iporta.gr

Ξαναδιαβάζοντας τα στερεότυπα, του Άρη Μαραγκόπουλου

«Η αρχή του κόσμου», του Κουρμπέ

 

…J’ai pris soin de vous écrire là-haut ces trois termes
«pleasure-seeking», «object-seeking»
…en tant qu’elle [le désir] recherche le plaisir, en tant qu’elle recherchel’objet.

Jacques Lacan, Séminaire, Livre VI, Le désir et son interprétation
(1o μάθημα).

 

Το L’ Origine du monde, του Κουρμπέ, έχει μια περιπετειώδη ιστορία που συνήθως σκεπάζει την ουσία του έργου που ο Γκιστάβ ζωγράφισε τέσσερα χρόνια πριν την Κομμούνα. Παρόλα αυτά η περιπετειώδης διαδρομή του έργου από το εργαστήριο του Κουρμπέ στα 1866 μέχρι το μουσείο του Ορσέ το 1995 παραμένει ενδιαφέρουσα ως ιστορία του ματιού(για να θυμηθούμε τον Ζορζ Μπατάιγ) – με την έννοια ότι καθώς εμείς το κοιτάζουμε στη σύγχρονη συγκυρία του βιασμένου και βιαστικού οφθαλμοπόρνου μεταμοντερνισμού, αν το θελήσουμε μπορούμε να κοιτάξουμε από πλεονεκτική θέση και προς άλλα βλέμματα διασκορπισμένα εδώ κι εκεί στην Ιστορία: τα λιγότερο ή περισσότερο διστακτικά, διακριτικά, διεισδυτικά, ελευθεριακά, χυδαία ή απλώς περίεργα βλέμματα εκείνων που (υποθέτουμε ή ξέρουμε ότι) το αντίκρυσαν από τότε έως σήμερα.

Η ιστορία του έργου αρχίζει με έναν αξιωματούχο της Οθωμανικής Τουρκίας, τον Χαλίλ μπέη, πρέσβη για ένα διάστημα στην Αθήνα, μετά στην Αγία Πετρούπολη, ο οποίος αργότερα τοποθετήθηκε στο Παρίσι όπου και εισήλθε στον λογοτεχνικό κύκλο του πληθωρικού κριτικού και λογίου Σεν Μπεβ. Ο τελευταίος τον γνώρισε στον Κουρμπέ και ο τούρκος μπέης (που ήταν ήδη συλλέκτης σημαντικών έργων) παρήγγειλε στον ρεαλιστή ζωγράφο ένα έργο ερωτικό (βλέπε πορνογραφικό) αφού στη συλλογή του με παρόμοια έργα συγκαταλεγόταν ήδη το περίφημο Τουρκικό λουτρό (Le Bain turc, 1862) του οφθαλμοπόρνου γερο-Ένγκρ και οι προκλητικά αισθαντικές Κοιμώμενες (Les Dormeuses, 1866) του ίδιου του Κουρμπέ.

Όμως ο Χαλίλ μπέης ήταν μανιώδης χαρτοπαίκτης. Τα οικονομικά του κάποια στιγμή κατέρρευσαν και ο πίνακας σύντομα παραχωρήθηκε για να ξεπληρωθεί μέρος των χρεών του. Ένας αντικέρ τον αγόρασε μισοτιμής δυο χρόνια αργότερα και δεν του έδωσε καμία σημασία μέχρι που ο ένας εκ των αδελφών Γκονκούρ (αυτός που θέσπισε το περιώνυμο βραβείο λογοτεχνίας) ανακάλυψε το έργο πίσω από κάτι αδιάφορους πίνακες με τοπία, κάστρα κλπ. στα 1889. Το έργο πέρασε σε μια άλλη γκαλερί απ’ όπου ένας Ούγγρος βαρόνος το αγόρασε στα 1910 και το πήρε μαζί του στη Βουδαπέστη. Τα σοβιετικά στρατεύματα το θεώρησαν λεία πολέμου στον δεύτερο Παγκόσμιο αλλά το επέστρεψαν στον κάτοχό τους ο οποίος, κατά την αναχώρησή του ως εμιγκρέ από την Ουγγαρία για το Παρίσι και, καθώς είχε δικαίωμα να πάρει μαζί του ένα μόνο έργο, διάλεξε τοL’Origine.

