iporta.gr

Κριτική βιβλίου: “Θες να παίξουμε;” του Ν. Μιχαλόπουλου, της Κώστιας Κοντολέων

 

* Η Κώστια Κοντολέων είναι συγγραφέας. 

 

 

 

 

Νίκος Μιχαλόπουλος
«Θες να παίξουμε;»
Εικόνες: Μιχάλης Λουκιανός
Εκδόσεις Άγκυρα

 

 

… όμως όλα τα πράγματα
στη ζωή δεν είναι παιχνίδι…

Αυτή η φράση υπάρχει στο εξώφυλλο τούτου βιβλίου, αμέσως κάτω από τον τίτλο του.

Και ασφαλώς κάτι θέλει από την αρχή να σηματοδοτήσει.

Ίσως κάτι παρόμοιο με τα πιο κάτω λόγια Τζορτζ Όργουελ

Ο αντικειμενικός σκοπός της καταδίωξης είναι η ίδια η καταδίωξη.

Ο αντικειμενικός σκοπός του βασανιστηρίου είναι το ίδιο το βασανιστήριο.

Ο αντικειμενικός σκοπός της δύναμης είναι η ίδια η δύναμη.

Τώρα μήπως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να με καταλάβεις;

Λοιπόν υπάρχουν πολλά βιβλία που πραγματεύονται ένα θέμα που πραγματικά είναι και επίκαιρο αλλά και εξόχως ανησυχητικό. Τον σχολικό εκφοβισμό –σ’ αυτόν αναφέρομαι.

Είναι ένα θέμα που πάντα ενδιέφερε και ενδιαφέρει τα παιδιά, κάποτε στην εφηβική ηλικία, σήμερα ακόμη και αυτά του δημοτικού και δυστυχώς έχει μολύνει ακόμη και αυτά του νηπιαγωγείου.

Αυτό, ωστόσο, που κάνει το συγκεκριμένο βιβλίο να διαφέρει είναι ο τρόπος που αναπτύσσει μυθιστορηματικά αυτό το θέμα – με κοφτούς ζωντανούς διαλόγους και με εικονογράφηση που το απογειώνει.

Δεν είναι, βέβαια, ένα χαρούμενο βιβλίο, όπως και δεν είναι απλά και μόνο ένα καλό βιβλίο. Είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο.
Οι ήρωες του απόλυτα πιστευτοί και οικείοι, τα λόγια τους εντελώς ρεαλιστικά. Κάποιων από αυτούς και έως κυνικά, λόγια που και μόνο η εκφορά τους μυρίζει βία, βία απωθητική και εν πολλοίς αδικαιολόγητη. Σκέψεις και συναισθήματα που σε απωθούν.
Παράλληλα όμως το ίδιο αυτό βιβλίο περιγράφει και έναν άλλο κόσμο. Χαρακτήρες, επίσης, ζωντανεύει οι οποίοι τα όσα λένε δεν είναι απλά λέξεις, είναι μια καταβύθιση στην ανθρώπινη ψυχή, μια επίπονη όσο απεγνωσμένη αναζήτηση της γνωριμίας του άλλου, η επιθυμία να γίνει μέρος της ζωής του, να συμμετέχει σε ότι του συμβαίνει, να εξερευνήσει τις κρυμμένες πτυχές του χαρακτήρα του.

Το βιβλίο δεν χρονοτριβεί με άχρηστες πληροφορίες, από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία οι ήρωες του είναι τόσο ζωντανοί που ο αναγνώστης θέλει να μάθει ακόμη περισσότερα για την ζωή τους, τον τρόπο που σκέφτονται, τους φόβους τους, τις μύχιες σκέψεις τους. Η αφήγηση είναι άμεση και σαφής, με συναισθηματικές αποχρώσεις και διαλόγους που μας ανοίγουν ένα παράθυρο για να κατανοήσουμε καλύτερα τα διλλήματα τους και ίσως κάποια στιγμή να παρασέρνουν εντέχνως την συμμετοχή μας σ’ αυτά.

