iporta.gr

Η Χρυσή Αυγή και η Δημοκρατία, του Γιάννη Καραχισαρίδη

 

Γιάννης Καραχισαρίδης

Η φοβική αντιμετώπιση.

Όλοι είπαν ότι το φαινόμενο χρήζει ανάλυσης. Αλλά φαίνεται ότι πιο πολύ ασχολούμαστε με τη καταδίκη του, παρά με την ανάλυση του. Πιο πολύ μοιάζει να ξορκίζουμε το κακό, μήπως και τραπεί σε φυγή, παρά να προσπαθούμε να το κατανοήσουμε. Όπως στην Αριστερά δεν μπορούν να καταλάβουν πώς είναι δυνατόν οι πολίτες να συνεχίζουν να ψηφίζουν «μνημονιακά» κόμματα, έτσι και οι απανταχού δημοκράτες δε μπορούν να καταλάβουν πώς είναι δυνατόν τόσοι πολλοί συμπολίτες μας να ψηφίζουν ένα νεοναζιστικό μόρφωμα. Πρώτα εξέφρασαν τη θλίψη τους για το φαινόμενο – λες και η θλίψη μπορεί να διορθώσει το πρόβλημα. Στη συνέχεια, συνειρμικά, ήρθαν στην επιφάνεια τα φοβικά σύνδρομα. Η απειλή της δημοκρατίας ξύπνησε έναν υποσυνείδητο τρόμο, ο οποίος και οδήγησε τους περισσότερους πολιτικούς και σχολιαστές να απαξιώσουν τους ψηφοφόρους της ΧΑ. Νιώθοντας ασφαλείς για τις δημοκρατικές τους επιλογές, μίλησαν αφ’ υψηλού για ανεύθυνη ψήφο. Κουνώντας το δάκτυλο και απευθυνόμενοι στους 536.000 ψηφοφόρους, τους επέπληξαν για το απαράδεκτο λάθος που έκαναν. Τους τόνισαν μάλιστα με αυστηρότητα, πόσο αδικαιολόγητοι είναι, επειδή – με βάση τα γεγονότα του τελευταίου χρόνου – όφειλαν να γνωρίζουν τι ακριβώς ψηφίζουν. Βέβαια κανείς από τους επικριτές δεν είχε τη ψευδαίσθηση, ούτε την ελπίδα ότι «οι παρασυρμένοι» θα τους ακούσουν και μετανιωμένοι θα γυρίσουν αμέσως πίσω στο μαντρί. Πιο πολύ απευθύνονταν σε ακροατήριο άλλων δημοκρατών, επιδιώκοντας τη δική τους επιβράβευση. Αφού ξεμπέρδεψαν με τους μύδρους και τελείωσαν με τα λόγια της απαξίωσης, ήρθαν βιαστικά και πρόχειρα τα λόγια της αιτιολόγησης. Το μνημόνιο, η ανεργία και η φτωχοποίηση θεωρήθηκαν λόγοι επαρκείς για να τελειώνουμε και με την υποχρέωση της «πολιτικής» εξήγησης. Με την υποσημείωση ότι η επιλογή των παραστρατημένων ψηφοφόρων ήταν de facto απαράδεκτη και με κανένα τρόπο δε μπορεί να δικαιολογηθεί από τις βιοποριστικές δυσκολίες. Μετά γύρισαν σελίδα, με τη κρυφή βεβαιότητα ότι μόλις τα πράγματα θα φτιάξουν, το φαινόμενο της ΧΑ θα μεταβεί στο παρελθόν από μόνο του. Κλείνοντας τον κύκλο της απαξίωσης και της πολιτικής εξήγησης, δε παρέλειψαν να φορτώσουν την ευθύνη για το φαινόμενο ο ένας στον άλλον. Γιατί οι επαναλαμβανόμενες και βαρετές «αντιπαραθέσεις» τους δεν χρήζουν διαλείμματος. Αφού λοιπόν τέλειωσαν – μάλλον βιαστικά – με τις «υποχρεώσεις» τους προς τη ΧΑ, συνέχισαν τα «ιδεολογικά» τους κονταροχτυπήματα, διακηρύσσοντας ο καθείς, ότι μόνον αυτός κατέχει τη μοναδική αλήθεια και τη μοναδική λύση για τον χειμαζόμενο και συχνά «παρασυρμένο» λαό. Η παραπάνω αφήγηση, αν πλησιάζει στην αλήθεια, τότε πραγματικά η εικόνα της αντιμετώπισης ενός τόσο σοβαρού φαινομένου είναι μάλλον απογοητευτική.