 

Το 1955 το έργο δημοπρατήθηκε 1.5 εκατομμύριο γαλλικά φράγκα. Ο νέος του ιδιοκτήτης ήταν ο γνωστός ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν. Με τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου του (πρώην συζύγου του Ζορζ Μπατάιγ), της ηθοποιού Sylvia Bataille (γνωστής από το κινηματογραφικό Une partie de campagne του Jean Renoir), εγκατέστησε το έργο στο εξοχικό τους στο Guitrancourt. Οι Λακάν, μάλιστα, ζήτησαν από τον γαμπρό τους, σουρεαλιστή ζωγράφο André Masson, να φτιάξει ένα έργο κυλιόμενο επάνω στο πρωτότυπο ώστε να το κρύβει σε κάποιες περιπτώσεις που αισθάνονταν ότι οι επισκέπτες τους θα ένιωθαν άβολα…

Όταν ο Λακάν πέθανε στα 1981, το Υπουργείο Οικονομικών στη Γαλλία συμφώνησε να ρυθμίσει τον φόρο κληρονομιάς της οικογένειας Λακάν με τη μεταφορά του έργου στο Musée d’ Orsay – όπου και βρίσκεται από το 1995 (η φωτογραφία εδώ που το κοιτάζω λοξά είναι τέσσερα πέντε χρόνια αργότερα).

 

Tι απεικονίζει άραγε αυτό το έργο; Πώς εγγράφεται στην ιστορία του βλέμματος με αυτόν τον τίτλο; Η αρχή του κόσμου, Η καταγωγή του κόσμου, η προέλευση του κόσμου. Η προφανής εξήγηση ότι το έργο (αυτο)προσδιορίζεται ως άμεση απάντηση σε όσους εξηγούν την καταγωγή του κόσμου με τη μεταφυσική δεν επαρκεί. Ο Κουρμπέ ήταν συνειδητός ζωγράφος, που εδώ σημαίνει με σαφή άποψη για την υλικότητα των πραγμάτων. Πέρα από τη γνωστή ιστορία, για την αυθόρμητη συμμετοχή του στην Κομμούνα του 1871 και την πικρή τιμωρία που του επεφύλαξε η κυβέρνηση του χασάπη Θιέρσου και του αδίστακτου Μακ Μαόν, ο Κουρμπέ εννοούσε τον ρεαλισμό του όχι ως θεαματική αναπαράσταση του Πραγματικού αλλά ως συμμετοχή του θεατή στο Πραγματικό, θεωρώντας τον τελευταίο συστατικό μέρος της εικονογράφησης / απόδοσης του Πραγματικού. Ο Κουρμπέ ζωγραφίζει πάντα αυτόν που κοιτάζει το ζωγραφισμένο, ζωγραφίζει το βλέμμα. Τι άλλο είναι άλλωστε τα διασημότερα έργα του όπως η επική Ταφή στο Ορνάν(1849-1850) ή το αλληγορικό Ατελιέ του ζωγράφου (1855) όπου στο πρώτο τολμηρά απεικονίζεται όλη η αγροτική διαστρωμάτωση και στο δεύτερο η αστική αντίστοιχη της κοινωνίας της εποχής του – έργα που παρακινούν τον θεατή να τοποθετηθεί, στην κυριολεξία, μέσα στο ετερόκλητο πλήθος αυτών των δύο έργων;

Στην Αρχή του κόσμου ο Κουρμπέ, με μια γραφή που, διόλου τυχαία, «δανείζεται» τις τεχνικές της βενετσιάνικης σχολής του Τιτσιάνο και του Τζιορτζόνε, δεν ζωγραφίζει ούτε με χειρουργική ούτε με πορνογραφική ματιά (παρόλο που η παραγγελία πιθανότατα είχε αυτή τη δεύτερη σκοπιμότητα). Ζωγραφίζει ή, έστω, επιχειρεί να ζωγραφίσει, τη γυμνή από τα οποιαδήποτε παραφερνάλια ζωικότητα, τον απτό παλμό, τη γήινη αίσθηση του Πραγματικού. Όμως και πάλι αυτό που γράφω δεν εξηγεί πλήρως αυτή την εμφατική ματιά που αποκόβει το πρόσωπο ώστε το βλέμμα του θεατή να επικεντρωθεί αναγκαστικά Εκεί. Να το διατυπώσω διαφορετικά: ο Κουρμπέ εδώ ζωγραφίζει το μάτι που κοιτάζει την αρχή του, ζωγραφίζει την πρωταρχική ματιά, το πρώτο βλέμμα προς την Επιθυμία – πέρα από την επεξεργασμένη αναζήτηση της plaisir, πέρα από την επεξεργασμένη αναζήτηση του objet της επιθυμίας. Αυτό κάνει. Ζωγραφίζει την Επιθυμία που (ο θεατής) δεν γνωρίζει το όνομά της.

 

Άρης Μαραγκόπουλος