Για την υγεία σας, προτείνεται επίσκεψη στο blog του
“Εγραφα χθες για ένα βιβλίο που έχω εικονογραφήσει και που μόλις κυκλοφόρησε. Υπάρχει λοιπόν μια ευχή, καθιερωμένη πια, τυποποιημένη θα έλεγε κανείς, για ένα βιβλίο που πρωτο- κυκλοφορεί: “Καλοτάξειδο!”. Κι η ευχή αυτή έρχεται τώρα και φτάνει μέχρι εμένα από παντού.
Έχω ζήσει και δουλέψει λίγο ή πολύ πάνω σ’ όλες τις φάσεις της δημιουργίας ενός βιβλίου, από την σύλληψη και το γράψιμο μέχρι που να μπει στους πάγκους και τα ράφια των βιβλιοπωλείων και ομολογώ πως δεν μπορώ να σκεφτώ μιαν ευχή πιο κατάλληλη, πιο ταιριαστή. Γιατί τι άλλο παρά ένα μεγάλο και απρόβλεπτο ταξείδι, ή πολλά επιμέρους ταξείδια, είναι η ζωή ενός βιβλίου;
Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος είναι ή μπορεί και να μην είναι στο κεφάλι του συγγραφέα. “Το γράψιμο είναι εύκολο”, είπε ο Gene Fowler. “Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να σκύψεις πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί μέχρι να σχηματιστούν σταγόνες αίμα στο μέτωπό σου”. Τόσο απλό. Κι ύστερα, ας πούμε πως στάξαν οι σταγόνες και πως ήρθε η ώρα και γράφτηκε η λέξη ΤΕΛΟΣ. Ε, ύστερα πρέπει να βρεις έναν εκδότη, πράγμα όχι και τόσο εύκολο σε εποχές κρίσεως οικονομικής. Κι ας πούμε πως βρέθηκε κι ό εκδότης. Τώρα χρειάζεται ο εικονογράφος, αν χρειάζεται. Κι αν μεν είναι της επιλογής του ίδιου του συγγραφέα πάει καλά, γιατί αυτός αναλαμβάνει την ευθύνη και καλά να πάθει. Αν όμως, πράγμα όχι σπάνιο, είναι επιλογή του εκδότη; Τα πράγματα τότε μπερδεύονται λίγο και μπερδεύονται γιατί οι εικονογράφοι είναι περίεργοι άνθρωποι, που είναι ή νομίζουν πως είναι καλλιτέχνες, που έχουν άποψη για το κάθε τι, που είναι ισχυρογνώμονες και που απεχθάνονται τις προθεσμίες σε αντίθεση με τους εκδότες. Κι επειδή τώρα ένα εικονογραφημένο βιβλίο είναι ένα άλλο, ένα καινούριο βιβλίο, μπορεί ύστερα απ’ όλα αυτά να είναι πολύ καλό μπορεί να είναι και πολύ κακό ή κάπου στην μέση και πολύ πιθανό κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που ο συγγραφέας είχε αρχικά στο μυαλό του.
Εδώ εμφανίζομαι εγώ, ο εικονογράφος που λέγαμε, στην περίπτωσή μας επιλεγμένος κοινή συναινέσει συγγραφέα και εκδότη. “Ο Βόρακας, ο Κόρακας και η σονάτα της Φανής. Θέλεις να το εικονογραφήσεις”, με ρωτούν. Χουμ χουμ… ΄Ομολογώ πως δύσκολα αναλαμβάνω πια τέτοιες δουλειές, δηλαδή όχι όποια κι όποια καθώς η ζωή του συνταξιούχου έχει και τα καλά της. Πρέπει να μ‘ αρέσει κιόλας, να με εμπνέει. Ε, το κείμενο μου άρεσε λοιπόν! Μου άρεσε γιατί από τις πρώτες αράδες υποχρεώθηκα να συνεχίσω για να δω τι γίνεται παρακάτω. Γιατί είναι ένα ποίημα που η κάθε του παράγραφος είναι και μια εικόνα -ένας παράδεισος για τον εικονογράφο. Γιατί είναι μεν για παιδιά μα που κι εγώ ο μεγάλος το φχαριστήθηκα. Γιατί μιλάει για καλούς και κακούς και για μια Φανή που ζει σ’ ένα τσουκάλι, κι ένα καράβι ριγμένο ξυλάρμενο στα βράχια που λες κι είναι στοιχειωμένο. Και μιλάει και για ένα άσπρο δέντρο, στοιχειό λες κι αυτό. Κι έχει κι έναν κόρακα με ανθρώπινη λαλιά και που πολλές φορές δεν ξέρεις αν αυτός που κάνει κουμάντο είναι πράγματι ο κακός Βόρακας ή αυτός, ο Κόρακας. Κι ύστερα έχει κι ένα τσούρμο παιδάκια που παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους όπως πολλές φορές κάνουν τα παιδάκια και τότε αφήνουν τους μεγάλους να ξύνουν το κεφάλι τους και που έτσι στο τέλος βγαίνει ξανά ο ήλιος. Κι όπως γίνεται στα παραμύθια εζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα ή και αντίστροφα.
Το εικονογράφησα λοιπόν το βιβλίο και το διασκέδασα. Βούτηξα στην ιστορία τόσο που πολλές φορές αντί να μετράω προβατάκια για να με πάρει ο ύπνος εγώ έβλεπα πως αρμάτωνα το καράβι, ενώ με την σφεντόνα προσπαθούσα ταυτόχρονα να διώξω τον παλιο-Κόρακα που γυρόφερνε ψηλά στην μαΐστρα.
Για την περιπέτεια μου αυτήν οφείλω να συγχαρώ και να ευχαριστήσω την Γεωργία Γαλαναπούλου, την συγγραφέα. Χωρίς αυτήν τί θα εικονογραφούσα εγώ; Κι ύστερα, να ευχαριστήσω την Έλενα Πατάκη που με σκέφτηκε και μού’δωσε την ευκαιρία αυτήν. Ευχαριστώ Γεωργία, ευχαριστώ Έλενα. Εγώ πάντως το διασκέδασα! Τώρα το βιβλίο ΜΑΣ πήρε δρόμο κι έφυγε κι ούτε εσείς ούτε εγώ ελέγχουμε πια το ταξείδι του. “Καλοτάξειδο!”.