* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πριν αναπτύξω την άποψή μου, οφείλω να ξεκαθαρίσω από ποιά θέση μιλάω. Είμαι αγνωστικιστής και σχεδόν ανεκκλησίαστος. Δεν ξέρω εάν υπάρχει επέκεινα ζωή, πόσω δε μάλλον μεταθανάτια κρίση, χωρισμός των ψυχών σε πρόβατα και σε ερίφια κατά τη Δευτέρα Παρουσία – κατάταξη των μεν εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός, κατακρύμνιση των δε στην κόλαση. Ξέρω όμως ότι όσο ο θάνατος δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί και νικηθεί από την επιστήμη (πράγμα που θα συμβεί -το πιστεύω ακράδαντα- σε βάθος χρόνου), οι άνθρωποι θα έχουν μεταφυσικές ανησυχίες. Θα αναζητούν θρησκευτικού τύπου ελπίδες.
Πιστεύω προσέτι ότι ο βίος και η διδασκαλία του Χριστού -όπως μάς παραδίδεται κυρίως από τα ευαγγέλια- μπορεί να αποτελεί θεμέλιο για την πιό ανθρωπιστική, την πιό παρηγορητική θρησκεία. Ο γιός του ξυλουργού ο οποίος διάλεξε για μαθητές του φτωχούς ψαράδες, συναναστράφηκε με πόρνες και παρίες, συνόψισε την καινή του διαθήκη σε μια και μόνο εντολή “αγαπάτε αλλήλους” κι ανέβηκε τον Γολγοθά του βιώνοντας σαν θνητός την άκρα ταπείνωση, ο Ιησούς από την Ναζαρέτ -είτε υπήρξε, είτε δεν υπήρξε- καθόρισε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον την Ιστορία.
Στις δύο χιλιετίες που ακολούθησαν το αίμα του έγινε φυλαχτό, σημείο αναφοράς για δισεκατομμύρια ανθρώπους, έβαψε πολεμικά λάβαρα, λειτούργησε ως ελιξήριο εξουσίας. Πάνω στο αίμα του Χριστού θεμελιώθηκε ο ισχυρότερος και διαρκέστερος οργανισμός. Η Χριστιανική Εκκλησία, με αναρίθμητα παρακλάδια, δόγματα, σέχτες, αυτοκέφαλους ή αλληλοεξαρτώμενους φορείς, θνησιγενείς αιρέσεις, αναζωογονητικά σχίσματα.
Η Εκλησία της Ελλάδος διεκδικεί την πρωτοχριστιανική κληρονομιά του Αποστόλου Παύλου, του Ανδρέα και του Διονυσίου του Αεροπαγίτου, αυτονομήθηκε όμως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο μόλις κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Μάς έχει έκτοτε αποδείξει ότι είναι ικανή για το καλύτερο και για το χειρότερο.
Προσωπικά προτιμώ να στέκομαι στο καλύτερο. Να θυμάμαι τη διαρκή κοινωνική της προσφορά, τη συμμετοχή ποιμένων της στους εθνικούς αγώνες και στην Εθνική Αντίσταση, να αναφέρομαι στους ταπεινούς, ευλογημένους παππούληδες που απαθανάτισε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Να προσπερνάω την εμπαθή της στάση κατά τον Διχασμό με το Ανάθεμα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, τη στήριξη που πρόσφεραν ουκ ολίγοι ιεράρχες στο καθεστώς της 21ης Απριλίου, τα οικονομικά και άλλα σκάνδαλα στα οποία πρωταγωνίστησαν χρυσοποίκιλτα άμφια. Να αφήνω πίσω και το ευτράπελο ακόμα κίνημα του μακαριστού Χριστόδουλο υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, με τις λαοσυνάξεις στις οποίες ανέμιζε το δήθεν λάβαρο της Αγίας Λαύρας. Ο νεκρός δεν δικαιώνεται, συγχωρείται ωστόσο…
Προκεχωρημένης της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η Ελλαδική Εκκλησία επιμένει να συμπεριφέρεται συχνά κατά τρόπο ανοίκειο -για να μην πω ανάρμοστο- προς το ίδιο της το ηθικό και πνευματικό βάρος, το οποίο θα όφειλε ως κόρην οφθαλμού να προστατεύει.
Γηραιοί Μητροπολίτες εμφανίζονται υστερικοί στις τηλεοράσεις, ξιφουλκούν εναντίον πραγματικών ή και φανταστικών εχθρών. Κάποιοι τους φτάνουν να υπερασπίζονται τη Χρυσή Αυγή. Η Ιερά Σύνοδος απαιτεί να καθορίζει την ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών – κανένας άραγε δεν τής έχει σφυρίξει ότι την ώρα των θρησκευτικών οι μαθητές ξύνονται μες στην τάξη, έχοντας εξασφαλίσει το “άριστα” που θα ανεβάσει τον μέσο όρο της βαθμολογίας τους; Ο Αρχιεπίσκοπος άλλοτε εναγκαλίζεται στοργικά και άλλοτε ψυχραίνεται με τον πρωθυπουργό και η κοινή γνώμη πληροφορείται μέσω του τύπου κάθε σκαμπανέβασμα της θυελλώδους σχέσης τους.
