Μόνο στη Ρόδο
Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων,
Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»
Παρασκευή βράδυ, ακούω στο ραδιόφωνο μια ηχογραφημένη εκπομπή που είμαι καλεσμένος στην Σεμίνα Διγενή και κτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η αγαπημένη μου Τζίνα Δαβιλά από την Ρόδο.
« – Τζονάρα μου, σε ακούω τώρα που μιλάς για τον Ζαμπέτα, γράψε μας κάτι για τον Μέγα και στείλ’το μέσα στο Σαββατοκύριακο.
– Καλά θα δω…
– Όχι καλά θα δω, το περιμένω, πολλά φιλιά».
Τι να κάνω… την αγαπώ, δεν της χαλάω χατήρι…
Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε στο Μεταξουργείο, στις 25 Ιανουαρίου του 1925. Αργότερα πήγαν οικογενειακώς και εγκαταστάθηκαν στο Αιγάλεω City..!
Γονείς του ήταν ο Μιχάλης Ζαμπέτας και η Μαρίκα Μωραΐτη, ανιψιά του τενόρου Νίκου Μωραΐτη που ήταν στη ορχήστρα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη (από κάπου πήρε τις κορόνες της φωνής του, τα γονίδια βλέπετε).
Ο πατέρας του ήταν κουρέας, μέσα στο μαγαζί του υπήρχε ένα μπουζούκι, ο Γιώργος ήταν βοηθός του και στη ζούλα έπαιρνε το όργανο, κατέβαινε στο ρέμα που υπήρχε στο Αιγάλεω, άκουγε τα πουλιά και προσπαθούσε να μεταφέρει τις φωνές τους στο μπουζούκι.
Λέω στη ζούλα, γιατί κανένας γονιός δεν ήθελε ο γιος του να γίνει καλλιτέχνης, μουσικός, ειδικά μπουζουκτσής και συνθέτης. Ήταν απαγορευμένο το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, αλλά ο Γιώργος όποτε έβρισκε ευκαιρία πήγαινε στο ρέμα και στα δέντρα ακόμα και τα βράδια για να ακούει τα βατράχια.
Δεν ήξερε νότες, δεν διάβαζε παρτιτούρες, φανταζόταν όμως ήχους και μελωδίες της οποίες μετέφερε στο μπουζούκι με τα δάκτυλα του.
Και τώρα μέσα στο studio.
Πάρα πολλές φορές είναι αυτές που έχω δουλέψει μαζί του, τι να πρώτοθυμηθώ… το χαμόγελο του όταν ερχόταν, τα σοβαρά αστεία που μας έλεγε ή το παίξιμο του μόλις καθότανε στην καρέκλα.
1974 ηχογραφούμε τον δίσκο ”Ντοκουμέντα” και μόλις τελειώνουμε την ορχήστρα για το τραγούδι ”Μάνα ήρθανε ληστές” με ρωτάει:
– Εντάξει Γιαννάκη, να έρθουμε επάνω να το ακούσουμε;» και του απαντώ:
– Πολύ καλό είναι αλλά επειδή σπάνια παίζεις ουσάκ και ειδικά ζεϊμπέκικο. Κάνε μια χάρη. Παίξτε για μένα ένα ρε μινόρε, έτσι ελεύθερο χωρίς παρτιτούρες και μετά θα ακούσουμε και τα δυο μαζί.
Το παίζουν, κάνει ένα απίστευτο σόλο, έρχονται και ακούμε μόνο την ορχήστρα που ήταν για το τραγούδι γιατί αυτό που του ζήτησα δεν είχε γραφτεί. Μόλις είχε τελειώσει η ταινία στο μαγνητόφωνο και δεν το είχα πάρει χαμπάρι. Οπότε γυρίζει και μου λέει:
-«Ήτανε να το ακούσεις μόνο εσύ και εμείς που το παίξαμε, κανένας άλλος».
Λίγο καιρό αργότερα πάλι μαζί. Υπάρχει ένα τραγούδι ”Στους παλιούς φίλους-Κόλαση” που αναφέρεται σε στιχουργούς, συνθέτες και τραγουδιστές, όλοι φίλοι του που κατά καιρούς είχανε δουλέψει μαζί. Ήθελε να τραγουδάει πάντα καθιστός με το τραπεζάκι δίπλα του με τον καφέ και τα Gauloises. Αρχίζει να τραγουδά και στη μέση τουτραγουδιού σταματάει, βγάζει τα ακουστικά και βάζει τα κλάματα. Πατάω stop στο μαγνητόφωνο, πάω μέσα και τον ρωτάω τι συμβαίνει.
