iporta.gr

Ήθελα από καιρό, του Μάνθου Κτενά

 

* Ο Μάνθος Κτενάς είναι αναγνώστης της Πόρτας

 

 

 

 

 

 

Ήθελα από καιρό να ‘ρθώ

μα είχε έξω δυνατή βροχή

και μούχε σπάσει η ομπρέλα.

 

Άλλωστε έπρεπε να μαγειρέψω κάτι για τα παιδιά

που θα γυρνούσαν απ’ το σχολείο

κι’ είχα και κάτι πουκάμισα να σιδερώσω.

Ήθελα από καιρό να’ ρθώ

μα είχαν απεργία τα λεωφορεία

και πού να οδηγείς με τόση κίνηση στους δρόμους…

 

Άλλωστε είχα να συμπληρώσω τη φορολογική μου δήλωση

(και ξέρεις τι φασαρία είναι αυτά τα πράγματα

και τι αποδείξεις και άλλα χαρτιά πρέπει να συγκεντρώσεις

και να τα βάλεις σε σειρά, να τα ταξινομήσεις).

 

Ήθελα από καιρό να ‘ρθώ.

Όμως απόψε ξεκίνησα για νά ‘ρθω να σε βρω

κι’ αγόρασα ένα κουτί γλυκά

να σ’ τα προσφέρω καθώς θα σου ζητώ συγνώμη

που τόσο άργησα για να ‘ρθω.

 

Όμως βρήκα την πόρτα σου κλειστή

και τα παράθυρά σου σφαλιστά

και τα σκαλιά σου είναι γεμάτα με κιτρινισμένα φύλλα.

Χτυπάω το κουδούνι σου κι’ απάντηση καμία.

Βροντώ με την παλάμη μου την πόρτα σου κι’ εκείνη δεν ανοίγει.

Φωνάζω τ’ όνομά σου κι’ όμως σιωπή και πάλι.

Κάποια γειτόνισσα που μ’ άκουσε, βγήκε απ’ το διπλανό παράθυρο

και μου’πε ότι μόλις χθες για πάντα μετακόμισες προς άγνωστη κατεύθυνση

και πως δεν άφησες ούτε διεύθυνση, ούτε τηλέφωνο.

Μονάχα την αποχαιρέτησες με δάκρυα στα μάτια.

Με θλίψη κάθομαι στα σκαλοπάτια σου

πάνω από τα ξεραμένα φύλλα

μη θέλοντας να το πιστέψω πως πια δε θα σε ξαναδώ.

Έχει αρχίσει ένα ψιλόβροχο

που όσο πάει δυναμώνει.

 

Ανοίγω τη σπασμένη μου ομπρέλα

και τα δάκρυά μου πέφτουν πάνω στο κουτί με τα γλυκά.

και τα λεωφορεία περνούν από μπροστά μου μανιασμένα

και με πιτσιλίζουν καθώς βουτούν στους λασπωμένους νερόλακκους

και μου γεμίζουν πιτσιλιές το άσπρο μου πουκάμισο

που μόλις είχα σιδερώσει για χατήρι σου

και το κουτί με τα γλυκά έχει ήδη γίνει μούσκεμα από τα δάκρυά μου.

 

Ένας αέρας άρχισε να φυσάει δυνατά

και μου άρπαξε ένα φάκελο που είχα κάτω από τη μασχάλη

με τη δήλωση της εφορίας μου κι’ όλα τα συνημμένα

και σκόρπισε στον ουρανό όλες τις αποδείξεις.

Τώρα πια δε μου μένει τίποτ’ άλλο

παρά στο σπίτι να γυρίσω.

 

Άλλωστε θα ‘χουνε γυρίσει τα παιδιά απ’ το σχολείο

και πρέπει να τους βάλω να φάνε.

Έπειτα θα καθίσω μπροστά απ’ τη σβησμένη τηλεόραση

και θα σε σκέφτομαι με πόνο.

 

Τι ωραία θα περνούσαμε αν σ’ είχα συναντήσει!

Θα μ’ άνοιγες όλο χαρά

και θα μ’ ευχαριστούσες για τα γλυκά.

Θα μου’ λεγες «δεν ήτανε ανάγκη!»

Κι’ έπειτα στο σαλόνι θα με πέρναγες

και θα μου πρόσφερες καφέ και κουλουράκια του βουτύρου

κι’ ύστερα θα καθόσουν δίπλα μου στον καναπέ

και θα με κοίταγες στα μάτια

τόσο βαθιά που όλα θα στα ‘λεγα

όσα έχω μέσα στην καρδιά

και που ποτέ δε σ’ τά ‘πα.

 

Σηκώνομαι. Είναι αργά

και φεύγω για το σπίτι

και ξεκινώντας

για τελευταία φορά κοιτάζω

τα παράθυρα και την κλεισμένη πόρτα

σα να κοιτάζω εσένανε, και τ’ αποχαιρετάω.

 

Τι κρίμα που αμέλησα

τόσον καιρό για να ‘ρθω…

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr