ΚΡΑΥΓΗ
Σκέψεις για την παράσταση του έργου του Τενεσί Γουίλιαμς
στο Θέατρο ΦΑΟΥΣΤ
Έγκλειστοι μέσα σε ένα θέατρο-σπίτι (ή σπίτι-θέατρο) που το στοιχειώνουν και το κρυώνουν η εγκατάλειψη, το έγκλημα, ο φόβος και η τρέλα, δύο αδέρφια, ο Φελίς και η Κλαιρ, προσπαθούν να ξεφύγουν, να ζήσουν, να «αντέξουν τη ζωή».
Έξω βρίσκεται η απειλητική “Πόλις”, το Κοινό, οι Άλλοι. Έτοιμοι να κατασπαράξουν τους έγκλειστους, να τους λιθοβολήσουν, να εξοβελίσουν το “μίασμα” που φέρουν αυτά τα αδέρφια και να τα φυλακίσουν αλλού, για να μην αποτελούν πλέον απειλή για την τάξη του κόσμου.
Έτοιμη η Πόλις να εγκαταλείψει στη μοίρα τους αυτά τα μοναχικά πλάσματα που φοβούνται, κρυώνουν και έχουν μόνο τον δεσμό τους και την τέχνη τους να τα προστατεύει από τις αόρατες κι ανείπωτες απειλές.
Έτοιμη η Πόλις να φορτώσει στον Φελίς και στην Κλαιρ ένα προγονικό έγκλημα, κάτι που θυμίζει αρχαία Ελληνική τραγωδία, ενώ τα δύο αδέρφια ζουν ―τρόπος του λέγειν το “ζουν”― μέσα σε μια μεγάλη Ματριόσκα (πολλαπλή Ρώσικη κούκλα) συλλογικής τρέλας και αδιεξόδων.
Ο δρόμος προς τα έξω κλειστός.
Μόνη τους διαφυγή ο δρόμος της φαντασίας, του ονείρου και της τέχνης τους. Της τέχνης του Θεάτρου που αποτελεί έναν παραμορφωτικό αλλά βελτιωτικό καθρέφτη του ζοφερού παρόντος τους.
Αλλοιωμένη φαντασία, ονειρικό καταφύγιο που δεν ξεχωρίζει από την τρέλα ― έτσι, τουλάχιστον, όπως δείχνεται στους άλλους.
Κοινό όνειρο δύο αδελφών, που συνυφαίνεται μέσα από την κοινή τους θεατρική τέχνη και έναν ανίερο έρωτα.
Έχει προϋπάρξει η πατρική ύβρις μέσω της βίας. Ξέρει ο Τενεσί Γουίλιαμς…
Έχει συντελεστεί το έγκλημα και η τρέλα της αδερφής είναι παρούσα. Κι απ’ αυτό ξέρει ο Τενεσί Γουίλιαμς.
Έχει προϋπάρξει η τύφλωση και έπεται η τιμωρία, ο φόβος του εγκλωβισμού ή και του θανάτου (ή, μήπως, της λοβοτομής;).
Τα δυο αδέρφια φοβούνται ότι η κοινωνία είναι έτοιμη να τα τιμωρήσει για ένα έγκλημα που συνέβη ερήμην τους αλλά και εναντίον τους.
Το θεατρικό πλαίσιο του Τενεσί Γουίλιαμς κυριολεκτεί με ένα “μιλφέιγ” τρέλας, με επάλληλα στρώματα παράνοιας, απόγνωσης, άνομου ερωτισμού και φόβου.
Φόβος πηχτός, σαν τη βρόμικη ανάσα μιας Πόλης που δέχεται την τρέλα μόνο σαν θέαμα, τον έρωτα μόνο σαν σκάνδαλο και τον φόβο σαν ψείρες σε ξένα κεφάλια• που μόνο ένα δυνατό δραστικό φάρμακο μπορεί να τις διώξει.
Ο Τενεσί Γουίλιαμς μιλάει με τρεις ιδιότητες:
― του θεατρικού συγγραφέα-Θεού, που (νομίζει ότι) μπορεί να ελέγχει παρελθόν, παρόν και μέλλον.
― του θεατρικού πλάσματος-αντικειμένου που έχει βιώσει και τη βία και την τρέλα, και
― του σκηνοθέτη-εξορκιστή μιας κακής μοίρας.
