iporta.gr

Λογική vs ψυχολογία, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Ο Αλέξανδρος Μπέμπης θυμάται…
….το απόγευμα που ξεφύλλιζε φιγουρίνια αναζητώντας ρόμπα στα μέτρα του.

-Τέλος  η ανοχή, πάω να καθαρίσω.
«Και βέβαια να πας», με προέτρεψε ο «εαυτός» μου.

Δανείζομαι 20 ευρώ από την συμβία, τα βάζω βενζίνη και ξεκινώ 6.30 το πρωί. Ο «εαυτός» μου κι’ εγώ.

Τακτοποιώντας όλες τις υποχρεώσεις του μήνα, άδειασε το ταμείο. Ίσα βάρκα ίσα νερά.
Περίμενα την πληρωμή επιταγής πελάτη που δεν πληρώθηκε και να ‘μαι τώρα ρέστος, ξημερώματα Παρασκευής, έξαλλος στους δρόμους.

«Πώς την πάτησες έτσι ρε φίλε;»
– Άσε, τώρα την έκανα τη μαλακία. Πάω και βλέπουμε.
«Και άμα δεν δούμε τι γίνεται;»
-Θα δούμε.

Και είδαμε.

Φανάρι κόκκινο Μαρτίου με Δελφών.
Και γυναικεία σιλουέτα,50 μέτρα πιο κάτω να περιμένει λεωφορείο.
Στο αριστερό χέρι τσάντα, στο δεξί στα δυο δάχτυλα τσιγάρο και ανάμεσα στα δύο μικρά και τον αντίχειρα πλαστικό ποτήρι καφέ.
Τζιν πανταλόνι, αμάνικο μπουφανάκι ξεκούμπωτο και από μέσα μακό μπλουζάκι μέχρι τους γοφούς.
Μαλλί σκούρο αλογοουρά. Ηλικία γύρω στα σαράντα.


-Καλή.
«Πολύ καλή».
-Είσαι;
«Είμαι».

Αυτοπεποίθηση στα ύψη.

-Έχω ατάκα δοκιμασμένη και αποτελεσματική. Τί μουσική;
«Κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα. Ψάξε στα CD»


Αρχίζω να ψάχνω.


«Τι να γουστάρει άραγε».
-Ρε συ, θυμάσαι που διάβασες για την ιδανική διαφορά ηλικίας για αρπαχτές; Τα μισά συν εφτά.
«Ε ναι, 35άρα βγαίνει».
-Μπορεί να είναι και τόσο. ΘΡΙΑΜΒΟΣ! Αρλέτα ”ΜΠΑΡ ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ”. Κουλτουριάρα μου φαίνεται.
«Ξεκίνα. Πράσινο».


Σταματώ μπροστά της .Ανοιχτό παράθυρο συνοδηγού…

(Εχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο,
βρέθηκα να τα πίνω μ’ έναν άγιο.
Καθότανε στο διπλανό σκαμπό
και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό)

….και…”Καλημέρα. Βαρέθηκα κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Πάμε να φύγουμε;”
Μετά την πρώτη έκπληξη, αποστρέφει το βλέμμα της και κάνει 2-3 βήματα προς αντίθετα.
Βάζω ”πρώτη” και φεύγω.

«Μεγάλε, έτσι τα παρατάς, με τη μία;»
-;;;
«Ξαναγύρνα».

Στο πρώτο στενό στρίβω δεξιά…

«Πού πας, μονόδρομος».
-..χέσε με τώρα. Εφτά παρά τέταρτο μου μιλάς για μονόδρομο.

Βγαίνω Μαρτίου. Έχω φανάρι κόκκινο, στρίβω με μπάντες. Από αριστερά λεωφορείο. Κορνάρισμα, παίξιμο φώτων. Σταματώ μπροστά της και…”μήπως το ξανασκέφτηκες;”


(Αν θες ν’ αγιάσεις
πρέπει ν’ αμαρτήσεις
ε κι’ άμα προλάβεις
να μετανοήσεις).

Και κάνει την κίνηση!


