Γύρω στα τέλη του 1920 και σε μια γωνιά της Αθήνας στο Μεταξουργείο γεννήθηκε ένα όμορφο κορίτσι που όσο μεγάλωνε τόσο πιο όμορφο γινότανε, αλλά και με μεγάλη καλοσύνη.
Ο μπαμπάς της ο Νίνος ήταν από την Σύρα και η μαμά της Χαρίκλεια από την Χίο.
Στην εφηβεία της την βρήκε η κατοχή που το καλλίτερο φαγητό ήταν πέντε σταφίδες μετρημένες που τις έτρωγε σιγά-σιγά για να μην τελειώσουν!
Μεγάλωσε, ομόρφυνε κι’αλλο, παντρεύτηκε, έκανε τρία παιδιά. [Τα δυο κάποια δύναμη της τα πήρε νωρίς] και έμεινε με την μεγάλη της κόρη στήριγμα και παρηγοριά.
Απέκτησε εγγόνια και δισέγγονα.
Της άρεσε να διαβαζει και να λέει ιστορίες.
Πρόλαβε να πει παραμύθια στις εγγονές της.
Ήθελε από καιρό να πάει κοντά στην Μπουμπού και στον καπετάν-Σιδέρη.
Τα κατάφερε μετά από πολλές ταλαιπωρίες.
Λοιπόν, γιαγιά Καίτη.
Να πεις στην μπουμπού ότι την αγαπώ πολύ και στον καπετάν-Σιδέρη [Σιδεράκο όπως τον φώναζε] ότι μου έχουν λείψει τα ξενύχτια με την βάρκα ακούγοντας Rockies και πιάνοντας σπάρους, καλαμόγοπες και κοκάλια.
Καλό παράδεισο, γιαγιά Καίτη.
Υ.Γ.: Δεν είναι τυχαίο που έφυγες στη λειτουργία του Ακάθιστου ύμνου.
Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι’ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.