Η ελπίδα μέσα στο έργο ―μαύρη ελπίδα― είναι η δήλωση του συγγραφέα, βαλμένη στο στόμα του Φελίς, ότι ο «ο φόβος περιορίζεται από την ικανότητα του ανθρώπου να μη νοιάζεται για τίποτα».
Αυτή η πρόταση όμως, αντιφάσκει με το γεγονός ότι ο Τενεσί Γουίλιαμς έγραψε αυτό το έργο και το ονόμασε Out Cry (Κραυγή ή, και, Κατακραυγή).
Υπήρξε και η εκδοχή του τίτλου ως The Two Character Play (Το έργο των δύο χαρακτήρων).
Γράφοντας αυτό το έργο, ο Τενεσί Γουίλιαμς ακυρώνει την «πλήρη αδιαφορία» του ανθρώπου ως αντίδοτο στον φόβο. Δεν γίνεται να γράφεις θέατρο, κατ’ εξοχήν τέχνη για τα πάθη και τον πόνο του άλλου, και να μην «νοιάζεσαι» για την ικανότητα του ανθρώπου να νικάει τον φόβο με διαφορετικό, πιο θετικό τρόπο από την αδιαφορία.
Γιατί από τη φύση της η καλλιτεχνική δημιουργία είναι μια θετική αντίδραση απέναντι στον φόβο, είναι μια δυναμική αντιμετώπιση του τρόμου, είναι μια ελπίδα ότι η ελπίδα μπορεί να φυτρώσει μέσα από ένα έδαφος που έχει ποτιστεί και λιπανθεί με το ενδιαφέρον για τον άλλον, με την ενσυναίσθηση.
«Με ή χωρίς μεγαλοπρέπεια, η τέχνη σε κάνει να αντέξεις τη ζωή», γράφει στο πρόγραμμα της παράστασης η Μάνια Παπαδημητρίου.
Η παράσταση που είδαμε στις 21 Ιανουαρίου 2016 στο θέατρο ΦΑΟΥΣΤ, στο κέντρο της Αθήνας, ήταν για μένα μια καλή, έντιμη και άρτια παράσταση.
Δεν θεωρώ απίθανο το να γίνει μια «Μεγάλη Παράσταση» μετά από λίγα χρόνια.
Όπως έγινε ―για μένα― «Τεράστια Παράσταση» το έργο «Ζουβέ, Ελβίρα», όπου ―πριν από χρόνια― είχα συγκλονιστεί από την ερμηνεία της Μάνιας Παπαδημητρίου, του Βασίλη Παπαβασιλείου και των υπόλοιπων συντελεστών.
Η σκηνοθεσία της Έλλης Παπακωνσταντίνου (Βοηθός σκηνοθέτη: Νικόλας Αναστασόπουλος), βοηθημένη από τη μετάφραση της ίδιας και της Αθηνάς Μαξίμου, ήταν ο ξεναγός στον λαβύρινθο που έχει στήσει ο Τενεσί Γουίλιαμς για να στεγάσει τέσσερις Μινώταυρους: το έγκλημα, την τρέλα, την εγκατάλειψη και τον φόβο.
Μέσα σ’ αυτόν τον ασφυκτικό μονόχωρο λαβύρινθο, σπίτι και θέατρο μαζί, παρακολουθούμε δυο ηθοποιούς-αδέρφια να παλεύουν ενάντια στην εγκατάλειψή τους από τον θίασό τους, ενάντια στην Πόλη (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου), ενάντια στην τρέλα και ενάντια σ’ έναν τερατικό φόβο που τον συντηρεί ένα εσωτερικό ψύχος.
Μίτος της Αριάδνης για τη σωτηρία τους δείχνει να είναι η Τέχνη τους, η Θεατρική πράξη, αλλά και ο μεταξύ τους βλάσφημος έρωτας. Που δεν μπορεί να ανθίσει, σαν τα ηλιοτρόπια που ξεπερνούν το πατρικό τους σπίτι, αλλά, αντίθετα, αποτελεί μια ακόμα έκφραση τρέλας και κοινωνικού στίγματος.
Ο «μίτος της Αριάδνης» δεν μπορεί να οδηγήσει το “θεατρικό” ζευγάρι στο έξω, στην απελευθέρωση. Και έτσι, οι δυο εγκλωβισμένοι ηθοποιοί οδηγούνται ξανά και ξανά μέσα στον οικείο τους λαβύρινθο. Βρίσκοντας καταφύγιο ―αλλά όχι και δρόμο απόδρασης― στη θεατρική τους τέχνη. Ανακυκλώνοντας τις εμμονές τους, μυρηκάζοντας το παρελθόν, ανεχόμενοι ένα ζοφερό παρόν και μην ελπίζοντας τίποτα προσωπικό για το μέλλον πέρα από την επιβίωση της τέχνης τους.