Τα δεδομένα.

Η ΧΑ δεν κατέβηκε στις εκλογές για πρώτη φορά. Μόλις το 2009 δε κατάφερε καν να λάβει το 1%. Πράγμα που σημαίνει ότι σ’ εκείνες τις εκλογές ψηφίστηκε μόνο απ’ τον σκληρό πυρήνα των νεοναζιστών. Από αυτή δηλαδή τη βασική ομάδα που υπήρχε και τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν ήταν απομονωμένη στη σκιά και στην αφάνεια. Το απολύτως βέβαιο είναι ότι οι 500.000 σημερινοί ψηφοφόροι της, τότε δεν την ψήφισαν. Όλοι τους, στη ΧΑ στράφηκαν αργότερα και με τη ψήφο τους την έβγαλαν στο φως της επικαιρότητας. Είναι προφανές ότι οι σημερινοί ψηφοφόροι είναι ένας πολύ μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας. Και είναι πολύ επιπόλαιο να νομίζουμε ότι αυτό το πλήθος αποτελείται μόνο από γριούλες που συνοδεύτηκαν στα ΑΤΜ ή από φανατισμένους κατά των μεταναστών ή μακροχρόνια άνεργους ή από νεόπτωχους και αγράμματους. Όσοι αυτό πιστεύουν, μάλλον έχουν μικρή γνώση της καθημερινότητας. Οι 500.000 νέοι ψηφοφόροι της ΧΑ, μαζί με το περιβάλλον τους, αποτελούν το 10% του πληθυσμού της χώρας και είναι συνάνθρωποι και συμπολίτες μας που ζουν ανάμεσα μας. Δε συμμετέχουν στις παρελάσεις και στα «μνημόσυνα» του σκληρού πυρήνα, δε γυμνάζονται στα στρατόπεδα των νεοναζιστών, ούτε έχουν τη φωτογραφία του Χίτλερ στο σπίτι τους. Όμως ψήφισαν. Και μένει σε μας, τους ανησυχούντες δημοκράτες να καταλάβουμε το γιατί και να μετρήσουμε τους αληθινούς κινδύνους για το πολίτευμα. Κάτι που δε θα συμβεί, όσο επιμένουμε στην εύκολη και ασφαλή λύση της απαξίωσης.

Μια σύντομη αναδρομή.

Το δημοκρατικό πολίτευμα της αστικής δημοκρατίας γεννήθηκε, διαδόθηκε και εξελίχθηκε στο λεγόμενο δυτικό κόσμο. Ο φασισμός σαν εναλλακτικό πολίτευμα εμφανίστηκε την περίοδο του μεσοπολέμου, σε αρκετές χώρες της Ευρώπης. Στην Ιταλία του Μουσολίνι, στη Πορτογαλία του Σαλαζάρ και λίγο αργότερα στην Ελλάδα του Μεταξά και στην Ισπανία του Φράνκο. Εκείνη την εποχή αυτά τα καθεστώτα είχαν και σοβαρή λαϊκή υποστήριξη, γιατί στο συλλογικό ασυνείδητο αντιπροσώπευαν μια υπόγεια μετεξέλιξη της παλιάς πεφωτισμένης απολυταρχίας. Αργότερα, στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, εμφανίστηκαν αντικομουνιστικές δικτατορίες, όπως ήταν η χούντα των συνταγματαρχών ή εκείνες του Πινοσέτ στη Χιλή και του Βιντέλα στην Αργεντινή. Είχαν όμως περιορισμένο λαϊκό έρεισμα και μεταλλαγμένο χαρακτήρα, γιατί η φασιστική ιδεολογία είχε χρεοκοπήσει μετά τα δεινά του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Με το τέλος του ψυχρού πολέμου κι αυτές οι δικτατορίες εξαφανίστηκαν από τον δυτικό κόσμο. Ο ναζισμός όμως ήταν ένα ξεχωριστό φαινόμενο, που κατάγεται μεν από τον φασισμό, αλλά έχει ένα καθοριστικό πρόσθετο χαρακτηριστικό. Επαγγέλονταν τη φυλετική καθαρότητα, η οποία και οδήγησε στις βάναυσες και αποτρόπαιες εκκαθαρίσεις (και όχι μόνο των Εβραίων). Γι αυτό κι ο ναζισμός, όταν ηττήθηκε κι αποκαλύφθηκε, καταδικάστηκε συλλήβδην και χωρίς δεύτερη κουβέντα. Απέμειναν μόνο κάποιοι μικροί θύλακες fake νοσταλγών αυτής της συγκεκριμένης δομής και ιδεολογίας. Συχνά μάλιστα τα φοβικά κατάλοιπα εκείνου του εφιάλτη μας κάνουν να συγχέουμε φαινόμενα ακραίου εθνικισμού με το ναζισμό. Σε ότι αφορά τη ΧΑ, χωρίς να κρύβει τη ναζιστική της ταυτότητα, ποτέ δεν την προτάσσει. Ποτέ δε στηρίζει τη προπαγάνδα της στη ναζιστική της νοσταλγία. Γιατί έχει επίγνωση ότι αν το έκανε δε θα μπορούσε να πείσει κανένα.

