Μερικές και μερικοί νομίζουν ότι βρισκόμαστε σε μια εμπόλεμη κατάσταση ή κάτι σαν εμφύλια σύρραξη και επιδιώκουν να τονώσουν το εισόδημά τους με την όξυνση αυτού του κλίματος.
Νομίζω ότι ξεχνούν ότι εδώ και αιώνες κάθε εποχή ειρήνης είναι απλώς μια ανακωχή ανάμεσα σε δύο συρράξεις.
Καμιά δουλειά ή εργασία δεν είναι ντροπή.
Αλλά και καμιά ντροπή δεν μπορεί να γίνεται δουλειά, εργασία ή «λειτούργημα» για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Πάντα έρχεται η ώρα του ξεκουμπώματος της ρόμπας.
Δεν είμαι δεκαεξάρης και ουδέποτε, ακόμα και στα 16 μου, εξέφρασα ιδιαίτερη σεξουαλική προτίμηση για συγκεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Λύκεια, Χάρβαρντ ή άλλα.
Πάντοτε νόμιζα ότι τα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, ημεδαπά και αλλοδαπά, όπως και οι εφημερίδες και τα ΜΜΕ εν γένει, είναι σχεδιασμένα και φτιαγμένα για άλλες δουλειές κι όχι για την εκτόνωση των γενετήσιων ορμών του καθενός.
Πιστεύω επίσης ότι το γράψιμο μπορεί να είναι μια ευγενής εργασία στην οποία όμως δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνεται το γράψιμο όλων των άλλων πλην των ομοίων μας ή των συμφερόντων της συμφεροντολόγας παρέας μας.
Όπως επίσης δεν θεωρώ ότι το καλό γούστο αποτελεί ιδιοκτησία μιας μόνο πολιτικής παράταξης διότι τότε η άλλη θα έπρεπε να σεμνύνεται για την κακογουστιά της και για την τωρινή της αμετροέπεια. Πράγμα που δεν το κάνει, χρησιμοποιώντας και καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι για τους πολλούς «πνευματικούς» ανθρώπους που κάποτε την έτρεφαν με το καλό τους γούστο, με τον σεβασμό τους στην ευγένεια του λόγου και στο όραμα του καλύτερου κόσμου.
Κι αν η μισή μου καρδιά είναι στο κείμενο που γράφω, η άλλη μισή δεν είναι στην Κίνα αλλά σε κάποια παραλία, κατά προτίμηση απέναντι από τη Μακρόνησο όπου γράφτηκαν σελίδες ιδιαίτερης αξιοπρέπειας ανθρώπων που και σήμερα θα αρνούνταν να κάνουν την ντροπή δουλειά τους.
Σκέφτομαι ακόμα ―κι αυτό είναι κάτι για το οποίο μπορώ να πω ότι καμαρώνω με τέτοια ζέστη που κάνει εδώ που κάθομαι και γράφω αυτά που γράφω― ότι θα αποφύγω να βρίσω δημόσια ακόμα και εκείνον που βρίζει γενικά ή σκέφτεται να βρίσει εμένα.
Ίσως επειδή έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στην ικανότητά μου να κάνω κάποιον τελατίνι (ψάξτε για τη σημασία της λέξης…) χωρίς να χρησιμοποιήσω καμιά λέξη που δεν θα χρησιμοποιούσε ένας πολύ μετρημένος και σεμνός άνθρωπος, όπως ο Κοραής, ο Παπαδιαμάντης, ας πούμε, ή ο Ηλιού κι ο Λεωνίδας Κύρκος.
Πάντα θα προσφωνώ (γραπτώς) τον οποιονδήποτε δημόσιο λειτουργό ―νόμιμα εκλεγμένο ή διορισμένο― με την πρέπουσα προσφώνηση αποφεύγοντας τον ενικό που ταιριάζει σε συγγενείς, φίλους, παλιούς συμπολεμιστές, συναδέλφους από το στρατό ή εργαζόμενους στον ίδιο οίκο.
Στη δημόσια ζωή και δημόσια γραφή δεν υπάρχει «Αλέξης», «Κυριάκος», «Βαγγέλης» και «Φώφη» και δεν «πλέμε όλα τα μήλα στο γιαλό» όπως θέλουν να με πείσουν τα πλέοντα στο γιαλό πανάλαφρα κοντυλοφόρια και μικρόφωνα που παριστάνουν τα μήλα της παροιμίας: «Πλέουν τα μήλα στο γιαλό, πλέουν και οι κουρ@δες».
Δεν εκτρέφω μίσος ή εκδικητικότητα για καμία και για κανέναν καθώς θεωρώ πολύ δαπανηρή και ψυχοφθόρα αυτή τη μορφή κτηνοτροφίας.
Έγραψα πολύ πρόσφατα για την Άγρια και Σκληρή Τέχνη της Αγάπης και δεν άλλαξε κάτι για να κάνω πίσω.
Ούτε πιστεύω ότι ο πόλεμος γίνεται ανάμεσα σε κάποιο επακριβώς καθορισμένο «εμείς» και ένα εξίσου διακριτό «αυτοί»• γιατί και το «εμείς» και το «αυτοί» είμαστε ιστορικά σαν το εναλλασσόμενο ρεύμα: απλώς είναι ένας τρόπος ύπαρξης και τροφοδότησης με ενέργεια της κοινωνίας και κάποια στιγμή αλλάζει και το «εμείς» και το «αυτοί» δημιουργώντας ένα νέο δίπολο με μικρότερη ή μεγαλύτερη εντροπία, λιγότερες ή περισσότερες τριβές και μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδοτικότητα, πιο πλούσιο ή πιο φτωχό έργο δηλαδή.