Η πολυεπίπεδη, πολυτονική αλλά διαρκώς εύστοχη ερμηνεία της Μάνιας Παπαδημητρίου (Κλαιρ), αναδεικνύει τις “αρμονικές” του έργου. Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από τη Μάνια Παπαδημητρίου που την τέχνη της έχω θαυμάσει πολλές φορές. Η κυριαρχία στα εκφραστικά της εργαλεία επιβάλλεται στον χώρο και στον χρόνο της παράστασης βάφοντας με πολλές λεπτές αποχρώσεις όλα τα συναισθήματα. Από την ακραία απελπισία μέχρι τον αυτοσαρκασμό, από το λεπτό χιούμορ, τον ενοχικό ερωτισμό και την ειρωνία μέχρι την ενσυναίσθηση.
Μέσα στο σκοτάδι μιας άγριας παράστασης, η Μάνια Παπαδημητρίου είχε το δικό της φως.
Έκπληξη για μένα ―ευχάριστη― ήταν η ερμηνεία του Αλέκου Συσσοβίτη.
Σ’ έναν ρόλο που σχοινοβατεί ανάμεσα στον ακραίο προσωπικό τρόμο και την αδιαφορία από τη μια και την ευθύνη για την τέχνη του και για την “αδερφή” του από την άλλη, αναλαμβάνει να κάνει αυτό το πέρασμα χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Με επίγνωση του ―θεατρικού― θάρρους που απαιτεί το εκρηκτικό κοκτέιλ εγκλήματος, εγκατάλειψης, τρέλας και φόβου.
Ο Αλέκος Συσσοβίτης βγαίνει ―θεατρικά― νικητής, με τα τραύματα από την παράσταση να γυαλίζουν σαν λαμπερά παράσημα.
Καλά λόγια έχω να πω και για τα σκηνικά και τα κοστούμια (Τέλης Καρανάνος, Αλεξάνδρα Σιάφκου) που βοηθούσαν το έργο.
Τους φωτισμούς (Αλέκος Αναστασίου) θα τους ήθελα πιο ρευστούς, λιγότερο σκληρούς. Θα ήθελα το φως να λειτουργεί λίγο πιο τρυφερά, αντιστικτικά κάπως στη σκληρότητα των σκηνών και του έργου. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό και χωρίς να μπορώ να προτείνω κάτι πιο συγκεκριμένο καθώς αγνοώ τις σκηνοθετικές οδηγίες.
Η μουσική υπήρχε με αξιοπρέπεια χωρίς να ανταγωνίζεται ή να έρχεται σε διαφωνία με τον λόγο ή τις σιωπές και οι ήχοι ήταν πειστικοί και λειτουργικοί (Τηλέμαχος Μούσσας).
Ίσως, χωρίς αυτό να μειώνει σε τίποτα την αξία της παράστασης, θα προτιμούσα μια μεγαλύτερη αίθουσα. Να βλέπω πολύ κόσμο γύρω μου. Μου αρέσει σε μερικές στιγμές, στη διάρκεια της παράστασης, να κοιτάζω τα πρόσωπα των θεατών γύρω μου κι αυτό με βοηθάει να βλέπω κι εγώ καλύτερα την παράσταση. Θεωρώ ότι είναι ομαδικό άθλημα η Τέχνη του Θεάτρου και επειδή η «Κραυγή» ήταν μια σημαντική παράσταση θα ήθελα να τη δουν περισσότεροι.
23 Ιανουαρίου 2016
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr
του Τένεσι Ουϊλλιαμς
Με τον Αλέκο Συσσοβίτη και την Μάνια Παπαδημητρίου
Πέμπτη-Σάββατο 21.00 και Κυριακή 20.00
Εισιτήρια 12 ευρώ το κανονικό, 10 ευρώ το μειωμένο (ανέργων και φοιτητών)
Διάρκεια παράστασης 100 λεπτά
Faust Bar-Theatre Arts
Αθηναΐδος 12 και Καλαμιώτου 11
(πίσω από την Αγία Ειρήνη), Αθήνα