Η σκόνη του χρόνου
Κι έτσι, λίγες μέρες πριν το Πάσχα του 2015, η επταμελής οικογένεια του Στάθη Παναγιωτόπουλου, αστυνομικού στην Αλόννησο, έφτασε να αριθμεί πια μόνο δυό μέλη, το Μιχάλη και το Σπύρο, και τα δύο πια στην ένατη δεκαετία της ζωής τους.
Πέθανε ο θειός μου ο Βασίλης, στα 87 του, ένας εύθυμος, πάντα γελαστός τύπος, με τη μουστάκα του και το μόνιμο χαμόγελό του, με τα πάθη του και τα ελαττώματά του αλλά και την καλή του την καρδιά, και τις χαριτωμένες του ιδιοτροπίες και την αγάπη του που έδινε σε όλους μας, ακόμα κι αυτούς που δεν κάναμε συχνά παρέα.
Πρώτη πέθανε η μητριάρχης, η γιαγία Καλλιόπη που τη φώναζαν Πιπίτσα, το 1973, αυτή που τα δύσκολα χρόνια πριν και μετά την κατοχή σήκωνε στις πλάτες της όλη την οικογένεια στο πρωτόγονο, αφιλόξενο τότε νησί. Αμυδρά τη θυμάμαι, μεγαλόσωμη, σχεδόν υπερφυσική παρουσία, γελαστή και αυστηρή. Δεν την έκανε κουμάντο κανείς αυτήν, ούτε ο αστυνομικός της Αλοννήσου. Δε με πήγαν στην κηδεία της, μάλλον επειδή ήμουν μόλις δέκα χρονών τότε.
Πέρασαν είκοσι ανέφελα χρόνια, και το Ιούνιο του 1993 πέθανε ο Νέρων, προτελευταίος σε ηλικία από τα παιδιά, χαριτωμένος, χαβαλές, άτακτος αλλά και λαμπρός επιστήμονας και το «αλατοπίπερο» της οικογένειας, μικρός το δέμας, είχε όμως πάντα τον τρόπο να γίνεται το επίκεντρο και να νοστιμίζει αυτό το συχνά άχαρο σόι. Αυτός ήταν ο πατέρας μου. Ακόμη και τώρα, 22 χρόνια μετά από εκείνην τη μαύρη μέρα, δεν μπορώ να γράψω περισσότερα.
Ο δικός του πατέρας, ο αστυνομικός της Αλοννήσου Στάθης Παναγιωτόπουλος, τσακίστηκε όταν έχασε το παιδί του και από αυστηρός, δωρικός έως στραβόξυλο καμμιά φορά, έγινε ξαφνικά ένας γέρος που είχε χάσει το κουράγιο του. Το 1996 έχασε και τη ζωή του.
Το κορίτσι, η θεία Βασιλική που όλοι φώναζαν Κούλα, μια παιδούλα σε σώμα ώριμης γυναίκας, η μάνα όλης της οικογένειας αλλά και των φίλων μας και των γνωστών μας και όλων όσων εκδήλωναν ανάγκη για μάνα, έγειρε κι αυτή, αρρώστησε και πέθανε το 1998.
Και τώρα έμεινε ο Μιχάλης, γεννημένος το Μάη του 31, μεγαλο-δικηγόρος στην πρώτη γραμμή, δρομέας και κολυμβητής και ακατάβλητος, ακόμη και σήμερα ο κεντρικός στυλοβάτης της οικογένειας, ο πατριάρχης στον οποίον απευθύνονται αδέλφια, κουνιάδια, παιδιά, ανίψια, εγγόνια, όλοι.
Κι ο βενιαμίν γιός Σπύρος, στρατιωτικός και δικηγόρος, αποκομμένος από τους υπόλοιπους αλλά κατά έναν τρόπο παρών, εδώ γύρω.
Έτσι είναι ο χρόνος. Φεύγει, παίρνει μαζί του ανθρώπους, κι όσο λιγοστεύουν οι άνθρωποι, λιγοστεύουν κι οι δεσμοί, οι αλληλεπιδράσεις, ο συνεκτικός ιστός, όλα αυτά που καθορίζουν μια οικογένεια, μια κοινωνία. Λιγοστεύουν, μικραίνουν, εξαφανίζονται οι γενιές κι οι οικογένειες, και μαζί τους κι η ζωή, όχι μόνο γι αυτούς που πεθαίνουν αλλά και γι αυτούς που μένουν, φτωχότεροι. Αντί για ανθρώπους έχουμε πια μνήμες, και δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα.
Η επταμελής, κάποτε, οικογένεια, του Στάθη Παναγιωτόπουλου, αστυνομικού στην Αλόννησο. Τώρα πια διμελής, αλλά με 11 εγγόνια του και ένα σωρό δισέγγονα, και η ζωή συνεχίζεται, καθόλου ίδια, και για όσους σιγά-σιγά παίρνουμε τη θέση των πρεσβύτερων χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, πολύ πιο άδεια.