iporta.gr

Λενόρα – Lenora, του Βαγγέλη Παυλίδη

Λενόρα
Göttfried August Bürger
1790
Πρόχειρη μετάφραση Β. Παυλίδης

 

“Τι σε χολιάζει, αγάπη μου; λαμπρό είναι το φεγγάρι-
Καλπάζουν γενναία οι νεκροί μέσα στη νύχτα.
Φοβάται η αγάπη μου του σιωπηλούς νεκρούς;”
“Αλλοίμονο, άσε τους να κοιμούνται στο στενό τους κρεβάτι.”
“Άλογο, άλογο! Του κόκορα η στριγγή νότα θαρρώ πως είναι,
και στην κλεψύδρα η άμμος κοντεύει να τελειώσει-
΄Αλογο, άλογο, τρέχα! χαράζει η μέρα-
Είναι η μυρωδιά η γλυκιά του πρωινού αγέρα.
Τέλειωσε, τέλειωσε το ταξείδι μας:
Δωμάτιο, δωμάτιο για τον γαμπρό και τη νύφη!
Επι τέλους, επι τέλους, φτάσαμε,
Γιατί η ταχύτητα του νεκρού δεν έχει σιγανέψει!”
Και γρήγορα μπροστά σε σιδερένια πύλη
με χαλινάρια χαλαρά εφτάσαν –
Και στ’ άγγιγμα του καβαλάρη οι σύρτες πίσω πεταχτήκαν.
Λύγισαν τα κάγγελα και σπάσαν-
Με εκκωφαντική κλαγγή άνοιξαν οι πόρτες
Και πάνω απο τους άσπρους τάφους όρμησαν με βία:
Χορταριασμένα και σκυθρωπά μοιάζαν τα μνήματα τριγύρω,
Καθώς έλαμπαν στο φως το αχνό του φεγγαριού.
Μα κοίτα, κοίτα! μέχρι ν’ ανοιγοκλείσει μάτι,
Δες! απαίσιο ένα θαύμα!
Κομμάτι κομμάτι, του καβαλλάρη το ρούχο
Σαν φρόκαλο έπεσε κάτω!
Γυμνό απο τρίχες και σάρκα, ένα κρανίο γυμνό,
Τρομερή ήταν η όψη του απόκοσμου κεφαλιού –
Η μάσκα η ανθρώπινη εκεί δεν ήταν πια,
Κι ο σκελετός δρεπάνι κρατούσε και κλεψύδρα.
Ξεφύσησε το άτι καθώς χοροπηδούσε,
Και σπίθες γύρω αναπηδήσαν:
Ποιός να πει αν εξαφανίστηκε έτσι απλά
Ή αν χάθηκε στο χώμα που έχασκε ανοιχτό;
Βογγητά στο χώμα, στριγγλιές στον αέρα!
Παντού κραυγές και ουρλιαχτά!
Μισο-ζώντανη, μισο-πεθαμένη της Λενόρας η ψυχή
Πάλευε όπως δεν είχε ξαναπαλέψει.

 

 

What ails my love? the moon shines bright:
Bravely the dead men ride thro’ the night.
Is my love afraid of the quiet dead?”
“Alas! let them sleep in their narrow bed.”
“Horse, horse! meseems ’tis the cock’s shrill note,
And the sand is well nigh spent;
Horse, horse, away! ’tis the break of day, –
‘Tis the morning air’s sweet scent.
Finished, finished is our ride:
Room, room for the bridegroom and the bride!
At last, at last, we have reached the spot,
For the speed of the dead man has slackened not!”
And swiftly up to an iron gate
With reins relaxed they went;
At the rider’s touch the bolts flew back
And the bars were broken and bent;
The doors were burst with a deafening knell,
And over the white graves they dashed pell mell:
The tombs around looked grassy and grim,
As they glimmered and glanced in the moonlight dim.
But see! but see! in an eyelid’s beat,
Towhoo! a ghastly wonder!
The horseman’s jerkin, piece by piece,
Dropped off like brittle tinder!
Fleshless and hairless, a naked skull,
The sight of his weird head was horrible;
The lifelike mask was there no more,
And a scythe and a sandglass the skeleton bore.
Loud snorted the horse as he plunged and reared,
And the sparks were scattered round: –
What man shall say if he vanished away,
Or sank in the gaping ground?
Groans from the earth and shrieks in the air!
Howling and wailing everywhere!
Half dead, half living, the soul of Lenora
Fought as it never had fought before.

 

 

Βαγγέλης Παυλίδης

η σελίδα του