iporta.gr

Η ζωή με τον πατέρα, της Τζούλυς Γιαννοπούλου

 

 Τζούλυ Γιαννοπούλου

‘Όταν άνοιγε η πόρτα, άνοιγε κι η αγκαλιά. Και μετά την αγκαλιά, είχε σειρά η Mars.
Μια σοκολάτα ορόσημο. Στο χέρι μου κάθε μεσημέρι για τόσα χρόνια που δεν έχει σημασία το νούμερο. Πολλά. Τί γλύκα είχε αυτή η προσμονή…

Και η σιωπή. Λάτρευα τις σιωπές μας. Δεν έλεγε πολλά. Στην αρχή. Γιατί μετά, μιλούσαμε με όλους τους πιθανούς τρόπους.

Θυμάμαι πρόσφατα ότι τον ρώτησα. Γιατί δε μιλούσες τότε; Ούτε ανέβαινες μαζί μου στα παιχνίδια στο λουνα παρκ. Σε’κεινο το λουνα παρκ στη Γλυφάδα, μπορεί να έχουμε χτίσει την ανατολική πτέρυγα. Μπορεί ν’αγοράσαμε και την μπαλαρίνα. Δεν ξέρω να πω. Πολλά λεφτά αδερφάκι μου. ‘Όλα τα φοβάμαι τώρα, τότε σε όλα μέσα ήμουν. Κι εκείνος σιωπηλός να με παρατηρεί.

Γιατί πονούσα πολύ, μου απάντησε. Κι ο πόνος σε αφήνει βουβό ενώ μέσα σου ουρλιάζεις.
Τώρα που το έμαθα , το κατάλαβα. Τότε, αμφιβάλλω.

Μια μέρα που γύρισα από τη δουλειά, όπως άνοιξα τη πόρτα, τον είδα γερασμένο.
Κάτασπρα μαλλιά που δεν είχα προσέξει. Και σαν ρεύμα με χτύπησε η συνειδητοποίηση.

Πόσο αλόγιστα περνάει ο χρόνος μας όταν θεωρούμε τη ζωή και τους ανθρώπους μας δεδομένους. ‘Εκατσα να δούμε μαζί ελληνική ταινία. Αγαπημένη συνήθεια.

Ανταλλάσσουμε ατάκες από ελληνικές ταινίες σε άσχετους χρόνους, σε άσχετα μέρη.
Τις συνδυάζουμε με όσα βλέπουμε, με όσα μας κάνουν εντύπωση, σαν ένα μυστικό κώδικα που μόνο οι δύο μας καταλαβαίνουμε.
Και δως του γέλιο. Κι αγάπη. Παραπάνω και παραπέρα.

Απεχθάνεται να του χαϊδεύεις τα μαλλιά. Κι εγώ βρίσκω ευκαιρία όταν έχει τα κέφια του και περνάω μια δόση. Ειδικά στα ούζα.

Α, τα ούζα… Πόσα ούζα, πόσοι μεζέδες, πόση επαφή απ’αυτές που τις ψάχνεις μια ζωή και μια ζωή τις χάνεις. Κι εκεί πάνω στα ούζα, λέμε τα σοβαρά. ‘Η τα λιγότερο σοβαρά. Για τις ζωές μας, γι’αυτούς που αγαπάμε, γι’αυτούς που μας αγαπούν. Για τη ματαιότητα, για το χρόνο που περνάει, για το χωριό.

Ο μεγαλύτερος τσακωμός μας κράτησε δύο ώρες. ‘Ασχημος. Αλλά εδώ είμαστε. Μαζί.
Δε ξέρουμε κι αλλιώς. Ούτε θελήσαμε ποτέ να μάθουμε. Για καλή μου τύχη.

Μεγάλωσε και μίκρυνε. Η ανάγκη για στοργή, επικοινωνία, φροντίδα γίνονται πλέον ουσιαστικές έννοιες. Αν κάτσω να το σκεφτώ, είναι ο μόνος άνθρωπος που δεν χρειάζεται να μιλάω όταν είμαι δίπλα του. Ούτε να ακούω. Μπορεί ωστόσο να γελάσω.
Με το τρόπο που κόβει το ψωμί. Και το ύφος που παίρνει όταν ακούει ειδήσεις.
Και την εμμονή του να μου βάζει κρασί στο ποτήρι, ενώ ξέρει πως δεν το πίνω.
Και με το αριστερό μπατζάκι μονίμως σηκωμένο.

Κάπως έτσι είναι ο παράδεισος.

Χωρίς απαιτήσεις από και για αυτούς που αγαπάς αληθινά.

‘Η αλλιώς, έτσι είναι η ζωή με τον πατέρα.

Υ.Γ. Απεριόριστα τυχεροί οι άνθρωποι που έζησαν μέσα σε αγαπημένη οικογένεια.
Που βίωσαν αγάπη και γέλιο και φροντίδα και είχαν σημείο αναφοράς ώσπου να φτιάξουν το δικό τους. Απεριόριστα τυχεροί που δεν γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μόνοι ή «μόνοι».