Η μέθοδος της ΧΑ.

Για να κατανοήσουμε τη μέθοδο της ΧΑ θα πρέπει πρώτα να ρίξουμε μια σοβαρή ματιά στη θεωρία των δύο άκρων, που τόσο επιπόλαια διακινείται τα τελευταία χρόνια. Γιατί η αντισυστημική συμπεριφορά της ΧΑ διαφέρει ριζικά από την αντίστοιχη συμπεριφορά του άλλου άκρου. Οι τρομοκρατικές ομάδες που κατάγονται από την αριστερά και οι καταστροφικές τάσεις των αναρχοαυτόνομων εναντιώνονται στο σύστημα συνολικά. Η εναντίωση τους στρέφεται πρωτίστως κατά του καπιταλισμού, θεωρώντας το δημοκρατικό πολίτευμα ένα απλό δεκανίκι του. Σε αντίθεση με τα επίσημα αριστερά κόμματα που δρουν και αναπτύσσονται στο μαζικό χώρο, τηρώντας τη νομιμότητα, οι αντισυστημικοί ευδοκιμούν στη παρανομία και στην ατομική δράση. Δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξουσία, η οποία θα μπορούσε να κατακτηθεί μόνο σ’ έναν ιδεατό κόσμο ή και να αποδομηθεί τελείως. Από την άλλη μεριά η ΧΑ επιδιώκει την εξουσία, όπως έκαναν όλα τα φασιστικά κόμματα στο παρελθόν. Δεν ενοχλείται από τον καπιταλισμό, αλλά μόνο από το δημοκρατικό πολίτευμα. Και χρησιμοποιεί τις αδυναμίες του για να το καταλύσει. Η αστική δημοκρατία για να λειτουργήσει απαιτεί διάλογο, συνεργασίες και πειθώ. Τα δύο πρώτα έχουν διαγραφεί απ’ την ατζέντα της ΧΑ, η πειθώ όμως είναι το βασικό μέσο στο δρόμο της για την εξουσία. Και για να βρει πρόσφορο έδαφος και να πείσει, θα πρέπει η δημοκρατία στην εφαρμογή της να έχει σοβαρά λειτουργικά προβλήματα. Εάν αυτό δε συμβαίνει, τότε η οποιαδήποτε ΧΑ δεν βρίσκει πεδίο δράσης. Η κρίση, εκτός από την μερική ανέχεια, έφερε στην επιφάνεια την αδυναμία του συστήματος να δώσει λύσεις και ελπιδοφόρες διεξόδους. Κι όσο αυτό συνέβαινε τόσο η ίδια η δημοκρατία αμφισβητούνταν. Σ’ αυτό το περιβάλλον αναπτύχθηκε η ΧΑ. Εμφανίστηκε, όπως προτρέπει η φασιστική ιδεολογία, μόνη εναντίον όλων. Κανένας απολύτως υπαινιγμός συνεργασίας. Ακόμα κι οι ακραίοι εθνικιστές ανήκουν στους άλλους. Χρησιμοποιώντας την ελευθερία λόγου που χορηγεί η δημοκρατία, πείθει με επιχειρήματα που εκπορεύονται από την πραγματικότητα, μέσα από την ίδια τη ζωή. Επικαλείται το δίκιο που απουσιάζει όλο και πιο συχνά από το σύστημα της ταραγμένης δημοκρατίας. Και κτίζει στο συλλογικό ασυνείδητο, με καλά δομημένη προπαγάνδα, τη θολή εικόνα ενός σύγχρονου Ρομπέν των δασών.

Οι τριγμοί της δημοκρατίας.

