iporta.gr

Λαύριο 1896: Η απεργία των μεταλλωρύχων, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

 

 

 

 

 

 

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου 

 

 

 

 

 

Φαίνεται ότι παρά το γεγονός ότι ο Απρίλιος είναι ο μήνας της αναγέννησης της φύσης, για μας, τους Έλληνες, υπήρξε πολλές φορές πικρός. Το ίδιο έγινε και το 1896 με την απεργία των μεταλλωρύχων που βάφηκε από το αίμα τεσσάρων εξ αυτών.

Ας δούμε τι συνέβη.

 

Οι 1.800 (ή 2.500 κατά τον «Ριζοσπάστη» της εποχής) εργάτες των μεταλλείων του Λαυρίου κηρύττουν απεργία. Διεκδικούν από τον σκληρό Ιταλό εργοδότη τους Σερπιέρι αύξηση μισθού, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, έγκαιρη μεταφορά τους σε νοσοκομείο, σε περίπτωση τραυματισμού… και κατάργηση των εργολάβων (μεσαζόντων που έπαιρναν το έργο μιας στοάς από τη διεύθυνση της εταιρίας και φρόντιζαν να βάζουν τους εργάτες να δουλεύουν για δικό τους λογαριασμό. Η εταιρία τους έδινε και τον μισθό των εργατών, αλλά οι εργολάβοι κρατούσαν το μεγαλύτερο μέρος).

 

Οι συνθήκες εργασίας φρικτές. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί συνεχώς τη ζωή τους είναι η μολυβδίαση, από την οποία δεν γλυτώνει κανείς- μετά από λίγα χρόνια εργασίας οι εργάτες αχρηστεύονται ενετελώς. Ένας γιατρός είπε χαρακτηριστικά: «αν κόψω ένα κομμάτι από τη σάρκα σας και το πετάξω σ’ ένα σκυλί, το σκυλί θα ψοφήσει».

 

Η εταιρία είχε υποσχεθεί στους τεχνίτες αυξήσεις της τάξεως του 5% , αλλά δεν το έκανε. Εκείνοι σχημάτισαν μια επιτροπή και έθεσαν τα αιτήματά τους στην διεύθυνση. Ο υποδιευθυντής Κοντιέ, όμως, τους βρίζει…

 

Εργάτες και τεχνίτες συγκρότησαν τότε μια Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή. Την επόμενη μέρα (2 Φεβρουαρίου) ο αριθμός των απεργών έφτασε στους 2.100.

 

Τέσσερις μέρες αργότερα, ένα πλήθος εργατών ξεχύνονται στις εγκαταστάσεις των μεταλλείων για να πείσουν κι άλλους να τους ακολουθήσουν. Οι χωροφύλακες πυροβολούν και ο εργάτης Συρίγος πέφτει νεκρός.

 

Οι απεργοί απαντούν με πέτρες και ο χώρος μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Οι χωροφύλακες πετούν τα όπλα και τρέπονται σε φυγή. Κι άλλοι εργάτες ενώνονται στο απεργιακό κύμα που ξεσπά μανιασμένο, τυφλό από οργή στη θέα του αίματος του Συρίγου.

 

Στην κηδεία του φτωχού Συρίγου πέφτουν κατάρες για τους δολοφόνους από μια λαοθάλασσα που υπερβαίνει τα 7.000 άτομα…

 

Ο Φεβρουάριος κυλά αργά και βαρύθυμα. Κάπου στη μέση του μήνα οι εργάτες των μεταλλείων εμποδίζουν το ατμόπλοιο «ΜΑΡΙΑ» του εφοπλιστή Βλάση να ξεφορτώσει κάρβουνο. Το πλοίο βάζει πλώρη για τον Πειραιά, αλλά η εκεί Ένωση Εργατών Λιμένος Πειραιώς δεν το επιτρέπει. Οι απεργοί επιμένουν με τις καρδιές τους ζεσταμένες από τα μηνύματα και τα όσα χρήματα λαμβάνουν από διάφορα συνδικάτα.

 

Έχουμε φθάσει στα μέσα Μαρτίου, όταν το «ΜΑΡΙΑ», στρατολογώντας και 35 απεργοσπάστες από τον Πειραιά, κάνει προσπάθεια να ξεφορτώσει στο Λαύριο.

 

Στην προκυμαία τους περιμένει ένα πλήθος πάνω από 3.000 ανθρώπους. Μπροστά από τους άνδρες στέκουν οι γυναίκες και οι μάνες τους. Οι απεργοσπάστες τα παρατούν φοβισμένοι και καταφεύγουν στο αμπάρι. Το πλήθος εξαγριωμένο ορμά στη σιδερένια πόρτα, οι χωροφύλακες υποχωρούν, αλλά χτυπούν με τους υποκοπάνους. Οι γυναίκες, όμοια θηρία ουρλιάζουν και ορμούν με πέτρες, ξυλοκάρβουνα, ξύλα και ό,τι άλλο βρίσκουν στο λιμάνι.

 

Πίσω τους ακούγεται ποδοβολητό και απειλές από το στόμα του ανθυπομοίραρχου Λέκκα «θα σας σκοτώσω…!» Μια ηλικιωμένη σπάζει το ραβδί της στο πρόσωπό του, η σύγκρουση γίνεται αγριότερη, σώμα με σώμα. Γυναίκες αρπάζουν τα όπλα από τους χωροφύλακες και τα πετούν στη θάλασσα, αλλά όλο και περισσότεροι εμφανίζονται ετοιμοπόλεμοι και δεν αργούν να επικρατήσουν, σέρνοντας τις γυναίκες από τα μαλλιά ως σφάγια. Οι καμπάνες χτυπούν και οι υποκόπανοι πέφτουν πάνω στα σώματα των απεργών, το αίμα βάφει το χώμα.

 

Το πείσμα των απεργών αποδεικνύεται μεγάλο. Η απεργία και τα επεισόδια συνεχίζονται.

 

Ο Σερπιέρι, κρυμμένος στην πολυτελή του βίλα, μόλις λίγα μέτρα μακρύτερα, φυγαδεύτηκε, μεταμφιεσμένος σε ιερέα και σώθηκε, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή από τη μανία των απεργών…

 

Αστυνομικές δυνάμεις έφτασαν στα ορυχεία τις επόμενες μέρες για να απωθήσουν τους απεργούς, αλλά εκείνοι επέμειναν. Η κυβέρνηση έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις αυτή τη φορά, κι έναν πολεμικό πλοίο για να τους τρομοκρατήσει.

 

Στις συμπλοκές σκοτώθηκαν άλλοι δύο εργάτες, τραυματίστηκαν πολλοί, ενώ συνελήφθησαν και δικάστηκαν δεκαπέντε από τους είκοσι πέντε απεργούς για τους οποίους υπήρχαν εντάλματα σύλληψης.

 

Στις 21 Απριλίου η απεργία έληξε βίαια. Οι απεργοί πέτυχαν μόνον μια μικρή αύξηση στο μεροκάματο (από 2,5 σε 3,5 δρχ).

Μετά την απεργία εγκαταστάθηκε μόνιμα στα μεταλλεία ένα στρατιωτικό σώμα, για να αποτρέπει κάθε πιθανή εξέγερση, ενώ οι εργάτες δούλευαν πλέον κάτω από καθεστώς τρομοκρατίας.