Είναι ένα μυθιστόρημα που οδηγεί τον αναγνώστη σε σκοτεινά μονοπάτια. Ο συγγραφέας έχει δημιουργήσει έναν οδυνηρά ρεαλιστικό μύθο, που δεν ολισθαίνει σε κοινοτοπίες, τετριμμένες ατάκες και γλυκερούς διαλόγους και που φτάνει στον αποκορύφωμα του όταν αποδομεί την βία μέσα από τους λόγους που την δημιουργούν.

Η θέση του βιβλίου είναι ξεκάθαρη. Στοχεύει στην ανάγκη ύπαρξης εμπιστοσύνης και αγάπης ανάμεσα στους νέους ανθρώπους. Και για να γίνουμε περισσότερο σαφείς, προσπαθεί να τους πείσει πως δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τα τυχόν τραύματα της ζωής τους μόνοι τους. Και πως είναι απαραίτητη στην ζωή τους η γνώση πως υπάρχουν εντέλει μεγάλοι που νοιάζονται γι’ αυτούς, που θα σταθούν πλάι τους σε κάθε δύσκολη στιγμή και που θα μοιραστούν μαζί τουςφορτία που εκ πρώτης όψεως τους φαίνονται αβάσταχτα.

Ωστόσο, εκείνα τα παιδιά που δίκαια ή άδικα αισθάνονται παρατημένα και αβοήθητα, πληγώνονται σωματικά και συναισθηματικά, και οδηγούνται εν τέλει σε πράξεις που εκπορεύονται από τον φόβο και γι’ αυτό είναι βίαιες, αλλά που σε καμιά περίπτωση δεν είναι η λύση στα προβλήματα τους.

Και έτσι από θύματα πολύ εύκολα μετατρέπονται σε θύτες και δυστυχώς αγνοούν πως και γι’αυτούς υπάρχει η δυνατότητα κάποιων επιλογών μιας άλλης άποψης, ενός άλλου ήθους. Οι κακοί που κάποτε χρησιμοποίησαν την δύναμη τους ως μια μορφή άμυνας, αν μπορέσουν κάποια στιγμή να ακούσουν την εσωτερική φωνή τους και να ανακαλύψουν τον αληθινό μα επιμελώς κρυμμένο εαυτό τους θα έχουν σωθεί.

Το “Θες να παίξουμε;” αναλύει τον τρόπο που πολλοί άνθρωποι εξαναγκάζονται να πουν ψέματα για τα πραγματικά τους συναισθήματα και τις σκέψεις τους, από φόβο να μην ξεχωρίσουν και γίνουν στόχοι, και κυρίως επειδή πιστεύουν πως το ψέμα τους θα τους εξασφαλίσει ψυχολογική πληρότητα και συναισθηματική ευεξία. Επειδή δεν θέλουν –και ασφαλώς δίκαια- να αφήσουν τον εαυτό τους να γίνει ο εύκολος, ευάλωτος στόχος,επιλέγουν λάθος αντίδραση και μεταμορφώνονται σε σκληρά, απρόσβλητα κατά την άποψη τους, άτομα. Αναζητώντας την δύναμη για την δύναμη πάντα κερδίζουν αυτό που θέλουν μέσω αυτής. Και διαλέγουν τα θύματα τους ανάμεσα στα παιδιά που δεν έχουν κάνει τίποτα κακό, που το μόνο τους αμάρτημα είναι η διαφορετικότητα, η επιλογή τους να ζήσουν με έναν άλλο τρόπο και η άρνηση τους να συμμορφωθούν με τα θέλω και τις επιθυμίες των άλλων.

Λοιπόν, θα πρέπει κάποιος να κρύβεται πίσω από μια μάσκα ή να είναι ο εαυτός του και να παλεύει σε καθημερινή βάση για να παραμείνει αυτός που πραγματικά είναι;

Ο Νίκος Μιχαλόπουλος, κατάφερε όπως πάντα να μας ξαφνιάσει με ένα μυθιστόρημα, γροθιά στο στομάχι.

Και στο πιο πάνω ερώτημα μας απαντά ξεκάθαρα και τολμηρά.

Να είσαι ο εαυτός σου!