Όλα τα χρόνια της κρίσης και ακόμα πιο πριν γκρινιάζουμε για τη χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος. Όλοι πλέον έχουμε συμφωνήσει ότι υπάρχουν σοβαρές δυσλειτουργίες και συμπτώματα παρακμής. Για τη ταμπακιέρα όμως ελάχιστα έχουν ειπωθεί. Μόνο κάποιες φευγαλέες προτάσεις, που από συνήθεια διατυπώνονται εδώ και καιρό, χωρίς καμιά ουσιαστική εμβάθυνση στο κυρίως πρόβλημα. Συνοψίζοντας τις πιο προβεβλημένες έχουμε και λέμε :
• Απλή αναλογική. Η γιατρειά για πάσα νόσο εδώ και δεκαετίες και πάγιο αίτημα των μικρών κομμάτων. Κάτι που όλοι έχουμε συμφωνήσει ότι θα μπορούσε να τεθεί αν υπήρχε κουλτούρα συνεργασίας. Προς το παρόν αυτό μοιάζει δύσκολο και η απλή αναλογική θα είχε τα ίδια αποτελέσματα με το να βάλουμε στο ίδιο γήπεδο τους χούλιγκαν δύο μισητών ομάδων. Ναι αλλά είναι δίκαιο αντιτείνεται. Εξαρτάται όμως από ποια πλευρά κοιτάζεις. Αυτό που είναι δίκαιο για τη κατανομή των ψήφων και την εκπροσώπηση των κομμάτων, μπορεί να είναι σφόδρα άδικο για τη χώρα, αν πρόκειται να παραμένει σε συνεχή ακυβερνησία και να υφίσταται συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις.
• Στροφή στους νέους. Άλλη μια άκριτη και συναισθηματολογική προσέγγιση. Η πολιτική έχει ανάγκη από τους βέλτιστους κι όχι κατ’ ανάγκη από τους νεώτερους. Κάθε νέος εφ’ όσον έχει ενδιαφέρουσες προτάσεις και κριτική σκέψη είναι ευπρόσδεκτος στην αρένα. Αλλά μη ξεχνάμε ότι η διαδοχή των παλιών με νέους είναι κάτι που συμβαίνει υποχρεωτικά και με απόλυτη φυσικότητα. Σε τίποτα όμως αυτή η δεδομένη διαδοχή δε βελτίωσε το πολιτικό σύστημα, αν παρατηρήσουμε τα γεγονότα των τελευταίων τριάντα χρόνων. Γιατί αν αυτό καθ’ εαυτό είναι προβληματικό, τότε γίνονται προβληματικοί και οι νέοι μόλις ενταχθούν. Εκτός αν το συζητάμε για να ρίξουμε το μέσο όρο. Πόσο όμως αυτό μπορεί να γίνει κομβικό εργαλείο στην αλλαγή του σκηνικού;
• Μείωση των βουλευτών από 300 σε 250 ή 200. Ενδιαφέρουσα πρόταση που έχει ωριμάσει τελευταία με πολλούς να την προτείνουν. Περισσότερο όμως σαν αντιπερισπασμό στην κατακραυγή των πολιτικών και με τη λογική «πονάει πόδι, κόβει πόδι». Στην ουσία βέβαια μειώνει το κόστος της Βουλής, καθιστά πιο δύσκολη την εκλογή και ενδεχομένως βελτιώνει τη ποιότητα της σύνθεσης του σώματος των αντιπροσώπων (χωρίς κι αυτό να είναι σίγουρο). Έτσι κι αλλιώς δεν είναι εκεί το κεντρικό ζητούμενο. Αν το νομοθετικό σώμα δυσλειτουργεί για άλλους λόγους, ο αριθμός των βουλευτών δεν μπορεί να διορθώσει το πρόβλημα.