Πολλοί νομίζουν ότι οι κάλπες είναι αρκετές για να υπάρχει δημοκρατία. Ή πάλι ότι ένα σύνταγμα με κατάλληλα διατυπωμένους θεσμούς είναι επίσης αρκετό. Δεν είναι όμως έτσι. Η δημοκρατία είναι ένα εύπλαστο – αλλά και ανθεκτικό – πολίτευμα που εύκολα παρακμάζει, αλλά και το ίδιο εύκολα μπορεί και ξανακερδίζει το χαμένο έδαφος. Το σίγουρο όμως είναι ότι ποτέ δε μπορούμε να τη θεωρούμε αυτονόητη και δεδομένη. Οι θεσμοί εύκολα μπορούν να αποκτούν περιεχόμενο και νόημα, αλλά το ίδιο εύκολα μπορούν να χάνουν τη δημιουργική τους πνοή και να καταλήγουν ακίνητα κουφάρια, χωρίς ζωή και νόημα. Κι αυτό είναι πιθανότερο να συμβεί στις εποχές που τα λόγια και οι πράξεις παίρνουν διαφορετικούς δρόμους. Ίσως τελικά δεν είναι τόσο ο φασισμός που μας απειλεί, αλλά οι τριγμοί της ίδιας της δημοκρατίας μας. Ίσως, αντί να κοιτάμε τον κόσμο απ’ το μπαλκόνι, να πρέπει να ξαναμπούμε στο δωμάτιο και να κατευθυνθούμε προς τον καθρέφτη. Ας δούμε κάποιες απ’ τις ρωγμές του οικοδομήματος, που ενώ τις έχουμε εντοπίσει, προτιμούμε να τις παραβλέπουμε και περί άλλων να τυρβάζουμε.

• Ο πολιτικός διάλογος αποπνέει όλο και περισσότερο ατμόσφαιρα χουλιγκανισμού. Αν συγκεντρώσουμε φράσεις που ακούγονται στις αντιπαραθέσεις εντός του δημοκρατικού τόξου, με λύπη θα διαπιστώσουμε ότι είναι ταυτόσημες ή τουλάχιστον συγγενικές με το λεξιλόγιο της ΧΑ. Επίσης μιλάμε χωρίς ν’ ακούμε, δίνουμε απαντήσεις χωρίς να δίνουμε σημασία στα ερωτήματα, απαξιώνουμε τον άλλον με κοσμητικά επίθετα, που η ΧΑ συχνά βιάζεται να αντιγράψει. Αλήθεια, υπάρχει κανένας θεσμός στη δημοκρατία που να ορίζει ότι ο άλλος δεν έχει ποτέ δίκιο; Εμείς αυτή τη πεποίθηση την έχουμε κάνει θεσμό, παρ’ όλο που δεν προβλέπεται από το σύνταγμα. Όμως όταν ο «δημοκρατικός διάλογος» παίρνει τέτοια μορφή μπορεί να μην κουβαλάει τα καπνογόνα των χούλιγκαν, αλλά κάνει το ίδιο αποπνιχτική την ατμόσφαιρα.

• Ένας βασικός πυλώνας του πολιτεύματος είναι η αντιπολίτευση. Δηλαδή ο έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας. Κι ενώ ισχύει τυπικά, ουσιαστικά έχει καταργηθεί προ πολλού. Έχει απομείνει ένα άδειο πουκάμισο. Γιατί κανείς στο δημοκρατικό μας πολίτευμα δε μπορεί να ανεχθεί να είναι μακριά από την εξουσία. Έτσι μένουμε να παρακολουθούμε ένα αληθινό Games of Throne. Όλοι πολιορκούν την εξουσία, με πάθος και χωρίς κανένα έλεος. Κι όταν αυτός που την κατέχει, τη χάνει, πάλι με την ίδια εμμονή και το ίδιο πάθος την διεκδικεί ξανά. Αυτό το άγριο, χωρίς έλεος μεσαιωνικό παιχνίδι έχει παραμορφώσει το νόημα της δημοκρατίας. Το προσκήνιο κυριαρχείται από τους αλάνθαστους και τους πεφωτισμένους, που μόνοι εκείνοι ξέρουν και μόνοι εκείνοι αξίζουν την εξουσία. Αλλά σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον το μόνο εύκολο είναι να παρεισφρήσει και η ΧΑ. Πεφωτισμένη γνώση επικαλείται και κείνη.