Αδιόρατο, αλλά ορατό, συγκαταβατικό χαμόγελο, πετάει τον καφέ, χέρι απλωμένο για το πόμολο.
Ψυχολογία στα ουράνια και…


ΠΑΝΙΚΟΣ


«Τι κάνεις ρε άχρηστε, αφού δεν έχεις μία, ούτε για προφυλακτικά».
-Όχι ρε πούστη μου.

ΒΑΖΩ ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ ΦΕΥΓΩ.
Πανικός.
Ματιά στον καθρέφτη. Μετέωρο χέρι. Σηκώνεται και…μούντζα.

-Να φύγω ρε, τ’ ακούς; Να φύγω, να φύγω. ΝΑ ΦΥΓΩ. Δεν μιλάς ε, τι να πεις.

Πανικός.


-Άμα έχει κάμερα με δισεκατομμύρια Mpixel και βγάλει φωτό και βρει αριθμό και ρωτήσει τροχαία και βρει όνομα και βρει τηλέφωνο και…”είσαι γελοίος, είσαι ηλίθιος, είσαι βλάκας  ΕΙΣΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ” -πόσο κυρία μπορεί να κρατηθεί μια κυρία;- να φύγω, να φύγω, ΝΑ ΦΥΓΩ, να χαθώ από τα μάτια της. Σε μαύρη τρύπα του διαστήματος.


«Τα σκάτωσες»
-Σκάσε.
«Τώρα τι κάνουμε;»
-Βούλωστο γαμώτο σου. Μη μιλάς.

Ποιά κόκκινα, ποιοί μονόδρομοι, ποιά STOP.
Έτσι κουτρουβαλιστός φτάνω στον πελάτη. Με βλέπει ”φορτωμένο”.
”Ηρέμησε Αλέξανδρε .Έφαγα φέσι κι’ εγώ. Ας το δούμε λογικά και ψύχραιμα. Έχω πρόταση.”

-Λέγε. Σ’ ακούω.
”Ό,τι αγοράζω πλέον σε πληρώνω μετρητοίς και επί πλέον κάτι για το χρέος”.
-Τώρα δώσε ό,τι έχεις.
”Έχω 100 κρυμμένα για ώρα ανάγκης. Πάρτα”.

«Πάρτα και φύγε»
Δώστα.

Γυρίζω το απόγευμα σπίτι.
-Πάρε τα 20 σου.
”Τι έγινε. Τι έπαθες;”


Αφηγούμαι στη συμβία όλη την ιστορία. Δεν έχω μούτρα.


”Είσαι απαράδεκτος”.
-Για ποιό από τα δύο;
”Και για τα τρία”

-Ποιά τρία;


”Δεν προφύλαξες τη δουλειά σου, άφησες γυναίκα σύξυλη, ΞΕΦΤΙΛΑ, επειδή δεν είχες καβάντζα προφυλακτικά και δηλαδή ΑΝ ΕΙΧΕΣ προφυλακτικά ΘΑ ΤΟΛΜΟΥΣΕΣ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΣΠΙΤΙ;
ΧΩΡΙΖΟΥΜΕ ΑΠΟ ΚΛΙΝΗΣ ΜΕΧΡΙ ΝΕΟΤΕΡΑΣ”

Μόνο έτσι δεν το είχα δει.


«Δικέ μου, έχεις πολύ ακριβά γούστα».
-Γιατί το λες;
«Η ρόμπα που έμεινε το μάτι σου είναι Βερσάτζε»… «πάρε πέντε».


Get out
ρε, I will kill you.

(Καθότανε στο διπλανό σκαμπό
στο τέλος πλήρωσε
και τον λογαριασμό).

-Τον πλήρωσα Αρλέτα αγαπημένη. Πολύ ακριβά.

 

* Ο Αλέξανδρος Μπέμπης αυτοβιογραφείται: “Εμφανίστηκα κάποτε στη Θεσσαλονίκη, όπου εξακολουθώ να υπάρχω. Οι συνήθειες που με ευχαριστούν, είναι να θυμάμαι, να γράφω, να γνωρίζω καινούργιους φίλους και να τους κάνω δώρα, κρατώντας το σημαντικότερο για τον τυχερό τελευταίο. Μετά θα εξαφανιστώ”

[iframe width=”420″ height=”315″ src=”//www.youtube.com/embed/RZUsUlZhUJA” frameborder=”0″ allowfullscreen ]