Το βιβλίο του πολιτικού επιστήμονα-αρθρογράφου “Πρωθυπουργοκεντρισμός” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπατσιούλας
«Καθένας που αναμειγνύεται στην πολιτική έχει χρέος να πάρει θέση και να κάνει μια αναπόφευκτη επιλογή, μεταξύ της ηθικής των απόλυτων σκοπών και της ηθικής της ευθύνης». Η συγκεκριμένη ρήση χρησιμοποιείται στις μέρες μας κατά κόρον από διάφορους ’’δημοσιολόγους’’ (δημοσιογράφους, πολιτικούς κλπ.), ως επί το πλείστον σε τηλεοπτικά πάνελ. Στην πραγματικότητα εκείνος που την εξέφρασε πρώτος, πριν από περίπου έναν αιώνα, ήταν ο MaxWeber, ο σπουδαίος Γερμανός νομικός και κοινωνιολόγος, στο περίφημο βιβλίο του «Η πολιτική ως επάγγελμα». Για «Gesinnungsethik» και «Verantwortungsethik» έκανε λόγο στο πρωτότυπο έργο του ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Συνεπώς, είναι ενθαρρυντικό που ορισμένοι από τους ανωτέρω ανθρώπους του δημοσίου λόγου, έχουν κάνει τον κόπο να διαβάσουν το εξαίρετο έργο του Weber. Άλλοι πάλι, πιθανότατα να την έχουν αντιγράψει από κάπου, ή να τους την έχει πασάρει εις εκ των συνεργατών τους. Το δύστυχες όμως έγκειται στο γεγονός, πως οι περισσότεροι απ’ όσους την επικαλούνται, συνήθως δεν την εφαρμόζουν στην πράξη.
Γιατί όμως κυριαρχεί αυτή τη στιγμή στην εν Ελλάδι επικαιρότητα η συγκεκριμένη ρήση του Weber;
Όσοι την επικαλούνται σήμερα, τη συνδέουν δικαιολογημένα με τη στάση του πρωθυπουργού στη σύνοδο κορυφής της 12ης (ξημερώματα και πρωί 13ης) Ιουλίου. Πράγματι, ο κύριος Τσίπρας εκείνη την ημέρα προέβη σε μια προσωπική υπέρβαση. Προτάσσοντας τη χώρα, την ελληνική κοινωνία και πρωτίστως το δημόσιο συμφέρον έναντι του κόμματός του, επέλεξε το δύσβατο μονοπάτι, το μονοπάτι της ευθύνης. Όντας περιλουσμένος με την εμπιστοσύνη της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού και της Βουλής, επέλεξε να διατηρήσει -έστω θεωρητικά προς το παρόν- τη χώρα στο στενό πυρήνα της ευρωζώνης, από το να την οδηγήσει σε αχαρτογράφητα νερά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνέταξε από κοινού με τους εταίρους μας μια επίπονη για όλους συμφωνία, παραμερίζοντας το όποιο πολιτικό και κομματικό κόστος. Ειδικά με το τελευταίο, άλλωστε, ήρθε αντιμέτωπος από τις αμέσως επόμενες ώρες.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή -αν όχι από τις ώρες που διεξαγόταν η διαπραγμάτευση- άρχισαν να έρχονται στο προσκήνιο ποικίλου είδους κραυγές αποδοκιμασίας από ’’συντρόφους’’ του. Κραυγές διαφόρων αποστημάτων που είχε, από τα αντιπολιτευτικά κιόλας χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, λανθασμένα περιμαζέψει στις τάξεις του και αξιοποιήσει σε κυβερνητικές θέσεις. Κραυγές ιδεοληπτικών και δραχμολάγνων τέως υπουργών, που ουδέποτε είχαν αποκρύψει τις αντιμεταρρυθμιστικές του διαθέσεις. Απανωτά φληναφήματα του πρώην ’’τσάρου’’ της εθνικής οικονομίας, στον οποίο δικαίως επιμερίζονται βαρύτατες ευθύνες για την πολύμηνη κωλυσιεργία της διαπραγμάτευσης. Ανάρμοστες και ασύμβατες με το ύψιστο αξίωμα της συμπεριφορές της Υπερ-Προέδρου της Βουλής, που από την πρώτη κιόλας στιγμή επεδίωξε να πρωταγωνιστήσει στην πολιτική ζωή του τόπου. Κραυγές τυχάρπαστων πολιτικών-κομματικών στελεχών, όπως και αποδημητικών συντεχνιών, που έχουν το θράσος να κουνούν το δάκτυλο και να κατηγορούν για ’’προδοσία’’ τις παραδοσιακά λογικές φωνές του ΣΥΡΙΖΑ, όπως είναι οι κύριοι Δραγασάκης και Σταθάκης. Τέλος, κραυγές της ’’καταληψιακής’’ νεολαίας του κόμματός του, που αναζητά εξιλαστήριο θύμα στο πρόσωπο του εκ των ελαχίστων επιτυχημένων -για να μη μιλήσουμε για το ύψιστο αξιακό του επίπεδο- υπουργών του κυβερνητικού σχήματος, του κυρίου Πανούση.