Κι επειδή η μικρότερη εντροπία, οι λιγότερες τριβές και το πιο πλούσιο έργο συνήθως συμβαδίζουν με το μεγάλωμα της πίτας, καθώς ―ως γνωστόν― «η φτώχεια φέρνει γκρίνια» είναι καιρός να ασχοληθούμε όλοι σοβαρά με αυτό ακριβώς: το μεγάλωμα της πίτας.
Άλλωστε, όσο σκληρός κι αν είναι ένας πόλεμος, ποτέ δεν κατάφερε να νικήσει την αγάπη. Ναι… Πτώματα σωρεύει πάντα και θάνατο φέρνει. Αλλά ούτε ο θάνατος νικάει την αγάπη.
Το μόνο που έχει καταφέρει μέχρι τώρα ο πόλεμος, πραγματικός ή εικονικός με πολιτικά μέσα, είναι να τον αποκαλούνε μερικοί φιλόσοφοι ―κοροϊδευτικά― «μπαμπά» πολλών ή και των πάντων.
«Μαμά» όμως δεν τον έχει πει κανένας.
Ακόμα και εκείνοι που αποκάλεσαν «μαμή της ιστορίας» τη βία.
Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τις αερογαμίες με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα κι ας ασχοληθούμε σοβαρά με το πώς, το πότε και με ποιους του μεγαλώματος της πίτας και της αναδιαμόρφωσης ενός κράτους δικαίου και αποτελεσματικού.
Ψωμί. Υγεία. Παιδεία. Αξιοκρατία. Ανάπτυξη. Δικαιοσύνη. Αξιοπρέπεια. Δημοκρατία.
Οχτώ. Μαγικός αριθμός για τους Κινέζους.
Όλα τα άλλα είναι «μόνο λογοτεχνία» που θα έλεγε και ο Ρόμπερτ Μούζιλ.
3 Ιουλίου 2016
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The articleexpresses the views of the author
iPorta.gr
[Το παρόν άρθρο του Κωστή Α. Μακρή γράφτηκε με αφορμή το κείμενο που ακολουθεί του Θανάση Κρατερού στην Αυγή “Σας γαμώ το Χάρβαρντ”
“Του φταίει ο Τσίπρας. Λογικό. Του φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικό. Του φταίει ο Φίλης, ο Βούτσης, η απλή αναλογική, η εχθρική προς την επιχειρηματικότητα κυβέρνηση, το κακό το ριζικό μας κι ο Θεός που θα μας μισεί όσο οι αριστεροί μπαινοβγαίνουν στο Μαξίμου. Απολύτως αναμενόμενο. Αλλά, πείτε μου σας παρακαλώ, οι δεκαεφτάρηδες τι του φταίνε; Γιατί έπαθε η Ν.Δ. του αμόκ άμα τη ανακοινώσει ότι ο νέος εκλογικός νόμος θα τους δώσει δικαίωμα ψήφου; Και άρχισε να τσαλαβουτάει σε ανοησίες, ότι σ’ αυτές τις ηλικίες δίνεται δικαίωμα ψήφου από δικτάτορες;
Σκέφτομαι διάφορες εκδοχές. Η μια είναι ότι άκουσε στα νιάτα του το γνωστό τραγούδι του Σαββόπουλου «Είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα λύκεια» και τρόμαξε: Αν μας γαμήσουν τα λύκεια και οι δεκαεφτάρηδες, τι γίνεται; Η άλλη είναι: Αυτά τα πιτσιρίκια είναι αδούλευτα ακόμα, απείθαρχα, αγριεμένα. Θα ψηφίσουν οτιδήποτε άλλο εκτός από μένα και τον Άδωνι. Και η τρίτη είναι: Μόνο αυτό μας έλειπε, να πλημμυρίσουν οι εκλογικοί κατάλογοι γυφτάκια από το Περιστέρι και την Τούμπα. Και να μειωθεί η ζωοποιός επίδραση στο εκλογικό αποτέλεσμα του Ψυχικού και της Φιλοθέης.
Μπορεί και να τον αδικώ τον Κυριάκο, αλλά βάζει σε σκέψεις το γινάτι του να μην φτάσουν στην κάλπη οι δεκαεφτάρηδες. Από την άλλη, ταιριάζει με το προφίλ του πολιτικού, που δηλώνει κάτοχος τριών αμερικανικών πτυχίων, να επιμένει στον αποκλεισμό εκείνων που δεν διαθέτουν κανένα πτυχίο. Ακόμα χειρότερα, που διαθέτουν πτυχία καταλήψεων και αμφισβήτησης των πάντων, με πρώτες και καλύτερες τις κυβερνήσεις – της σημερινής μη εξαιρουμένης. Άρα είναι ανώριμοι να συμμετέχουν στη διαδικασία που εν πάση περιπτώσει κρίνει σε ένα βαθμό το μέλλον τους.
Τούτων δοθέντων, μπορούμε να του αναγνωρίσουμε κάποιο δίκιο. Διότι, όποια εκδοχή κι αν ισχύει, αυτό που φοβάται είναι ότι η ορμητική είσοδος στην εκλογική σκηνή των νεαρών λύκων της Γκράβας και της Καισαριανής, συντριπτικά υπέρτερων από τα παιδιά του Κολεγίου και των ευάριθμων καλών σχολείων, μπορεί να διαταράξει τη δημοκρατική μας αρμονία. Να αλλάξει συσχετισμούς. Και να επηρεάσει -αν είναι δυνατόν!- το ποιος, ή ποιοι, τελικώς, θα πάρουν το τιμόνι της χώρας στα χέρια τους. Πράγμα αδιανόητο. Είπαμε να μας γαμήσουν τα λύκεια. Όχι και το Χάρβαρντ…]