Η Εκκλησία της Ελλάδος εννοεί να έχει την τελευταία λέξη για κάθετί που κρίνει ότι την αφορά: Για το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, για τις υιοθεσίες, εσχάτως και για τον αυτοπροσδιορισμό του φύλου. Απορίας άξιον πώς δεν θέτει, με την ευκαιρία, και το ζήτημα της αντισύλληψης. (Ο Πάπας είχε, προ ετών, αναθεματίσει τα προφυλακτικά, με αποτέλεσμα να σημειωθεί έξαρση του aids στην Αφρική…)
Η πολυπραγμοσύνη της Εκκλησίας μας πηγάζει προφανώς από την πεποίθησή της ότι καθοδηγεί τους Έλληνες. Πως το εκκλησίασμα περιλαμβάνει το σύνολο του πληθυσμού της χώρας -πλην των αλλοθρήσκων- και περιμένει ως μάννα εξ ουρανού τον ποιμαντορικό της λόγο. Και εάν ίσχυε κάτι τέτοιο στο παρελθόν, πλέον δε συμβαίνει. Απόδειξη; Παραμονές του δημοψηφίσματος του 2015, τόσο ο Αρχιεπίσκοπος όσο και οι πιό προβεβλημένοι Μητροπολίτες -του Θεσσαλονίκης Ανθίμου μη εξαιρουμένου- τοποθετήθηκαν ρητά υπέρ του ΝΑΙ. Δεν επηρέασαν, φευ!, το αποτέλεσμα…
Χάρη στον καλπασμό της επιστήμης και της τεχνολογίας, στις κοινωνίες θα θέτονται ολοένα και περισσότερα, ολοένα και πιό κρίσιμα ερωτήματα, τα οποία θα σχετίζονται με τη βιοηθική, με την τεχνητή νοημοσύνη, με την πλήρη αυτοματοποίηση τομέων ολόκληρων της παραγωγής και των υπηρεσιών που θα θέσει εκτός εργασίας κόσμο και κοσμάκη.
Η Εκκλησία μας, η κάθε χριστιανική εκκλησία, έχει εμπρός της δύο δρόμους.
Ο πρώτος είναι να συσπειρώσει στους κόλπους της τα πιό καθηλωμένα τμήματα του πληθυσμού. Να υιοθετήσει λόγο εχθροπαθή προς κάθε αλλαγή, να αυτοαναγορευτεί σε εκφραστή του παλιού, σε κιβωτό των πλέον έωλων αντιλήψεων και παραδόσεων. Να κατακεραυνώνει στη διαπασών όχι μόνο την ομοφυλοφιλία αλλά και τις σαρκικές επαφές γενικά εφόσον δεν υπηρετούν την αναπαραγωγή. Να ιδρύσει τα δικά της σχολεία και πανεπιστήμια, να υποστηρίζει τη δική της ποδοσφαιρική ομάδα.
Σε αυτή την περίπτωση, θα όφειλε να επιδιώξει η ίδια τον πλήρη διαχωρισμό της από το κράτος. Ώστε να δρα εφεξής ελεύθερα, να πολιτεύεται ανεξέλεγκτα. Με έναν χαρισματικό ηγέτη στο τιμόνι της, θα μπορούσε και να ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις. Όσο για τους μισθούς των ιερέων, θα τους αναλάμβανε ευχαρίστως το φανατισμένο ποίμνιο.
Ο δεύτερος δρόμος για την Εκκλησία είναι εκείνος των ευάριθμων και εξαιρετικά προσεκτικών παρεμβάσεων στα κοινωνικά πράγματα. Όχι με το φραγγέλιο αλλά με τη λυδία λίθο της χριστιανικής αγάπης. Όχι διχαστικά αλλά ενωτικά, παρηγορητικά, ανεξίκακα. Σεβόμενη το πρόσωπο του κάθε ανθρώπου σαν αντανάκλαση του προσώπου του Θεού. Μη κρίνοντας από καθέδρας για να μην κρίνεται έτσι ούτε η ίδια. Εντείνοντας τις φιλανθρωπικές της δράσεις, διδάσκοντας στην πράξη ταπεινότητα και αλληλεγγύη.
Μακάρι να προτιμηθεί ο δεύτερος δρόμος. Ακόμα και οι αγνωστικιστές, ακόμα και οι άθεοι ανάμεσά μας, έχουν κάποτε ανάγκη από μια παρηγορητική μητέρα Εκκλησία στο πλευρό τους. Έστω γιαγιά Εκκλησία.-
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr