Κατεβαίνω από το σπίτι και ανεβαίνω στη μηχανή με προορισμό την Καλλιθέα. Ο δρόμος μποτιλιαρισμένος. Στη συμβολή των οδών Δημοφώντος και Χαμοστέρνας κάποιο τροχαίο έχει συμβεί. Δεν φθάνει μόνον αυτό, όπου όπως μαθαίνω κάποιος νεαρός μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο με ανοιγμένο το κεφάλι, είναι κι αυτό το απορριμματοφόρο του δήμου που κάθε τόσο και λιγάκι σταματά για την περισυλλογή των σκουπιδιών.
Η ώρα είναι επτά παρά είκοσι. Όλοι οι οδηγοί – δοθείσης της ”ευκαιρίας”- έχουν βγει από τα αυτοκίνητα και έχουν πιάσει κουβέντα.
Από το απέναντι μπαλκόνι ακούω μια φωνή: ”Καλέ κύριε” ή ”νεαρέ”, ”τι ώρα είναι;” Εφτά παρά δέκα, απαντώ.
Μια κυρία, γύρω στα ογδόντα, έχει ακουμπήσει στα κάγκελα του μπαλκονιού της και περιμένει. Είναι μαυροφορεμένη και το βλέμμα της αν και απλανές και θολό είναι προσηλωμένο κάπου μακριά όσο της επιτρέπουν τα δακρυσμένα μάτια της να φθάσει.
”Μην την ακούς,μη δίνεις σημασία στην τρελόγρια, το ίδιο ρωτά κάθε πρωί τέτοια ώρα όλους τους περαστικούς. ‘Έχει λολέψει”, μου απαντά διερχόμενη νεαρά προσπαθώντας να περάσει ανάμεσα από τα σταθμευμένα οχήματα προσέχοντας να μη σκίσει το ήδη ξεφτισμένο παντελόνι της. ”Τέτοια μέρα, στις εφτά ακριβώς, έχασε το γιο της με μηχανάκι, πάνε είκοσι χρόνια τώρα…”. Κι εγώ ξεροκαταπίνω, νοιώθω να σφίγγεται το στομάχι μου κι ένα σύγκρυο με περιλούζει από την κορυφή ως τα νύχια. Με παραλύει.
Θέλω να απελευθερωθεί ο δρόμος, να πατήσω γκάζι και να εξαφανιστώ. Βιάζομαι να γράψω κάτι για τα σταματημένα ρολόγια, τους σκοτωμένους γιους που επιστρέφουν μετά από είκοσι χρόνια για να ανέβουν στο μπαλκόνι και να φιλήσουν τα χέρια των μανάδων που στέκονται εκεί και ακόμα καρτερούν.
Ο δρόμος απελευθερώνεται τελικά, και πριν πατήσω γκάζι στρέφομαι προς το μέρος της και φευγαλέα της απαντώ : ”Εφτάαα…”
Σκύβει το κεφάλι και με ένα κούνημα του χεριού της,κάτι ανάμεσα σε : ”Σε ευχαριστώ”, ”Στο καλό”, αποσύρεται στο εσωτερικό του σπιτιού.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author