Σχολίασα κάπου αλλού αυτή τη σχεδόν τυχαία φωτογραφία μόλις πριν μερικές μέρες, αλλά τώρα ανακαλύπτω το φιλοσοφικό / ψυχολογικό βάθος της:
Η κενή κοκέτα, η ψευτοκαλλιτέχνιδα ή απλά βαρεμένη, που παίρνει την ημίγυμνη σέξι πόζα της για να εντυπωσιάσει – έχουμε πήξει από αυτές στο Ιντερνέτ, ακόμα και στα ΦΒ μας, λες και κάνουν κάτι κοσμοϊστορικό κι όμως η ομορφιά τους και η ματαιοδοξία τους θα κρατήσουν καμιά δεκαριά χρόνια κι ύστερα θα ακολουθήσουν τη μοίρα που όρισε ο Κρόνος (Χρόνος) που έτρωγε τα παιδιά του,– αν σας είχε περάσει από το νου ο συμβολισμός. Σε διάστημα 20% της ζωής μας καλλονές και μέτριες δε θα ξεχωρίζουν, όσες μπογιές κι αν σκεπαστούν για να προγκίξουν το χρόνο.
Ο ζωγράφος που έγινε φιλόσοφος και κατάλαβε ότι είναι ηλίθιο να παίρνεις στα σοβαρά μια ζωή που σε παίρνει στ’ αστεία και καλύτερα να την «εκδικείσαι» με τον ίδιο τρόπο, τουλάχιστο νά’σαι ώριμος «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος».
Και το ηθικό δίδαγμα: αυτό που λείπει στην καλλονή και που το ανακάλυψε ο ζωγράφος που είδε καλλίγραμμες μη ζωγραφίσιμες πια: αποτυπώνει την ομορφιά στο τρίποδό του σαν καρικατούρα, έναν σατιρικό ύμνο της πομπώδικης επίδειξης, της κενής ματαιότητας, μια παραίσθηση των αισθήσεων που είναι πέρα από τις αισθήσεις.
Και τι κάνουμε; Εγκαταλείπουμε και περιμένουμε να έρθει ο «Κρόνος» να μας πάρει;
Όχι, απλά το παλεύουμε με μετριοφροσύνη – μια αρχή που έχει ξεχαστεί στις μέρες μας Με τη συναίσθηση ότι μακροχρόνια ο αγώνας είναι χαμένος, αλλά πήραμε ό,τι μπορούσαμε από αυτή τη σύντομη, απρόβλεπτη, μοναδική, λατρεμένη, ευαίσθητη, εύθραυστη ζωή μας, σ’ ένα κόσμο που δεν τον φτιάξαμε εμείς.