iporta.gr

Κάποτε μαζί, της Τζούλυ Γιαννοπούλου

 

 Τζούλυ Γιαννοπούλου 

 

 

 

 

 

 

Παιδάκι του δημοτικού ακόμα έπαιζα σ’ένα στενό κοντά στο σπίτι μου. Με τον φίλο μου το Πέτρο κάναμε ποδηλατοδρομίες, παράσημο ένα σπασμένο δόντι, ένα φρύδι και μια υπερηφάνεια. Τα συνήθη για τα χρόνια εκείνα, κρυφτό, μήλα, αμάδες.

 

Μια μέρα έφτασε στη γειτονιά φορτηγό κι άρχισε το ξεφόρτωμα. Νέοι γείτονες, οι μούρες μας κόλλησαν να δουν αν έχουν παιδιά. Είχαν, τρία. Ας τα πούμε Νίκο, Μαρία κι Ελένη.

 

Ο Νίκος ήταν λίγο περίεργος, λιγομίλητος, ντροπαλός αλλά όταν χαμογελούσε νόμιζες πως έβλεπες ουράνιο τόξο. Η Μαρία ήταν ψηλή με πολύ μακριά χέρια, απίστευτα χέρια. Και η Ελένη ήταν ολοστρόγγυλη σα φεγγάρι. Τρία παιδιά με μικρή διαφορά ηλικίας μεταξύ τους αλλά και με την υπόλοιπη συμμορία της γειτονιάς. Το πρώτο βράδυ καθόντουσαν στα σκαλοπάτια του σπιτιού τους και μας παρατηρούσαν που παίζαμε. Εμείς ανταλλάσσαμε βλέμματα αλλά κανείς δε μιλούσε για το προφανές. ‘Ωσπου ο Μάρκος, ο νταής της γενιάς μας, τους πλησιάζει με τη μπάλα στα χέρια. ‘Ε, εσύ! Παίζεις μπάλα;’
Λίγο έλειψε να λιποθυμήσει ο έρμος ο Νίκος. Ξεροκατάπιε και κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

 

Στην εποχή μας τα αγόρια έπαιζαν μπάλα κι έκαναν ποδήλατο. Αυτό ήταν το μέτρο αντρισμού. Ο Νίκος αρνούμενος έκανε τη δήλωση του αιώνα. Αρσενικός που δε παίζει μπάλα, δεν είναι αρσενικός. Και δεν ήταν με τη στενή έννοια του όρου, κάτι που προφανώς ήξερε κι έκρυβε επιμελώς σε εκείνο το ξεροκατάπιωμα. ‘Δε πειράζει, θα πιάνεις τη μπάλα όταν μας φεύγει. Σήκω.’γρύλισε ο Μάρκος. Και σηκώθηκε. Κι από’κεινη τη μέρα έπιανε τη μπάλα, ώσπου έγινε τερματοφύλακας.

 

Η Μαρία έπαιζε φοβερά το παιχνίδι με το χρώμα. Βρες το χρώμα και πιάσε το πρώτος. ‘Απλωνε τα τεράστια χέρια της κι έπιανε ό,τι έβρισκε μπροστά της. Πάντα κέρδιζε. Το ατσούμπαλο σώμα της ήταν ιδανικό στο να κερδίζει το παιχνίδι.

 

Η Ελένη ήταν η δύναμη. ‘Όταν έπρεπε να σταματήσει μπάλα, να αποκρουστεί πάσα, να κλέψουμε μούρα απ’τη μουριά του κυρ Μανώλη, η Ελένη έμπαινε μπροστά. Θωρηκτό. Δεν την πέρναγε τίποτα.

 

Με την έλευση των τριών, αποκτήσαμε προσόντα εκτός από φίλους. Κι εκείνοι απέκτησαν κοινό. Θαυμαστές κι οπαδούς. Και η γειτονιά μεγάλωσε και η φιλία ομόρφυνε κι άλλο.

 

Γιατί τα χρόνια εκείνα η διαφορετικότητα γινόταν προσόν. Δε χρειαζόταν κανείς να την υπερασπιστεί, δε χρειαζόταν να την κατανοήσει. Απλά την αφομοίωνε και την έκανε κτήμα του. Και οι παρέες μεγάλωναν και η αγάπη περίσσευε.

 

Κι ας μου έτρωγε τις τηγανίτες με μέλι η Ελένη. ‘Όταν αρρώστησε με όγκο στο κεφάλι, όντας από φτωχή οικογένεια, όλη η γειτονιά βοήθησε. ‘Ολη.

 

Θυμάμαι τη μαμά της να κλαίει γοερά όταν άνοιγε τις παλάμες της για να κρατήσει τα χαρτονομίσματα που της έφερναν οι γείτονες για το κορίτσι.

 

Η μαμά τους συνόδευε τη δική μου στην εκκλησία κάποιες Κυριακές και μετά ερχόταν σπίτι για καφέ. Γελούσε με τα καραγκιοζιλίκια μου και με τη μονίμως βρώμικη φάτσα μου, συνήθως από σοκολάτα ή μέλι.

 

Μετά από χρόνια έμαθα πως η Μαρία παντρεύτηκε, ο Νίκος συζεί με έναν συνάδελφο του σ’ένα διαμέρισμα στο κέντρο και η Ελένη αδυνάτισε και σπούδασε ζωγραφική.

 

Γιατί έτσι ήταν κάποτε οι άνθρωποι. Μαζί.

 

Υ.Γ. ‘Ηταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Το είπα αυτό;

 

* Το άρθρο απηχεί στις απόψεις του συντάκτη του. 

 

iPorta.gr