Όλες τις προεκτεθείσες ανεύθυνες, οπισθοδρομικές, έως και ανόητες φωνές, τις οποίες πιθανότατα εκ των προτέρων ανέμενε, αγνόησε επιδεικτικά ο κύριος Τσίπρας. Φωνές προερχόμενες από δικές του, προσωπικές και αν μη τι άλλο λανθασμένες επιλογές, οι οποίες γύρισαν εναντίον του ως boomerang. Καρκινώματα, τα οποία ουδέποτε τόλμησε να τα αντιμετωπίσει ανώδυνα τη στιγμή που έπρεπε, όταν φέρονταν με το λόγο τους, πως θα στέκονταν εμπόδια στη συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όπως συνηθίζει να λέει ο θυμόσοφος, και ουδόλως ανεύθυνος για τις επιλογές και τη νοοτροπία του, λαός, «ποτέ δεν είναι αργά». Πάντοτε υπάρχει τρόπος και χρόνος να διορθώνουμε τα λάθη μας. Προσοχή όμως! Να τα διορθώνουμε, ουχί να τα επαναλαμβάνουμε!
Εις επανάληψιν των προεκλογικών και μετεκλογικών του λανθασμένων κινήσεων υπέπεσε μόλις πρόσφατα, δυστυχώς, ο αρχηγός της Κυβέρνησης. Ενώ είχε την ευκαιρία, ύστερα από το πέρας της ψηφοφορίας των πρώτων προαπαιτουμένων στη Βουλή να προβεί σ’ έναν δομικό ανασχηματισμό, τη σκόρπισε επιλέγοντας για μία ακόμη φορά προσωπικότητες με αμιγώς κομματικά, και ουχί αξιοκρατικά και μεταρρυθμιστικά κριτήρια. Αντί να επιδιώξει να τονώσει και να δώσει πνοή στο σερνόμενο και οπισθοδρομικό κυβερνητικό έργο, διάλεξε να διατηρήσει τις ισορροπίες τόσο εντός του κόμματός του, όσο και με τον κυβερνητικό του εταίρο. Αντί δε να προσπαθήσει να αντλήσει περαιτέρω εμπιστοσύνη αφ’ ενός από την πλευρά της αντιπολίτευσης, αφ’ ετέρου και από εκείνη των εταίρων, ακολούθησε το δρόμο ενός ανούσιου και αμιγώς προεκλογικού ανασχηματισμού.
Ο πρόσφατος ανασχηματισμός ίσως και να ήταν η τελευταία ευκαιρία του κυρίου Τσίπρα. Η ευκαιρία να διορθώσει τα όποια του λάθη, να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται εδώ και δεκαετίες στο κράτος μας, να εξαργυρώσει το πολιτικό του κεφάλαιο και την, ακόμα κραταιή, δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της κοινωνίας προς το πρόσωπό του. Πραγματικά, είναι κρίμα να επιμένει η τρόικα και να επιζητεί την αποπολιτικοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης, ενώ εκείνος να σφυρίζει αμέριμνα. Είναι κρίμα να του παρέχεται η δυνατότητα να αλλάξει εκ βάθρων το ελληνικό πολιτικό σύστημα, και εκείνος να συνεχίζει να προβαίνει σε δειλές επιλογές. Τη στιγμή μάλιστα, που απέναντί βρίσκονται ένα πολιτικό πτώμα, εν ονόματι ΠΑΣΟΚ, και μια Νέα Δημοκρατία σε κατάσταση προ του επιθανάτιου ρόγχου. Το απέδειξαν περίτρανα οι αρχηγοί τους στην Ολομέλεια της περασμένης εβδομάδας. Συνεπώς, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, με τη στάση και τις αποφάσεις που θα κληθεί σύντομα να λάβει, οφείλει να μας διαψεύσει. Να μη θεωρηθεί ο ανασχηματισμός της περασμένης εβδομάδας ως η τελευταία του ευκαιρία. Ειδάλλως, θα κληθούμε όλοι μας να αναφωνήσουμε το επονείδιστο για καθένα που θα βρισκόταν στη θέση του, «Κρίμα, Αλέξη…».