– «Συγνώμη ρε Γιαννάκη, αλλά μου ήρθανε όλοι αυτοί στο μυαλό την ώρα που τραγουδούσα και δεν άντεξα».
Κάπνισε ένα τσιγάρο και μετά από λίγο τελείωσε το τραγούδι. Μου έκανε όμως εντύπωση που μου ζήτησε συγνώμη. Άλλη εποχή, άλλο ήθος. Μάλιστα όταν βγήκε έξω για να το ακούσουμε χτύπησε το τηλέφωνο πουείχαμε στο control, ο Ζαμπέτας είναι δίπλα του, το σηκώνει και λέει ”Αλό, Columbia, His Master’s Voice και μπέιμπιντόλ..!” (..Αντί για Capitol..)
Ακόμα θα έχει μείνει άφωνος αυτός που τηλεφώνησε και άκουσε τον Ζαμπέτα να του λέει όλααυτά, χωρίς βέβαια να ξέρει ποιος είναι.
Ήταν χαρά για μένα όταν τον έβλεπα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση με όποιο μπουζούκι και να είχε στα χέρια του, πάντα έβγαινε ο δικός του ήχος.
Το ότι έχει δώσει τραγούδια του σε πολλούς που κάνανε μεγάλη καριέρα είναι γνωστό. Αγαπούσε τους παλιούς, αλλά είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Στράτο Παγιουμτζή, τον Στρατούλη όπως τον αποκαλούσε.
Δεν θα σας πω άλλα, αλλά θέλω να ακούσετε δυο τραγούδια του.
Υγ: Στον «Ζορμπά» και στους «Χαρταετούς» του Μίκη Θεοδωράκη ο Ζαμπέτας παίζει μπουζούκι. Δεν αναφέρεται όμως πουθενά το όνομα του και το 1963 θα συμμετέχει μουσικά -και όχι μόνο – στη «Γειτονιά των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη και στο δίσκο με τα τραγούδια του έργου. Ο Μίκης Θεοδωράκης ως συνθέτης έχει συμφωνήσει με τον Ζαμπέτα να γραφτεί το όνομα του στον δίσκο τελευταίο ως σολίστας, διαφορετικά δεν θα έπαιζε μπουζούκι. Παρά την αρχική υπόσχεση το όνομά του δεν μπήκε, με το Γιώργο Ζαμπέτα κάποια χρόνια αργότερα να δηλώνει: «Δεν πειράζει. Εγώ τον αγαπώ. Δεν μου έβαλε το όνομα… Και τον ευχαριστώ γιατί είναι πάρα πολύ μεγάλος»
* Κάποιοι φρόντισαν να δύσουν την καριέρα του. Δεν τα κατάφεραν, αλλά δυστυχώς τον πρόλαβε η δύση της ζωής του. Έφυγε στις 10 του Μάρτη το 1992 και ήταν μόνο 67 ετών!
** Γεια σου Ζαμπέτα μεγάλε και μοναδικέ σολίστα. Γεια σου Ζαμπέτα με τις συνθέσεις και τις πενιές σου που μυρίζουν Αιγαίο, Μεσόγειο και Ελλάδα.
Επί του πιεστηρίου
Ο Μάνος Χατζιδάκις τον είχε και αυτός μαζί του, είτε στην Ελλάδα, είτε στο εξωτερικό, τον αγαπούσε τον παρουσίαζε στον κόσμο ως σολίστας που ήτανε, τον μάλωνε λέγοντας του «Γιώργο μην παίζεις χωρίς να σου πω» και εκείνος να του απαντά «δεν παίζω Μάνο μου, σχολιάζω…»
1965. Μόλις έχω πάει στην Columbia και άρχισα να δουλεύω στο τμήμα συσκευασίας. Μια μέρα ο Πέτρος Κοτσαράπογλου (προϊστάμενος παραγγελιών), μου λέει:
«Γιαννάκη πάρε αυτό το 45αρι δείγμα και πήγαινε το κάτω στο studio. Το περιμένει ο Κύριος Κανελλόπουλος (από τους πρώτους ηχολήπτες και διευθυντής στα studios) για να το ακούσει μαζί με τον Ζαμπέτα».
Πουλάκι έγινα και πέταξα. Μπαίνω στο studio για πρώτη μου φορά, βλέπω τον Κανελλόπουλο μαζί με τον Ζαμπέτα. «Σας έφερα το δείγμα που περιμένετε». Γυρίζει ο Ζαμπέτας με κοιτάει και μου λέει «γεια σου ρε γαλανομάτη (ακόμα κόκκινος είμαι από τότε).
Το 45αρι ήταν το ”Πάει, πάει” που είχε τραγουδήσει η Βίκυ Μοσχολιού.