη Τσαλιγοπούλου. Οχι μόνο δεν ήταν «έντεχνη», ξέρεις, στεναχωρημένη, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, μη μου άπτου, στραβωμένη, αλλά ήταν συμπαθέστατη. Ένα απλό κορίτσι, πάντα γελαστή, πολύ «χύμα», δεν έπαιρνε σχεδόν τίποτα στα σοβαρά, χαβαλές, άνθρωπος να κάνεις παρέα μαζί του. Άσε δε που και από μουσικής απόψεως δεν ήταν καθόλου «έντεχνη», ξέρεις, στεναχωρημένη, με δυσνόητα εξεζητημένα τραγούδια και τέρμα προσποίηση. Είχε μια φωνή πολύ φυσική, γήινη, που δεν παρίστανε κάτι που δεν ήταν, κι όταν τραγουδούσε ήταν ολοφάνερο ότι γούσταρε, και συνόδευε το τραγούδι της με μια γλώσσα το σώματος εντελώς αυθόρμητη και ιδιαίτερη. Το δε τραγούδι που γούσταρε περισσότερο και ίδρωνε τη φανέλα ήταν κάτι ρεμπέτικα, κάτι σμυρνέικα κλπ που κι εμένα, τον ξένο από ελληνικά, μ’ αρέσουν πολύ. Άσε δε που είναι και θεογκόμενα, αλλά αυτό ας μην το θίξουμε…

 

Γνωριστήκαμε το λοιπόν και συμπαθιόμασταν και κάναμε λίγη παρέα.

 

Μια Παρασκευή βράδι πριν λίγες εβδομάδες που είχα πάει σε μια σύναξη της Ένωσης Αυτοδυτών Θεσσαλονίκης, χτυπάει το τηλέφωνό, είναι η Ελένη. «Θα σου προτείνω κάτι τρελλό». Ακούω. «Την τάδε μέρα έχω γύρισμα για την εκπομπή Στην Υγειά Μας Ρε Παιδιά με το Σπύρο Παπαδόπουλο, θέλω να έρθεις». Τιμή μου κι ευχαριστώ, αλλά να έρθω να κάνω τι; Πέραν μιας γνωριμίας, φιλίας κι αγάπης που έχουμε, δεν έχουμε συνεργαστεί ποτέ, να πεις, ούτε σε ξέρω τόσο καλά καλλιτεχνικά ώστε να έχω κάτι να πω. «Δε μ’ ενδιαφέρει, θέλω να έρθεις, θέλω να είναι δικοί μου άνθρωποι στο πάνελ!». Δέχτηκα. Δε λες ‘όχι’ εύκολα στην Τσαλιγοπούλου.

 

Είχα μια αμφιβολία, είχα δει την αντίστοιχη εκπομπή με τους Αγαμους, ωραία ήταν αλλά πολύ μεγάλη, πάνω από τρεις ώρες, λες να βαρεθώ;

 

Κούνια που με κούναγε. Πέρασα ένα καταπληκτικό βράδυ, ήταν εκεί ένα σωρό ωραίοι τύποι, ο Ανδρέου, ο Πορτοκάλογλου, ο Ζούδιαρης, η Κανά, ο θεός Καραντίνης, ο Λειβαδάς, η εκπληκτική ορχήστρα νυκτών εγχόρδων Δήμου Πατρέων, το συγκρότημα της Ελένης, πολλή μουσική, αληθινή μουσική. Το καλύτερο απ’ όλα ήταν η ίδια η Ελένη. Σημειώνω ότι κάλεσε καμμιά 25αριά «οπαδούς» της, αλλά όχι από οργανωμένα φαν κλαμπ και τέτοια, φίλους που την ακολουθούν στις συναυλίες και στα μαγαζιά, οι αληθινοί φανς, που ανταμοίφθηκαν για την αγάπη τους με μια ιδιωτική συναυλία.

 

Η Ελένη λοιπόν στήθηκε στη μέση, οργάνωσε και έσμιξε τους πάντες, έφτιαξε μόνη της μια χαρούμενη, όχι χαζομάρες βραδιά, ίδρωσε τη φανέλα, έβγαλε τα παπούτσια της και χόρεψε, χαμογέλασε, γέλασε, γλέντησε, και, κυρίως, τραγούδησε και έκανε όλους όσοι ήταν εκεί να περάσουν αβίαστα όμορφα, να ξεχάσουν ότι είναι στην τηλεόραση και να νιώσουν ότι είναι στην αληθινή ζωή. Μεγάλη υπόθεση.

 

Τώρα μου είναι ακόμη συμπαθέστερη, και θέλω να κάνουμε περισσότερη παρέα.

 

 Από το γύρισμα της εκπομπής “Στην υγεία μας” με τον Σπύρο Παπαδόπουλο