• Όσοι είναι 50 χρονών και κάτω δεν έχουν κανένα βίωμα και φυσικά καμιά ανάμνηση από τη δικτατορία του 1967. Σ’ αυτή την έλλειψη οφείλεται και το ανιστόρητο σύνθημα «η χούντα δεν έπεσε το 1974». Όταν δεν έχεις βιώσει τη λογοκρισία και τη βία που τη συνοδεύει, τότε δύσκολα μπορείς να καταλάβεις το νόημα της. Όσο λοιπόν διευρύνεται το χρονικό εύρος της δημοκρατίας και οι βιωματικές αναμνήσεις της ανελευθερίας απομακρύνονται, είναι ενδεχόμενο να υποτιμάται όλο και περισσότερο η αξία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αν αυτό συνδυαστεί και με το γεγονός ότι η παιδεία προσεγγίζει τη δημοκρατία με αυταρέσκεια και ξεπερασμένες ηθικολογίες, τότε είναι φυσικό να περιφέρονται και να γιγαντώνονται αντιλήψεις που την υποσκάπτουν.

• Λέμε ότι η κρίση και τα αποτελέσματα της γιγάντωσαν τη δύναμη της ΧΑ. Αν αναποδογυρίσουμε αυτό το πρόχειρο συμπέρασμα, ίσως διαπιστώσουμε ότι η απάντηση βρίσκεται στην άλλη, στη σκοτεινή πλευρά της πραγματικότητας. Μεταθέσαμε την ανικανότητα του δημοκρατικού μας συστήματος να διαχειριστεί τη κρίση, στο μνημόνιο. Πιστέψαμε δηλαδή ότι ήμασταν θύματα λύσεων που άλλοι αυθαίρετα μας επέβαλαν. Τα κόμματα που βρίσκονταν στη συμπολίτευση δήλωναν με στωικότητα ότι σηκώνουν το βάρος για να σώσουν τη χώρα. Σιχτιρίζοντας όμως σιωπηλά τη κρίση που τους έτυχε και τους χάλασε την ησυχία. Από την άλλη τα κόμματα της αριστεράς που δε μπορούσαν να ξεμυτίσουν απ’ το καβούκι τους τις εποχές της ευμάρειας, βγήκαν στο ξέφωτο με ιαχές και περισσή αλαζονεία. Απ’ όλο το δημοκρατικό τόξο αυτό που λείπει είναι η αυτοκριτική. Και πώς να μη λείπει όταν απουσιάζει η αυτογνωσία. Τα κόμματα του παλιού δικομματισμού δεν βρήκαν το δημοκρατικό κουράγιο, στη κρίσιμη στιγμή που όλα αναποδογύρισαν, να βγουν και να ονοματίσουν τα λάθη τους. Και ευθαρσώς να τα μελετήσουν και να τα μοιραστούν με τη κοινωνία. Πίστευαν ότι αυτό θα είχε πολιτικό κόστος. Δεν υποψιάστηκαν ότι το αντίθετο θα συνέβαινε. Και τα κόμματα της αριστεράς δεν πήραν την απόφαση να βγουν και να πουν ότι ποτέ δεν έκαναν ουσιαστική αντιπολίτευση, γιατί στο βάθος περιφρονούσαν την ίδια την αστική δημοκρατία. Όταν όλο το δημοκρατικό τόξο αρνείται την αξία της ειλικρινούς, αλλά και της συγκεκριμένης αυτοκριτικής, τότε είναι επόμενο το πολιτικό σύστημα να χάνει την αξιοπιστία του και την εμπιστοσύνη των πολιτών. Κι όταν η εμπιστοσύνη χάνεται, ιδού πεδίο δόξης λαμπρό για τους νοσταλγούς της πεφωτισμένης απολυταρχίας.

Επίλογος.

Η δημοκρατία εκ των ανθρώπων προήλθε και των ανθρώπων τα πάθη θα φέρει. Μια κοινωνία χωρίς πάθη και αμαρτίες ανήκει στο μετά. Σ’ εκείνο το μέρος δηλαδή, που όπως έλεγε ο Άμλετ κανείς δε γύρισε να μας πει τι υπάρχει εκεί. Προς το παρόν λοιπόν ας αποδεχθούμε τη Γη, σαν τη μόνη σίγουρη κατοικία μας. Ας αποδεχθούμε ότι η δημοκρατία ποτέ δε θα μπορέσει να γίνει αδιάφθορη και τέλεια, γιατί ποτέ δε θα μπορέσουμε εμείς οι ίδιοι να φθάσουμε στην ακινησία του τέλους. Και ότι η ποιότητα της εξαρτάται πάντα απ’ το βαθμό του εκπολιτισμού μας. Και βασική αρχή – που δυστυχώς δεν περιλαμβάνεται σε κανένα σύνταγμα – είναι η αποδοχή της πιθανότητας να έχει κι ο άλλος δίκιο. Γιατί αλλιώς πώς να βρεθεί ένας δρόμος για τη συνεννόηση;

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr