iporta.gr

Λεϊσμανίωση (Καλα-αζάρ) του Σκύλου-ό,τι πρέπει να ξέρεις, του Θωμά Πολύδωρου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Θωμάς Πολύδωρος είναι κτηνίατρος

Τί είναι και πώς μεταδίδεται;

Πρόκειται για ένα από τα πιο συχνά και σοβαρά λοιμώδη νοσήματα του σκύλου στη χώρα μας. Οφείλεται σε ένα πρωτόζωο (Leishmania infantum), το οποίο μεταδίδεται με το τσίμπημα μολυσμένου θηλυκού φλεβοτόμου (σκνίπα), ενώ έχει αναφερθεί και μετάδοση από μετάγγιση μολυσμένου αίματος σε υγιή σκύλο. Προσβάλλει σκύλους ηλικίας μεγαλύτερης των 6 μηνών, ενώ δεν παρατηρείται κάποια διάκριση ως προς τη φυλή ή το φύλο. Εκτός από το σκύλο, το νόσημα έχει εμφανιστεί σε άγρια σαρκοφάγα, πρόβατα, γάτες, τρωκτικά καθώς και στον άνθρωπο.

 

Ποιά είναι τα συμπτώματα;

Μετά την είσοδο του πρωτοζώου στον οργανισμό του σκύλου, ακολουθεί μια περίοδος που διαρκεί από λίγους μήνες εώς και χρόνια κατά την οποία η λοίμωξη παραμένει ασυμπτωματική, ενώ ακολούθως εκδηλώνονται τα συμπτώματα. Η Λεïσμανίωση εκδηλώνεται είτε με τη δερματική, είτε με τη σπλαχνική της μορφή. Συνηθέστερη είναι η σπλαχνική λεϊσμανίωση, η οποία συνοδεύεται από ποικίλης έκτασης δερματικές αλλοιώσεις. Τα κυριότερα συμπτώματα της νόσου αποτελούν η προοδευτική απώλεια του σωματικού βάρους (παρά την φυσιολογική όρεξη), ο πυρετός, η γενικευμένη λεμφογαγγλιομεγαλία, οι έμετοι, οι διάρροιες, η ονυχομεγαλία, η επιπεφυκίτιδα, ο βήχας και η επίσταξη (αίμα από την μύτη), μόνα τους ή σε διάφορους συνδυασμούς, συνοδευόμενα (συνήθως) ή όχι από δερματικές αλλοιώσεις ενώ σε πιο προχωρημένα στάδια παρατηρείται γενικευμένη ατροφία μυών, πολυαρθρίτιδα (χωλότητα, επώδυνη διόγκωση αρθρώσεων) και Νεφρική Ανεπάρκεια, η οποία αποτελεί, εν τέλει, και την αιτία θανάτου του σκύλου στην πλειονότητα των περιστατικών. Σημειώνεται ότι στη γάτα η συγκεκριμένη νόσος είναι ασυμπτωματική ή εκδηλώνεται μόνο με ήπιες δερματικές αλλοιώσεις.

 

Πώς γίνεται η διάγνωση;

Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα του ζώου, η οποία σε συνδυασμό με το ιστορικό (π.χ. σκύλος που ζει σε αυλή / σε περιοχή με πολλές σκνίπες) δημιουργεί ισχυρή υποψία ύπαρξης της νόσου, η οποία επιβεβαιώνεται με εξετάσεις αίματος (ορολογικές εξετάσεις, προσδιορισμός τίτλου αντισωμάτων) και άλλες πιο εξειδικευμένες εξετάσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάγνωση της νόσου, θεωρείται απαραίτητος ο εργαστηριακός έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας του ζώου, η οποία αποτελεί μία έμμεση αλλά σαφή, τις περισσότερες φορές, ένδειξη της εξέλιξης της νόσου και καθορίζει και την πρόγνωση (καλή νεφρική λειτουργία = καλύτερη πρόγνωση).

Πολύ σημαντικό είναι η διάγνωση να γίνεται όσο το δυνατόν συντομότερα, γεγονός που υποδεικνύει τη σκοπιμότητα διενέργειας προληπτικών εξετάσεων για Λεïσμανίωση 1 – 2 φορές τον χρόνο και κατά προτίμηση πριν την έναρξη της κρίσιμης περιόδου (περί τον Μάρτιο) και μετά το πέρας αυτής (περί τον Οκτώβριο).

 

Υπάρχει θεραπεία;

Στη χώρα μας, ο νόμος απαγορεύει τη θεραπεία της λεισμανίωσης και επιβάλλει την ευθανασία, με το σκεπτικό ότι έτσι θα περιοριστεί η εξάπλωση της νόσου. Η εφαρμογή, όμως του νόμου θεωρείται ηθικά, κοινωνικά και επιστημονικά μη αποδεκτή, καθώς:

-ο αριθμός των προσβεβλημένων σκύλων στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα υψηλός, οπότε θα πρέπει να θανατωθούν πολλά ζώα.

-ακόμα και να θανατωθούν όλα τα οροθετικά σκυλιά μιας περιοχής, αποθήκη του παράσιτου αποτελούν και άλλα ζώα όπως τα τρωκτικά, τα πτηνά, τα πρόβατα ακόμα και ο ίδιος ο άνθρωπος.