Το σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα, άσχετα με ποια παραλλαγή εφαρμόζεται σε διάφορες χώρες, στηρίζεται στο διαχωρισμό των τριών εξουσιών, νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική. Εκεί βρίσκεται η ουσία. Κι αν κάποιος θέλει να βελτιώσει τη λειτουργία του, από εκεί οφείλει να ξεκινήσει. Αυτός ο διαχωρισμός ούτε αυτονόητος είναι, ούτε αρκεί μια γενική εξαγγελία για να εφαρμόζεται. Το σύνταγμα μας μπορεί να τον προβλέπει, αλλά στη πράξη είναι ξεκάθαρο ότι όλα τα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση νομοθετεί η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία. Και όχι μόνο… Η συνταγματική αναθεώρηση μπορεί να είναι επιβεβλημένη, αλλά δεν είναι πανάκεια. Το θέμα είναι να κατανοήσουμε πού βρίσκεται το πρόβλημα και ν’ ανοίξουμε τη συζήτηση επ’ αυτού.
Ο πρωθυπουργός πρόσφατα ανακοίνωσε μια δέσμη προτάσεων και σκέψεων που αποσκοπούν στη βελτίωση της λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Πολλά απ’ όσα είπε ακούστηκαν για πρώτη φορά και το όλο σκεπτικό είναι επί του θέματος. Το ασυμβίβαστο για παράδειγμα της υπουργικής ιδιότητας με τη βουλευτική, η κατάργηση των γενικών γραμματέων, η αυστηρά τετραετής διάρκεια μιας κυβέρνησης, η απ’ ευθείας εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, προς αποφυγή εκλογικών εκβιασμών στη Βουλή, οι μόνιμοι υφυπουργοί και άλλα.
Κι ενώ μια συζήτηση θα μπορούσε ν’ ανοίξει, οι περισσότεροι εναντιώθηκαν, προτιμώντας να στρέψουν το ενδιαφέρον στα τυπικά. Ότι δηλαδή δεν είναι δυνατό να τίθεται θέμα συνταγματικής αναθεώρησης, όταν δεν υπάρχει η προοπτική εξασφάλισης στο άμεσο μέλλον 180 ψήφων. Αυτή η άκρως συντηρητική προσέγγιση πηγάζει από τη παλαιοκομματική κουλτούρα μας, απ’ την οποία είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγουμε. Γιατί εκ των προτέρων έχουμε αποκλείσει κάθε δυνατότητα συναίνεσης. Γιατί έχουμε μάθει να κάνουμε ότι και τα κόμματα. Να καταδικάζουμε δηλαδή κάθε πρόταση που δεν προέρχεται απ’ τους δικούς μας κόλπους, χωρίς μάλιστα να μπαίνουμε στον κόπο να την εξετάσουμε. Αλλά και από την άλλη πλευρά, όταν διατυπώνουμε προτάσεις με ενδιαφέρον, έχουμε μάθει να το κάνουμε με αλαζονεία, διεκδικώντας τη χρησικτησία τους. Κι αυτό βέβαια εμποδίζει τους άλλους να σε προσεγγίσουν και τους οχυρώνει στα δικά τους κάστρα.
Έτσι κι αλλιώς οι προτάσεις του πρωθυπουργού θα ήταν καλό να συζητηθούν. Αλλά με επιχειρήματα. Αυτή είναι η μόνη διέξοδος της δημοκρατίας και το μόνο αντίδοτο στη κρίση του πολιτικού συστήματος. Γιατί το θέμα δεν είναι το τυπικό της συνταγματικής αναθεώρησης, αλλά το πώς θα θέλαμε να λειτουργεί το πολίτευμα και η χώρα μας.
Κι ένα υστερόγραφο για τους θιασώτες της απλής αναλογικής. Θα πρέπει όποιος την επαγγέλλεται, ταυτόχρονα να μας λέει και με ποιους προτίθεται να συνεργαστεί, αλλιώς καλύτερα να μη μας πει τίποτα. Γιατί είναι ασυμβίβαστο να επιδιώκουμε τη δικαιοσύνη της απλής αναλογικής, αλλά να συνεργαζόμαστε μόνο με όποιους υποταχθούν στις θεάρεστες – και πάντα γενικόλογες – «θέσεις» μας.
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
iPorta.gr