iporta.gr

Η συμπόνια του Κορμοράνου μου, του Άρη Μαραγκόπουλου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο κορμοράνος στο μικρό Καβούρι, ανήμερα Χριστουγέννων 2014, Ά.Μ.

 

 

Moυ αρέσει να κολυμπάω ανήμερα τα Χριστούγεννα και ανήμερα την Πρωτοχρονιά, ας πούμε ένα προσωπικό έθιμο. Δεν έχει καμία σχέση με θρησκείες και τέτοια, περισσότερο συνδέεται με την επιθετική διάθεσή μου απέναντι στη θανατερή ησυχία που βασιλεύει στην πόλη αυτές τις δύο αργίες. Τα Χριστούγεννα, στον βράχο που συνήθως μαζεύονται οι οικογένειες τα γλαροπούλια, ήταν μονάχα ένας κορμοράνος. Τον ξέρω και με ξέρει. Ξεχειμωνιάζει εδώ τα τελευταία δυο τρία χρόνια, ποιος ξέρει από πού έρχεται. Στεκόταν και κοίταζε πέρα μακριά προς την Αίγινα, στην κατεύθυνση που συνήθως κοιτάζω κι εγώ. Δεν ήταν χαρούμενος, δεν ήταν θλιμμένος. Ανήσυχος, ναι, περισσότερο ανήσυχο τον κατάλαβα, και δεν ήταν ανησυχία για την τροφή του αυτό που διέκρινα, όχι, μια επιδέξια βουτιά κάνει και σε μερικά δεύτερα ξαναβγαίνει στην επιφάνεια καταπίνοντας κιόλας το ψάρι του, όχι, κάτι άλλο συλλογιζόταν το θαλασσοπούλι.

 

Τα ζώα, τα πουλιά, καταλαβαίνουν πιο γρήγορα τις μεταμορφώσεις του καιρού και του κόσμου, μυρίζονται χιλιάδες πράγματα που εμείς είναι αδύνατον ακόμα και να υποψιαστούμε ότι συμβαίνουν, ότι υπάρχουν. Εσύ κοιτάζεις τα φορτία της Cosco που, το ένα μετά το άλλο, καταφθάνουν πλέον στον Πειραιά σαν λεωφορεία της γραμμής και λες: «κι αν τυχόν σ’ ένα από αυτά συμβεί να χυθεί το πετρέλαιο, τι θα γίνει στον Αργοσαρωνικό;» – όμως τα ζώα, ο κορμοράνος μου εν προκειμένω, δεν σκέφτονται ούτε απελπισμένα ούτε μικρόψυχα για τη ζωή και τον θάνατο.

 

Κάνουν άλλες σκέψεις, άλλου είδους, ναι, αυτή είναι η σωστή έκφραση, άλλου είδους. Το κυριότερο: δεν μας βλέπουν ως αξιοθέατα όπως εμείς αυτά. Ξέρουν ότι έχουμε λιγότερες ικανότητες για την επιβίωσή μας απ’ ότι εκείνα. Μάλλον μας συμπονούν, που είμαστε τόσο αδύναμοι, και ναι, ένα συμπονετικό ύφος είχε ο κορμοράνος μου που με έβλεπε να ξεφυσάω γύρω από τον βράχο του λες και είχα κάνει κάποιο κατόρθωμα, μας συμπονούν επειδή σκεφτόμαστε πάρα πολύ και καταλαβαίνουμε τόσο λίγα, τόσο απίστευτα λίγα για τη ζωή και τον θάνατο.

Όταν γύρισα σπίτι ένιωσα την ανάγκη να τον περάσω στο χαρτί, μήπως και καταλάβω κάτι περισσότερο σχεδιάζοντας τις γραμμές του, το ύφος του, τη συλλογισμένη στάση του. Σαν να τον βλέπω τώρα. Για σας είναι πιο δύσκολο, ξέρω, αλλά εγώ τον βλέπω, τον έχω ακόμα μπροστά μου που θέλει κάτι να μου πει κι εγώ εκεί, ξεφυσάω και αδυνατώ να καταλάβω, ανήμπορος, ανήμπορος, ανήμπορος.

 

Άρης Μαραγκόπουλος