-η σκνίπα μπορεί να ταξιδέψει σε απόσταση έως και 2 χιλιομέτρων, καθημερινά, άρα δεν μπορεί να απομονωθεί το νόσημα.

-η επιστημονική πρόοδος που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια σε αυτόν τον τομέα, επιβάλλει την ανάληψη προσπάθειας για θεραπεία.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, και εφόσον το επιτρέπει η κλινική εικόνα του ζώου, και στη χώρα μας, πλέον, προχωράμε σε θεραπευτική αγωγή.

Η θεραπεία συνίσταται στη χορήγηση φαρμάκων με παρασιτοκτόνο, παρασιτοστατική ή ανοσορρυθμιστική δράση, σύμφωνα με συγκεκριμένα θεραπευτικά σχήματα και για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, ανάλογα και με την ανταπόκριση του ασθενούς (ενδεχομένως και εφ’ όρου ζωής). Στόχος της θεραπείας είναι ο έλεγχος των συμπτωμάτων και η εξασφάλιση καλής ποιότητας ζωής του ζώου, καθώς η παρασιτολογική ίαση δεν επιτυγχάνεται ποτέ (το πρωτόζωο παραμένει στον οργανισμό του ζώου αλλά χωρίς να εμφανίζονται συμπτώματα). Από την έναρξη της θεραπείας και εφ’ όρου ζωής, ο σκύλος θα πρέπει να υποβάλλεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε εξετάσεις αίματος (εργαστηριακός έλεγχος νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας, προσδιορισμός τίτλου αντισωμάτων κατά της Leishmania infantum κ.ά.), ώστε να εξασφαλίζεται ο αποτελεσματικός έλεγχος της νόσου. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τη στιγμή που ένας σκύλος εμφανίσει συμπτώματα και εφόσον δεν γίνει καμία προσπάθεια θεραπευτικής αγωγής, το 90% των σκύλων θα πεθάνει μετά από χρονικό διάστημα 3-24 μηνών.

Πώς επιτυγχάνεται η πρόληψη της νόσου;

Η πρόληψη της νόσου βασίζεται στην μηνιαία χορήγηση εξωπαρασιτοκτόνου σκευάσματος (αμπούλα / spray), με ιδιαίτερη έμφαση στους θερμούς και υγρούς μήνες του χρόνου, κατά τους οποίους ο πληθυσμός της, υπεύθυνης για την μετάδοση, σκνίπας αυξάνεται ραγδαία, στην τοποθέτηση αντιπαρασιτικού περιλαίμιου κάθε 4 μήνες, στην απομάκρυνση με κάθε δυνατό τρόπο των εντόμων (μεταξύ των οποίων και της σκνίπας) από τον χώρο διαβίωσης του ζώου, π.χ. ψεκασμός με εντομοαπωθητικές ουσίες κάθε βράδυ, αποφυγή λιμναζόντων υδάτων, τοποθέτηση σίτας στα παράθυρα κ.λπ. Τα τελευταία 3 χρόνια κυκλοφορεί στην Ελλάδα εμβόλιο για την πρόληψη της Λεïσμανίωσης, το οποίο προσφέρει ένα ποσοστό προστασίας γύρω στο 80% και το οποίο, σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα, είναι τα σημαντικότερα όπλα στη φαρέτρα μας, στη μάχη με τη Λεïσμανίωση.

 

 

Υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης της νόσου από σκύλο σε σκύλο ή στον άνθρωπο;

 

Η νόσος δεν είναι άμεσα μεταδοτική ούτε από σκύλο σε σκύλο αλλά ούτε και από τον σκύλο στον άνθρωπο, καθώς για την μετάδοση είναι απαραίτητη η μεσολάβηση της σκνίπας. Συγκεκριμένα, όταν μια μη μολυσμένη σκνίπα τσιμπήσει έναν μολυσμένο σκύλο, λαμβάνει την αμαστιγωτή μορφή της Leishmania. Ακολούθως στον οργανισμό της σκνίπας η αμαστιγωτή μορφή εξελίσσεται στην προμαστιγωτή, η οποία αποτελεί και την μολύνουσα μορφή, σε χρονικό διάστημα 8-10 ημερών. Τότε μόνο η συγκεκριμένη σκνίπα μπορεί να μολύνει έναν υγιή σκύλο ή άνθρωπο.

 

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι για την μετάδοση της νόσου υπεύθυνη είναι η σκνίπα και όχι ο μολυσμένος σκύλος.

Η Λεïσμανίωση προσβάλλει και τον άνθρωπο, αλλά αφενός, οφείλεται σε συγγενές, και όχι στο ίδιο, πρωτόζωο και αφετέρου, έχει βρεθεί ότι υπάρχουν ζωοφιλικές και ανθρωποφιλικές σκνίπες και επομένως η ενοχοποίηση του σκύλου είναι παντελώς άτοπη. Στον άνθρωπο υπάρχει θεραπεία με την οποία επιτυγχάνεται πλήρης ίαση.